Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

Εγκαινιάζεται το νέο Πολιτιστικό Κέντρο Μενεμένης

Το νέο Πολιτιστικό Κέντρο Μενεμένης θα εγκαινιάσει ο Δήμαρχος Μενεμένης, Γιώργος Ακτσελής, την Πέμπτη 28 Οκτωβρίου, στις 12.30 το μεσημέρι. Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό κτίριο, που ορθώνεται στην οδό Έλλης Αλεξίου 12, και στεγάζει τις σημαντικότερες πολιτιστικές και αθλητικές δομές της Μενεμένης, καθώς και πολυάριθμες δραστηριότητες. Το τριώροφο κτίριο είναι συνολικού εμβαδού 2.783 τετραγωνικών μέτρων. Φιλοξενεί μεταξύ άλλων αίθουσες για μαθήματα μουσικών οργάνων, χορωδίας, μπαλέτου, ζωγραφικής και θεάτρου. Επίσης, στο δεύτερο όροφο στεγάζει τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Μενεμένης. Η χρηματοδότηση του έργου έγινε από το Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Κεντρικής Μακεδονίας. Σημειώνεται ότι τα εγκαίνια θα πραγματοποιηθούν μετά το πέρας της καθιερωμένης παρέλασης.
Εορτασμός εθνικών επετείων
Εκδηλώσεις για τον εορτασμό των εθνικών επετείων θα πραγματοποιηθούν στις 27 και 28 Οκτωβρίου στον Δήμο Μενεμένης.
Την Τετάρτη 27 Οκτωβρίου, στις 7 μ.μ,. στο κινηματοθέατρο «Άστρον» θα διοργανωθεί μουσικοχορευτική εκδήλωση με τη συμμετοχή των παιδικών τμημάτων του Πνευματικού Κέντρου Μενεμένης, της Ένωσης Ποντίων Μενεμένης «Εύξεινος Πόντος» και του Συλλόγου Ποντίων Αγίου Νεκταρίου «Αναγέννηση».
Την Πέμπτη 28 Οκτωβρίου, στις 10.30 π.μ., θα γίνει η επίσημη δοξολογία στον Ιερό Ναό της Αγίας Παρασκευής, ενώ θα ακολουθήσουν η έπαρση της σημαίας, η επιμνημόσυνη δέηση, η εκφώνηση του πανηγυρικού της ημέρας και η κατάθεση στεφάνων. Στη συνέχεια θα πραγματοποιηθεί η καθιερωμένη παρέλαση στην οδό Θωμά Χατζίκου.







Κώστας Πουπάκης Ευρωβουλευτής : «Η ουσιαστική κατάργηση των κλαδικών συμβάσεων από τις επιχειρησιακές θα δημιουργήσει εργαζόμενους «πολλών ταχυτήτων», νόθευση του ανταγωνισμού και αποδυνάμωση του Συνδικαλιστικού Κινήματος».


