Το σημείο καμπής στις ολονύχτιες διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία αναφορικά με το ελληνικό ζήτημα στο Eurogroup, ήταν φυσικά το ύψος του «κουρέματος» του ελληνικού χρέους.
Από τη στιγμή που η έκθεση της τρόικας έδειχνε ουσιαστικά στην κατεύθυνση της μη βιωσιμότητας του χρέους για το 2020, προσδιορίζοντάς το για τα επίπεδα του 129% του ΑΕΠ, 9% περισσότερο από όσο το επιθυμούσε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, προκειμένου να ανάψει η Γερμανία το «πράσινο φως» για τη συνέχιση της οικονομικής βοήθειας προς την Ελλάδα, τα φώτα στράφηκαν στον ιδιωτικό τομέα.
Οι ιδιώτες κάτοχοι ελληνικών ομολόγων, οι οποίοι είχαν πιεστεί από τη συμφωνία της 27ης Οκτωβρίου και μετά, να δεχτούν να υποστούν απώλειες 50% στα δυνητικά μελλοντικά κέρδη τους, μέσω απομείωσης του ελληνικού χρέους, υποχρεώθηκαν σε… κάτι παραπάνω.
Έτσι, το «κούρεμα» που ανακοινώθηκε επίσημα έφτασε στο ύψος του 53,5%, με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να έχει κεντρικό ρόλο στην αίσια έκβαση των διαπραγματεύσεων, καθώς θα συνεισφέρει μέσω των holdings των κεντρικών τραπεζών για τη μείωση του ελληνικού ΑΕΠ μέχρι το 2020, κατά 1,8%.
Η παρέμβαση αυτή, σε συνδυασμό με την αναδρομική μείωση του επιτοκίου των ελληνικών δανείων σε ποσοστό 1,5%, είχε καθοριστική σημασία, καθώς εκ των πραγμάτων κατέστησε το ελληνικό χρέος «βιώσιμο», με φόντο τον στόχο του 120% και λίγο παραπάνω, το 2020.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου IIF, που είχε και την ευθύνη του PSI για τον ιδιωτικό τομέα, το “κούρεμα” του ελληνικού χρέους κατά 53,5%, αντιστοιχεί σε 107 δισεκατομμύρια ευρώ.