Η μηχανή του πολέμου, που άρχισε να κινείται στα Βαλκάνια το 1912, δεν επρόκειτο να σταματήσει, εάν δεν σάρωνε ολόκληρη την Ευρώπη έως τη δεκαετία του ’40, αφήνοντας πίσω της εκατομμύρια νεκρούς και διαλύοντας τρεις αυτοκρατορίες: την οθωμανική, την τσαρική και την αυστροουγγρική. Με το μεγαλοϊδεατισμό σε ρόλο επιταχυντή οι πολεμικές συγκρούσεις ακολούθησαν τη στρατηγική του ντόμινο.
Του Κωστή Κεκελιάδη
«Στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο όλοι πήγαν με ενθουσιασμό. Παρ’ όλο που οι μηχανισμοί επιστράτευσης των εφέδρων ήταν ατελείς εκείνο τον καιρό στα βαλκανικά κράτη, οι άντρες σε στρατεύσιμη ηλικία σε όλες τις χώρες των Βαλκανίων ανταποκρίνονταν μαζικά και γέμιζαν εκτός από τις τακτικές μονάδες σχηματισμούς εθελοντών. Η γοητεία του μεγαλοϊδεατισμού ήταν έντονη», λέει ο καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ Γιώργος Μαργαρίτης, ο οποίος ετοιμάζει μία νέα μελέτη για τους Βαλκανικούς Πολέμους ενόψει του 2012 και της συμπλήρωσης 100 χρόνων από την είσοδο του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη.
Με τόσους ενθουσιώδεις εφέδρους στη διάθεσή τους τα στρατιωτικά επιτελεία δεν χρειάζονταν να επεξεργάζονται πολύπλοκες τακτικές ούτε «χειρουργικά χτυπήματα» από απόσταση ασφαλείας. Την έκβαση της μάχης καθόριζαν ο όγκος των στρατευμάτων, ο ρυθμός των εφόδων με εφ’ όπλου λόγχη, ο καιρός και η τύχη. «Οι βολές του πεζικού, ειδικά στον οθωμανικό στρατό, ήταν εντυπωσιακά άστοχες. Ξόδευαν πολλά πυρομαχικά πυροβολώντας με χαρά στον αέρα, σε κάθε επιτυχία, αλλά ήταν δύσκολο να πετύχουν τον αντίπαλο», λέει ο κ. Μαργαρίτης, που μεταξύ άλλων ανατρέχει σε πηγές όπως απομνημονεύματα γιατρών, αρχεία του Ερυθρού Σταυρού και στρατιωτικών νοσοκομείων.Στο ελληνικό μέτωπο η συγκυρία στάθηκε ευνοϊκή: Το εμπειροπόλεμο τουρκικό σώμα στρατού της Δαμασκού, που προβλεπόταν να μετακινηθεί απέναντι στον ελληνικό στρατό, έμεινε καθηλωμένο στη Μέση Ανατολή λόγω του ιταλο-οθωμανικού πολέμου.
Έτσι απέναντι στα ελληνικά στρατεύματα που προέλαυναν στη Μακεδονία και στις 26 Οκτωβρίου του 1912 έφτασαν στη Θεσσαλονίκη βρέθηκαν να πολεμούν ολιγάριθμα τουρκικά στρατεύματα, φρουρές, που έδιναν μάχες καθυστέρησης και οπισθοφυλακής: «Στο ελληνικό μέτωπο οι οθωμανοί στρατιώτες προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τον αντίπαλο με φραγμό πυρός. Για να κρατήσουν τον εχθρό μακριά, έριχναν από μεγάλη απόσταση όσα πυρομαχικά διέθεταν και μετά απλά υποχωρούσαν. Στο κατόπι τους οι Έλληνες λόγω της αριθμητικής υπεροχής τους προτιμούσαν τις μαζικές εφόδους με τη λόγχη. Η ελλιπέστατη εκπαίδευση των οθωμανών στρατιωτών δεν επέτρεπε οργανωμένα σε ομοβροντίες πυρά και πειθαρχία πυρός. Οι απώλειες έτσι των επιτιθεμένων ήταν μικρές σε όλη αυτήν την πρώτη φάση της ελληνικής προέλασης προς τη Θεσσαλονίκη και ο πόλεμος θεωρήθηκε εύκολη υπόθεση από την ελληνική πλευρά. Η αντίληψη αυτή πληρώθηκε αργότερα, καθώς οι έλληνες επιτελείς κατέληξαν στο λάθος συμπέρασμα ότι η ‘διά της λόγχης’ έφοδος είναι η ενδεδειγμένη τακτική σε κάθε περίπτωση».Οι συνέπειες μιας τέτοιας αντίληψης φάνηκαν στο Β’ Βαλκανικό Πόλεμο: Στις μάχες μπροστά στην πόλη του Κιλκίς και στην περιοχή του Λαχανά το καλοκαίρι του 1913, όπου ο ελληνικός στρατός επιχείρησε να καταλάβει τις οχυρωμένες θέσεις των Βουλγάρων.