Οι κοινωνικές και συλλογικές διαπραγματεύσεις, όπως διεξάγονται στη χώρα μας, εδώ και δύο δεκαετίες (ν.1876/1990), είναι απόλυτα εναρμονισμένες με τις Διεθνείς Συμβάσεις και την κοινοτική νομοθεσία, λειτουργούν προστατευτικά για το εισόδημα των εργαζομένων, διασφαλίζουν την απασχόληση, τη στήριξη των ανέργων και των ευπαθών κοινωνικών ομάδων, ενώ παράλληλα εγγυώνται την κοινωνική και εργασιακή ειρήνη. Σε αυτήν την κατεύθυνση, ο Ευρωβουλευτής Κ. Πουπάκης με γραπτές του ερωτήσεις, κάλεσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να λάβει θέση όσον αφορά στη συμβατότητα με τις Διεθνείς Συμβάσεις και τις διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας, των διατάξεων που περιέχονται στα μνημόνια δανεισμού (αρχικό και επικαιροποιημένο) και επιβάλλουν την ανατροπή της ιεράρχησης των ΣΣΕ, επιτρέποντας την υπερίσχυση επιχειρησιακών συμβάσεων, που προβλέπουν δυσμενέστερους όρους, έναντι των κλαδικών. Πιο συγκεκριμένα ο Έλληνας Ευρωβουλευτής ζήτησε από την Επιτροπή να τοποθετηθεί αναφορικά με:
• Τον περαιτέρω κατακερματισμό και απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, με τη δημιουργία εργαζομένων «πολλών ταχυτήτων» ίδιας ειδικότητας και προσόντων σε ίδιους ή ομοειδείς κλάδους, με την επιβολή των όρων εργασίας μονομερώς από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, μέσα από την υπογραφή ατομικών συμβάσεων.
• Την πιθανότητα δημιουργίας ενός επικίνδυνου ανταγωνισμού κατώτατων ορίων αμοιβής και συνθηκών εργασίας τόσο σε κλαδικό επίπεδο, όσο και σε εθνικό επίπεδο, που θα δημιουργήσει συνθήκες νόθευσης του υγιούς ανταγωνισμού σε βάρος κυρίως των πολύ μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, δηλαδή των επιχειρήσεων με προσωπικό λιγότερο των 50 ατόμων, που δεν θα έχουν τη δυνατότητα υπογραφής επιχειρησιακών συμβάσεων.
• Τη διασφάλιση της εφαρμογής από τα Κράτη-Μέλη του θεμελιώδους δικαιώματος της συνδικαλιστικής ελευθερίας, ώστε να αποτραπούν πολιτικές που στοχεύουν στην αποδυνάμωση των εργαζομένων και των συνδικάτων που τους εκπροσωπούν και τη συνακόλουθη μείωση του θεσμικού ρόλου και της παρέμβασής τους στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, όταν και στο πλαίσιο της Στρατηγικής για την Ευρώπη 2020, προβλέπεται η ενίσχυση της συμμετοχής των κοινωνικών εταίρων στις διαδικασίες του κοινωνικού διαλόγου και της συναπόφασης.
«Ενδεχόμενη ανατροπή του καθεστώτος των ΣΣΕ, μεταφέρει το ζήτημα της προστασίας της εργασίας (αμοιβές και λοιποί όροι) στο στενό επιχειρησιακό επίπεδο, με αποκλειστική εξάρτηση από τη θέληση του εργοδότη και τις “προκρούστιες” διακυμάνσεις της προσφοράς και της ζήτησης. Μια τέτοια ρύθμιση θα πρόκειται για την πιο ωμή και βίαιη κρατική παρέμβαση στο σύστημα των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων και θα οδηγήσει με μαθηματική βεβαιότητα στην κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής και τη διασάλευση εργασιακής ειρήνης, δημιουργώντας στρατιές φτωχών εργαζομένων και πολλαπλασιάζοντας τα “λουκέτα” των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που αποτελούν και τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας. Η Κυβέρνηση θα πρέπει επιτέλους να καταλάβει, ότι η έξοδος από την ύφεση δεν επιτυγχάνεται μέσα από την εισοδηματική εξόντωση του κόσμου της εργασίας και την αποσύνθεση της μικρομεσαίας τάξης», δήλωσε σχετικά ο Κ. Πουπάκης.

Με όπλο τον ενθουσιασμό

Η μηχανή του πολέμου, που άρχισε να κινείται στα Βαλκάνια το 1912, δεν επρόκειτο να σταματήσει, εάν δεν σάρωνε ολόκληρη την Ευρώπη έως τη δεκαετία του ’40, αφήνοντας πίσω της εκατομμύρια νεκρούς και διαλύοντας τρεις αυτοκρατορίες: την οθωμανική, την τσαρική και την αυστροουγγρική. Με το μεγαλοϊδεατισμό σε ρόλο επιταχυντή οι πολεμικές συγκρούσεις ακολούθησαν τη στρατηγική του ντόμινο.

