Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στα ανά την επικράτεια καφενεία χασκογέλασαν για την επίθεση στο βουλευτή Χατζηδάκη. Στα τηλεοπτικά καφενεία όχι ακριβώς, γιατί κάποια προσχήματα πρέπει να τηρούνται, αλλά κι εκεί το είπαν με το δικό τους τρόπο -με το κλασικό «ναι μεν, αλλά…» και με ομοβροντίες εναντίον των πολιτικών. Γενικά και αφηρημένα, όλοι μαζί στο ίδιο τσουβάλι, επειδή αυτό θέλει η περίφημη «κοινή γνώμη», αυτό έχει πέραση, καταναλώνεται εύπεπτα και αυξάνει την τηλεθέαση. Που με τη σειρά της, φέρνει τη διαφήμιση, ώστε να βγάζουν τα λεφτά τους οι άρχοντες των τηλεπαραθύρων, διεκτραγωδώντας «τα πάθη του λαού». Στο μεταξύ, επωάζεται το αβγό του φιδιού. Ο λαϊκισμός ζει και βασιλεύει, προετοιμάζοντας το έδαφος για ομάδες που εχθρεύονται την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, ειδικεύονται στον απλουστευτικό, καταγγελτικό λόγο, ονειρεύονται εισβολές στο Κοινοβούλιο και «οργισμένα πλήθη να νομοθετούν στους δρόμους». Ή σε αντιλήψεις που προορίζουν στη χώρα μια θέση στο περιθώριο του ευρωπαϊκού κόσμου και υμνούν καθεστώτα, τα οποία, όπου επικράτησαν, κατέρρευσαν μέσα στη φτώχεια, τη διαφθορά και την ανελευθερία. Ακόμη χειρότερα, που εξόντωσαν εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, επειδή συνέβη να διαφωνούν. Μέσα στη σύγχυση, λίγο θέλουμε να πιστέψουμε ότι οι μόνοι που ενδιαφέρονται για τον κόσμο της εργασίας είναι οι νοσταλγοί του Εμβέρ Χότζα και θαυμαστές του «αγαπημένου ηγέτη» Κιμ Γιογκ Ιλ.
Η Αστυνομία δεν έχει καμιά δικαιολογία να μην εντοπίσει τους κακοποιούς που επιτέθηκαν στον Κωστή Χατζηδάκη. Υπάρχουν εικόνες. Μέχρι τότε, μπορούμε να υποθέτουμε ότι οι πιθανότητες να πρόκειται για ανθρώπους που δικαιολογημένα αγανακτούν για την παρακμή της χώρας, γιατί όντως δεν έχουν καμιά συμμετοχή, είναι στατιστικά ελάχιστες. Για παράδειγμα, να μην είναι αγρότες που εισέπραξαν επιδοτήσεις για ανύπαρκτες καλλιέργειες ή κτηνοτρόφοι που διπλοτριπλομετρούν τα κοπάδια τους. Να μην τρύπωσαν σε κάποια ΔΕΚΟ ή να βόλεψαν το γιο ή την κόρη τους με βουλευτικό σημείωμα. Να μην τσεπώνουν το ΦΠΑ και να πληρώνουν κανονικά τους φόρους τους. Να μην είναι από τους δημόσιους υπαλλήλους που πηγαίνουν στη δουλειά όποτε βολέψει, φεύγουν όποτε βολέψει και σ' ένα χρόνο μαζεύουν κι ένα μήνα αναρρωτικές άδειες.Η μεγαλύτερη ανευθυνότητα που διακινείται στο δημόσιο διάλογο, με κολοσσιαία ευθύνη της φτηνής δημοσιογραφίας, είναι ότι από τη μία πλευρά υπάρχουν διεφθαρμένοι πολιτικοί που πλούτισαν από τα αξιώματά τους και από την άλλη ένας «αθώος» λαός, που δεν ευθύνεται για τίποτε. Και όσο αυτό εμπεδώνεται, τόσο η χώρα θα βουλιάζει στο χάος.