Ενα κίτρινο σύννεφο αφρικανικής σκόνης έχει καλύψει τις τελευταίες δύο ημέρες την ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης, εκτινάσσοντας στα ύψη τις συγκεντρώσεις αιωρούμενων σωματιδίων (PM10).
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Τμήματος Περιβάλλοντος του δήμου Θεσσαλονίκης, οι υψηλότερες συγκεντρώσεις αιωρούμενων σωματιδίων μετρήθηκαν το απόγευμα της Τετάρτης, όμως διατηρήθηκαν σε υψηλά επίπεδα και χτες. Συγκεκριμένα στις 5 το απόγευμα της Τετάρτης τα αιωρούμενα σωματίδια (PM 10 σε μέσες ωριαίες τιμές σε μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο) μετρήθηκαν στα 423 mg στο σταθμό της Βενιζέλου (παλιό δημαρχείο), 378 mg στην οδό Λαγκαδά, 332 mg στο σταθμό της Τούμπας και 317 mg στο Επταπύργιο. Οι μέσες ημερήσιες τιμές αιωρούμενων σωματιδίων την Τετάρτη κυμάνθηκαν πολύ πάνω από τα όρια επιφυλακής των 90 mg και συγκεκριμένα στα 168 mg στη Λαγκαδά, 153 mg στη Βενιζέλου, 146 mg στην Τούμπα και 143 mg στο Επταπύργιο. Η μέση ημερήσια τιμή για όλη τη Θεσσαλονίκη μετρήθηκε στα 168 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο, όταν συνήθως οι μέσες ημερήσιες τιμές στη Θεσσαλονίκη βρίσκονται περίπου στα 60 mg. Χτες, από το πρωί οι τιμές κινήθηκαν σε χαμηλότερα επίπεδα και συγκεκριμένα μετρήθηκαν στις 12 το μεσημέρι (μέσες ωριαίες τιμές) στα 202 mg στο Επταπύργιο, 199 mg στην Τούμπα και τη Μαρτίου, 193 mg στη Λαγκαδά και 173 mg στη Βενιζέλου. Πάντως νωρίτερα το πρωί οι συγκεντρώσεις αιωρούμενων σωματιδίων έφτασαν μέχρι τα 305 mg στο σταθμό της οδού Λαγκαδά. «Πρόκειται για έκτακτο επεισόδιο που έχει επηρεάσει όλη τη χώρα, λόγω της μεταφοράς αφρικανικής σκόνης, και δεν είναι ατμοσφαιρική ρύπανση, αφού οι τιμές των αιωρούμενων σωματιδίων αυξήθηκαν σε όλους τους σταθμούς μέτρησης. Παρόλο που το φαινόμενο επαναλαμβάνεται όταν έχουμε νότιους ανέμους, καλό θα είναι οι ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού και ιδιαίτερα όσοι αντιμετωπίζουν αναπνευστικά προβλήματα να περιορίσουν τις πολλές μετακινήσεις», σημείωσε ο Μάξιμος Πετρακάκης, προϊστάμενος του Τμήματος Περιβάλλοντος του δήμου Θεσσαλονίκης.
Χωρίς συνέπειες
Σύμφωνα με τον ομότιμο καθηγητής Χημείας του ΑΠΘ, Θεμιστοκλή Κουιμτζή, η σκόνη που έχει «κιτρινίσει» την ατμόσφαιρα της πόλης δεν είναι τοξική και συνεπώς δεν είναι επικίνδυνη για τους κατοίκους. «Τη σκόνη αυτή την έχουμε μελετήσει και δεν έχει ρυπογόνα συστατικά, καθώς είναι ασβεστολιθικής προέλευσης, αλκαλική κι όχι τοξική. Το πρόβλημα που δημιουργεί είναι ότι σε μεγάλη πυκνότητα ελαττώνει την ορατότητα και, όταν βρέχει, λερώνει αυτοκίνητα και μπαλκόνια. Βέβαια, μπορεί να μην είναι τοξική, όμως η παρατεταμένη έκθεση του ανθρώπου σε οποιαδήποτε σκόνη δεν είναι καλή», σημείωσε ο κ. Κουιμτζής. «Η μεταφορά της αφρικανικής σκόνης και η λασποβροχή είναι γνωστή από παλιά και έχει μελετηθεί από τις αρχές της δεκαετίας του '70», επισημαίνει ο Θεόδωρος Καρακώστας καθηγητής Μετεωρολογίας και διευθυντής του Εργαστηρίου Μετεωρολογίας και Κλιματολογίας του ΑΠΘ. «Συνήθως η μεταφορά γίνεται αυτή την εποχή ή στις αρχές της άνοιξης. Εμφανίζεται καθώς στην περιοχή της ερήμου της Σαχάρας δημιουργούνται βαρομετρικά χαμηλά όπου ο επιφανειακός αέρας κινείται κυκλωνικά αντίθετα των δεικτών του ρολογιού, που έχει ως αποτέλεσμα την ''αναρρόφηση'' της σκόνης προς την ανώτερη ατμόσφαιρα σε ύψος 5 χλμ. που μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 12 χλμ. Ετσι όταν πνέουν ισχυροί νότιοι άνεμοι η σκόνη μεταφέρεται. Εχει αναφερθεί στο παρελθόν ότι έφτασε μέχρι τη Σκανδιναβία», τόνισε ο κ. Καρακώστας.
ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΕΚΛΑΡΗΣ
«Αγγελιοφόρος»