Του Κωστή Κεκελιάδη

«Στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο όλοι πήγαν με ενθουσιασμό. Παρ’ όλο που οι μηχανισμοί επιστράτευσης των εφέδρων ήταν ατελείς εκείνο τον καιρό στα βαλκανικά κράτη, οι άντρες σε στρατεύσιμη ηλικία σε όλες τις χώρες των Βαλκανίων ανταποκρίνονταν μαζικά και γέμιζαν εκτός από τις τακτικές μονάδες σχηματισμούς εθελοντών. Η γοητεία του μεγαλοϊδεατισμού ήταν έντονη», λέει ο καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ Γιώργος Μαργαρίτης, ο οποίος ετοιμάζει μία νέα μελέτη για τους Βαλκανικούς Πολέμους ενόψει του 2012 και της συμπλήρωσης 100 χρόνων από την είσοδο του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη.
Με τόσους ενθουσιώδεις εφέδρους στη διάθεσή τους τα στρατιωτικά επιτελεία δεν χρειάζονταν να επεξεργάζονται πολύπλοκες τακτικές ούτε «χειρουργικά χτυπήματα» από απόσταση ασφαλείας. Την έκβαση της μάχης καθόριζαν ο όγκος των στρατευμάτων, ο ρυθμός των εφόδων με εφ’ όπλου λόγχη, ο καιρός και η τύχη. «Οι βολές του πεζικού, ειδικά στον οθωμανικό στρατό, ήταν εντυπωσιακά άστοχες. Ξόδευαν πολλά πυρομαχικά πυροβολώντας με χαρά στον αέρα, σε κάθε επιτυχία, αλλά ήταν δύσκολο να πετύχουν τον αντίπαλο», λέει ο κ. Μαργαρίτης, που μεταξύ άλλων ανατρέχει σε πηγές όπως απομνημονεύματα γιατρών, αρχεία του Ερυθρού Σταυρού και στρατιωτικών νοσοκομείων.Στο ελληνικό μέτωπο η συγκυρία στάθηκε ευνοϊκή: Το εμπειροπόλεμο τουρκικό σώμα στρατού της Δαμασκού, που προβλεπόταν να μετακινηθεί απέναντι στον ελληνικό στρατό, έμεινε καθηλωμένο στη Μέση Ανατολή λόγω του ιταλο-οθωμανικού πολέμου.
Έτσι απέναντι στα ελληνικά στρατεύματα που προέλαυναν στη Μακεδονία και στις 26 Οκτωβρίου του 1912 έφτασαν στη Θεσσαλονίκη βρέθηκαν να πολεμούν ολιγάριθμα τουρκικά στρατεύματα, φρουρές, που έδιναν μάχες καθυστέρησης και οπισθοφυλακής: «Στο ελληνικό μέτωπο οι οθωμανοί στρατιώτες προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τον αντίπαλο με φραγμό πυρός. Για να κρατήσουν τον εχθρό μακριά, έριχναν από μεγάλη απόσταση όσα πυρομαχικά διέθεταν και μετά απλά υποχωρούσαν. Στο κατόπι τους οι Έλληνες λόγω της αριθμητικής υπεροχής τους προτιμούσαν τις μαζικές εφόδους με τη λόγχη. Η ελλιπέστατη εκπαίδευση των οθωμανών στρατιωτών δεν επέτρεπε οργανωμένα σε ομοβροντίες πυρά και πειθαρχία πυρός. Οι απώλειες έτσι των επιτιθεμένων ήταν μικρές σε όλη αυτήν την πρώτη φάση της ελληνικής προέλασης προς τη Θεσσαλονίκη και ο πόλεμος θεωρήθηκε εύκολη υπόθεση από την ελληνική πλευρά. Η αντίληψη αυτή πληρώθηκε αργότερα, καθώς οι έλληνες επιτελείς κατέληξαν στο λάθος συμπέρασμα ότι η ‘διά της λόγχης’ έφοδος είναι η ενδεδειγμένη τακτική σε κάθε περίπτωση».Οι συνέπειες μιας τέτοιας αντίληψης φάνηκαν στο Β’ Βαλκανικό Πόλεμο: Στις μάχες μπροστά στην πόλη του Κιλκίς και στην περιοχή του Λαχανά το καλοκαίρι του 1913, όπου ο ελληνικός στρατός επιχείρησε να καταλάβει τις οχυρωμένες θέσεις των Βουλγάρων.«Ο ελληνικός στρατός», σημειώνει ο κ. Μαργαρίτης, «θα επιχειρήσει να καταλάβει τις εχθρικές θέσεις με διαδοχικές εφόδους. Η μάχη εξελίχτηκε σε προσπάθεια συντριβής του αντιπάλου διά του όγκου, γεγονός που τη μετέτρεψε σε σφαγείο. Η βουλγαρική άμυνα κάμφθηκε, αλλά η νίκη κόστισε στον ελληνικό στρατό τρομακτικές απώλειες. Μέσα στις πρώτες τρεις ημέρες ο ελληνικός στρατός είχε περισσότερες απώλειες από όσες υπέστη συνολικά στον πολύμηνο Α’ Βαλκανικό Πόλεμο. Χιλιάδες νεκροί και τραυματίες και ανάμεσά τους έξι συνταγματάρχες. Όσοι από τους επιζώντες έγραψαν απομνημονεύματα θυμούνται τη μάχη ως επίγεια κόλαση. Στην απέναντι πλευρά οι βούλγαροι υπερασπιστές του Κιλκίς ήταν κατά βάση αγρότες, επιστρατευμένοι την τελευταία στιγμή, ελλιπώς εκπαιδευμένοι αλλά και πείσμονες πολεμιστές και υπέστησαν και αυτοί ασυνήθιστα βαριές απώλειες».