«Ο ελληνικός στρατός», σημειώνει ο κ. Μαργαρίτης, «θα επιχειρήσει να καταλάβει τις εχθρικές θέσεις με διαδοχικές εφόδους. Η μάχη εξελίχτηκε σε προσπάθεια συντριβής του αντιπάλου διά του όγκου, γεγονός που τη μετέτρεψε σε σφαγείο. Η βουλγαρική άμυνα κάμφθηκε, αλλά η νίκη κόστισε στον ελληνικό στρατό τρομακτικές απώλειες. Μέσα στις πρώτες τρεις ημέρες ο ελληνικός στρατός είχε περισσότερες απώλειες από όσες υπέστη συνολικά στον πολύμηνο Α’ Βαλκανικό Πόλεμο. Χιλιάδες νεκροί και τραυματίες και ανάμεσά τους έξι συνταγματάρχες. Όσοι από τους επιζώντες έγραψαν απομνημονεύματα θυμούνται τη μάχη ως επίγεια κόλαση. Στην απέναντι πλευρά οι βούλγαροι υπερασπιστές του Κιλκίς ήταν κατά βάση αγρότες, επιστρατευμένοι την τελευταία στιγμή, ελλιπώς εκπαιδευμένοι αλλά και πείσμονες πολεμιστές και υπέστησαν και αυτοί ασυνήθιστα βαριές απώλειες».
Φρίκη χωρίς τέλος
Την άνοιξη του 1912 τα βαλκανικά κράτη είχαν πετύχει απόλυτα τον πρώτο στόχο τους, που ήταν ο διαμελισμός της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ο πόλεμος όμως δεν φαινόταν να τελειώνει. Για τον κ. Μαργαρίτη αυτό συνέβη, επειδή:
1. Το εθνικό φαντασιακό, που κινούσε το καθένα από τα κράτη αυτά, έτεινε προς το άπειρο. Όλοι είχαν προσθέσει στο όνομά τους το επίθετο «μεγάλος»: Μεγάλη Ελλάδα, Μεγάλη Βουλγαρία, Μεγάλη Σερβία, ακόμη και το Μαυροβούνιο φαντασιώνεται μεγαλεία. Με λίγη καλή θέληση όλοι μπορούν να εντοπίσουν οπουδήποτε «αλύτρωτους αδερφούς». Είναι η συνταγή για πολέμους που δεν μπορούν να οδηγήσουν σε μόνιμο αποτέλεσμα. Στην ουσία το κάθε κράτος ήθελε να γίνει αυτοκρατορία στη θέση της θνήσκουσας αυτοκρατορίας. Κι αυτό συνεχίστηκε στο Β’ Βαλκανικό, μετά στον Α’ αλλά και στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
2. Ο Α’ Βαλκανικός ήταν ένας άνισος πόλεμος με πολλά διαφορετικά μέτωπα. Πολλά από τα μετέχοντα συμμαχικά κράτη είχαν ευκολότερα καθήκοντα. Το μεγάλο και κρίσιμο μέτωπο βρισκόταν στην Ανατολική Θράκη, όπου ο κύριος όγκος του οθωμανικού στρατού αντιμετώπιζε τους Βουλγάρους. Εκεί δόθηκαν σκληρές και πολύνεκρες μάχες, με αποκορύφωμα την πολιορκία της Αδριανούπολης. Εκεί εμφανίστηκαν η επιδημία χολέρας και οι τακτικές της «εθνοκάθαρσης» απέναντι στους αμάχους.
3. Το τέλος του Α’ Βαλκανικού Πολέμου βρήκε τη Βουλγαρία εξαιρετικά δυσαρεστημένη και είχε ως άμεση συνέχεια τη νέα σύρραξη τον Ιούλιο του 1913. Η Βουλγαρία κατάφερε να συνασπίσει εναντίον της όλους τους υπόλοιπους και ακολούθησε ένας σύντομος αλλά εξαιρετικά αιματηρός και καταστροφικός πόλεμος τόσο για τους στρατιωτικούς όσο και για τους αμάχους. Τίποτα δεν κρίθηκε με τη λήξη του νέου πολέμου. Κανένα από τα βαλκανικά κράτη δεν θεωρούσε τελικό το αποτέλεσμα. Παρά τη συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913 όλοι ετοιμάζονταν για την επόμενη αναμέτρηση και, το χειρότερο, μετέτρεψαν το πρόβλημά τους σε ευρωπαϊκό ζήτημα. Κάθε κράτος συντάχθηκε με μία ευρωπαϊκή δύναμη κι έτσι οι διαμάχες των Βαλκανίων έγιναν ευρωπαϊκές. Δεν είναι τυχαίο ότι μόλις έναν χρόνο αργότερα θα αρχίσει από τα Βαλκάνια ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος.