ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΣΑΡΡΗΣ
Εδώ και μέρες είχε διαφανεί ότι ο Ανδρέας Λοβέρδος παίρνει το πολιτικό προβάδισμα από την «κίνηση των 3», και προκρίνεται ως εκείνος ο οποίος θα διεκδικήσει για λογαριασμό τους, την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ.
Μια κίνηση που έχει αποκτήσει πρόσθετες ομοιότητες με το 1996 και την «ομάδα των τεσσάρων», που έφερε τον Κώστα Σημίτη στην πρωθυπουργία και εν συνεχεία στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, μετά τη διαφαινόμενη συστράτευση και του Ηλία Μόσιαλου.
Σήμερα, μερικές ώρες πριν την κρίσιμη ψηφοφορία στη Βουλή για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση, και ενώ οι ζυμώσεις στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ κορυφώνονται, για το πώς ακριβώς θα δρομολογηθεί η αποχώρηση του Γιώργου Παπανδρέου από το προσκήνιο, ο Υπουργός Υγείας κάνει και εμπράκτως το βήμα που τον φέρνει σε ρόλο «Σημίτη του 2011».
Με δήλωση την οποία κοινοποίησε, ο Ανδρέας Λοβέρδος περνάει στην αντίπερα όχθη. Και, επιχειρώντας να παρακάμψει την πολιτική συμφωνία που φαίνεται ότι υπάρχει ανάμεσα στον Γιώργο Παπανδρέου και τον Ευάγγελο Βενιζέλο, στέλνει ένα ξεκάθαρο πολιτικό τελεσίγραφο στον Πρωθυπουργό. Προειδοποιώντας ότι στην περίπτωση που δεν δρομολογηθούν άμεσα οι διαδικασίες για τη συγκρότηση κυβέρνησης συνεργασίας, δηλαδή αν δεν παραιτηθεί ο Γιώργος Παπανδρέου, ο ίδιος «δεν θα έχει σχέση με τις πολιτικές διεργασίες, ούτε και θέση μέσα σε αυτές».
Θυμίζοντας τη μετωπική σύγκρουση του Κώστα Σημίτη με τον Ανδρέα Παπανδρέου το 1995, που οδήγησε σε έξοδο του τότε «δελφίνου» από την κυβέρνηση, και του επέτρεψε μετά από μερικούς μήνες να «κληρονομήσει» το ΠΑΣΟΚ. Προβάλλοντας ως πολιτικό επιχείρημα αυτήν ακριβώς τη διαφωνία.
Πιο συγκεκριμένα, η ανακοίνωση του Ανδρέα Λοβέρδου, έχει ως εξής:
«Την Τετάρτη το βράδυ ζήτησα από τη Βουλή ως Υπουργός Υγείας στήριξη της πρότασης του Πρωθυπουργού για ψήφο εμπιστοσύνης της Εθνικής Αντιπροσωπείας προς την Κυβέρνηση. Την προηγούμενη μέρα στην συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου είχα υποστηρίξει με ένταση ότι το δημοψήφισμα με θέμα σχετικό τη συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου θα ήταν, ή θα ερμηνευόταν στην Ελλάδα, αλλά κυρίως διεθνώς, ως αμφισβήτηση της ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και ως αμφισβήτηση του ευρώ.
Στην χθεσινή συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου και αφού άκουσα την εισήγηση του Πρωθυπουργού με βάση την οποία: α) αποσύρουμε τα περί δημοψηφίσματος, β) δρομολογούμε τις διαδικασίες για κυβέρνηση εθνικής ενότητας και γ) ζητάμε ψήφο εμπιστοσύνης για να μην μείνει η χώρα με τα καυτά προβλήματά της για κάποιο χρόνο χωρίς κυβέρνηση και για να μετατραπεί η οικονομική κρίση σε χαοτική πολιτική κρίση. Ακούγοντας τον Πρωθυπουργό, τοποθετήθηκα, συμφωνώντας με την εισήγηση του προσθέτοντας, μεταξύ πολλών άλλων, πως η αναζήτηση συναινετικής πολιτικής λύσης θα προηγηθεί της ψηφοφορίας στη Βουλή, αλλά και αμέσως μετά από αυτή οι ενέργειες προς αυτή την κατεύθυνση θα γίνουν άμεσα και θα είναι αποτελεσματικές. Δεν νοείται είπα να θεωρηθεί πως υποκλέπτουμε την ψήφο της Βουλής για να γαντζωθούμε στις καρέκλες μας. Δηλαδή, είπα, δεν νοείται μετά την ψήφο εμπιστοσύνης να παραμένουμε ως Κυβέρνηση κάνοντας πως δεν καταλαβαίνουμε τι έχει συμβεί.
Δεν μπορεί να φύγει από το μυαλό μου ότι η λάθος πρωτοβουλία για το δημοψήφισμα έφερε την Ελλάδα στη θέση να της υπαγορευθεί ο χρόνος διεξαγωγής του δημοψηφίσματος, το ερώτημα του, αλλ ά και η συσχέτιση της απάντησης του λαού με την πτώχευση της χώρας. Δεν υπάρχουν λόγια για να αξιολογηθεί η περίσταση αυτή.
Επειδή ανάμεσα στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και στην ομιλία του Πρωθυπουργού στην Ολομέλεια της Βουλής μεσολάβησε η συνεδρίαση της ΚΟ, στην οποία τίποτα σχετικό δεν αναφέρθηκε και ανησυχώντας για τις εξελίξεις που δεν σχετίζονται μόνο με την εσωτερική πολιτική κατάσταση, αλλά που αφορούν την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ευρωζώνη και το ευρώ, συμπληρώνω το αίτημα για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης από τη Βουλή, στο οποίο προφανώς και εμμένω με τη δήλωσή μου πως αν δεν υπάρξουν αμέσως κινήσεις προς την κατεύθυνση της δημιουργίας κυβέρνησης εθνικής ενότητας, δεν θα έχω σχέση με αυτές τις πολιτικές διεργασίες ούτε θέση μέσα σε αυτές.
Ως γνωστόν σύμφωνα με το Σύνταγμα η παροχή ψήφου εμπιστοσύνης προς την Κυβέρνηση δεν δίνεται υπό προϋποθέσεις, ή ακυρωτικές αιρέσεις. Προφανώς και δεν θέτω προϋποθέσεις ως προς την ψήφο μου κάνω, όμως, γνωστό το πολιτικό σκεπτικό με βάση το οποίο λειτουργώ».