Φρίκη χωρίς τέλος

Την άνοιξη του 1912 τα βαλκανικά κράτη είχαν πετύχει απόλυτα τον πρώτο στόχο τους, που ήταν ο διαμελισμός της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ο πόλεμος όμως δεν φαινόταν να τελειώνει. Για τον κ. Μαργαρίτη αυτό συνέβη, επειδή:
1. Το εθνικό φαντασιακό, που κινούσε το καθένα από τα κράτη αυτά, έτεινε προς το άπειρο. Όλοι είχαν προσθέσει στο όνομά τους το επίθετο «μεγάλος»: Μεγάλη Ελλάδα, Μεγάλη Βουλγαρία, Μεγάλη Σερβία, ακόμη και το Μαυροβούνιο φαντασιώνεται μεγαλεία. Με λίγη καλή θέληση όλοι μπορούν να εντοπίσουν οπουδήποτε «αλύτρωτους αδερφούς». Είναι η συνταγή για πολέμους που δεν μπορούν να οδηγήσουν σε μόνιμο αποτέλεσμα. Στην ουσία το κάθε κράτος ήθελε να γίνει αυτοκρατορία στη θέση της θνήσκουσας αυτοκρατορίας. Κι αυτό συνεχίστηκε στο Β’ Βαλκανικό, μετά στον Α’ αλλά και στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
2. Ο Α’ Βαλκανικός ήταν ένας άνισος πόλεμος με πολλά διαφορετικά μέτωπα. Πολλά από τα μετέχοντα συμμαχικά κράτη είχαν ευκολότερα καθήκοντα. Το μεγάλο και κρίσιμο μέτωπο βρισκόταν στην Ανατολική Θράκη, όπου ο κύριος όγκος του οθωμανικού στρατού αντιμετώπιζε τους Βουλγάρους. Εκεί δόθηκαν σκληρές και πολύνεκρες μάχες, με αποκορύφωμα την πολιορκία της Αδριανούπολης. Εκεί εμφανίστηκαν η επιδημία χολέρας και οι τακτικές της «εθνοκάθαρσης» απέναντι στους αμάχους.
3. Το τέλος του Α’ Βαλκανικού Πολέμου βρήκε τη Βουλγαρία εξαιρετικά δυσαρεστημένη και είχε ως άμεση συνέχεια τη νέα σύρραξη τον Ιούλιο του 1913. Η Βουλγαρία κατάφερε να συνασπίσει εναντίον της όλους τους υπόλοιπους και ακολούθησε ένας σύντομος αλλά εξαιρετικά αιματηρός και καταστροφικός πόλεμος τόσο για τους στρατιωτικούς όσο και για τους αμάχους. Τίποτα δεν κρίθηκε με τη λήξη του νέου πολέμου. Κανένα από τα βαλκανικά κράτη δεν θεωρούσε τελικό το αποτέλεσμα. Παρά τη συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913 όλοι ετοιμάζονταν για την επόμενη αναμέτρηση και, το χειρότερο, μετέτρεψαν το πρόβλημά τους σε ευρωπαϊκό ζήτημα. Κάθε κράτος συντάχθηκε με μία ευρωπαϊκή δύναμη κι έτσι οι διαμάχες των Βαλκανίων έγιναν ευρωπαϊκές. Δεν είναι τυχαίο ότι μόλις έναν χρόνο αργότερα θα αρχίσει από τα Βαλκάνια ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος.