ΜΑΝΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ
Αν αρχίσουμε να ξεδιπλώνουμε προς τα πίσω, το κουβάρι της εθνικής μνήμης, αναπόφευκτα θα σταματήσουμε… απότομα στο Πολυτεχνείο. Ως ιστορικό γεγονός, ως συγκινησιακή θυσία, ως σημείο αναφοράς για την απαρχή μιας νέας πολιτικής περιόδου, που βαφτίστηκε Μεταπολίτευση.
Κυρίως όμως, επειδή το Πολυτεχνείο παρέδωσε στο εθνικό μέλλον, έναν ενοχικό επίγονο: Τη Γενιά του. Τη Γενιά του Πολυτεχνείου, που διακήρυξε την αλλαγή της Ελλάδας, τον εκσυγχρονισμό μιας χώρας που έρχεται από πολύ μακριά, και πηγαίνει ακόμη πιο μακριά, για να καταλήξει τελικά, στις μέρες μας, κάτω από το βάρος της εθνικής συρρίκνωσης, να περνάει στην Ιστορία ως η Γενιά που σταμάτησε την πρόοδο.
Δηλαδή, ως η Γενιά που αποτέλεσε τη λάθος εξαίρεση στον κανόνα ο οποίος θέλει κάθε γενιά να λειτουργεί δημιουργικά, προς όφελος εκείνων που έρχονται. Προς όφελος του μέλλοντος. Επενδύοντας στη διαρκή πρόοδο. Ενδεχομένως επανακαλύπτοντάς την. Όχι βάζοντας φαρδιά-πλατιά την υπογραφή της κάτω από τη ληξιαρχική πράξη αναίρεσής της.
Ίσως αυτή να είναι και η πιο βαριά, αρνητική κληρονομιά της Γενιάς του Πολυτεχνείου: Η αναίρεση της προόδου. Το φρενάρισμα του αυτονόητου δικαιώματος κάθε κοινωνίας, κάθε ατόμου χωριστά, να διεκδικεί ένα καλύτερο μέλλον. Να το ονειρεύεται, έστω κι αν δεν το ζήσει ποτέ.
Τα όνειρα άλλωστε, δεν φορολογούνται. Ούτε καν επί Μνημονίου. Που αποτελεί και το επιχειρησιακό αποτύπωμα των πεπραγμένων της Γενιάς του Πολυτεχνείου στην εθνική αφήγηση.
Μια Γενιά που αδίκησε τις προδιαγραφές της. Επειδή επέτρεψε να εκπροσωπηθεί, όχι από εκείνους που πίστεψαν στα οράματα του Πολυτεχνείου, αλλά κυρίως από όσους έβλεπαν πίσω από κάθε τέτοια θυσία, το όχημα για την προσωπική ανέλιξή τους. Σε βάρος της Γενιάς τους. Σε βάρος της Ελλάδας. Σε βάρος του μέλλοντός μας.