Οι εξηγήσεις των ηγετικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ στα Μ.Μ.Ε., σχετικά με το τι επιδιώκει ο πολιτικός σχηματισμός τον οποίο εκπροσωπούν, δείχνουν ότι δεν έχουν ιδιαίτερη αίσθηση των συνεπειών της υλοποίησης των σκέψεών τους πάνω στην πραγματική οικονομία.
Η δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης -κεντρικό στοιχείο για τη σωστή λειτουργία της οικονομίας- είναι έννοια παντελώς απούσα από το επικοινωνιακά συνθηματολογικό λεξιλόγιό τους.
Οι συνέπειες πολιτικών αναγγελιών πάνω στη λειτουργία των τραπεζών στις καταθέσεις, στις κινήσεις των κεφαλαίων και στη ρευστότητα, είναι καθοριστικές για την ομαλή λειτουργία της οικονομίας.
Βρίσκονται σε προεκλογικό κλίμα συνεχίζοντας να επικοινωνούν με επαναληπτικό τρόπο και με επιμονή προς τους ψηφοφόρους, αυτό το οποίο έδειχναν προεκλογικά οι δημοσκοπήσεις, δηλαδή ότι το 24%-25% της κοινής γνώμης θέλει κυβέρνηση συνεργασίας αριστερών κομμάτων.
Εξακολουθούν να βρίσκονται συνειδητά ή όχι, ακόμα αρκετά μακριά από τη νοοτροπία της ανάληψης ευθυνών. Η προσγείωση στην πραγματικότητα, δηλαδή η απόσταση υποσχέσεων-πράξεων, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί προοδευτικά και με ομαλό τρόπο.
Βέβαια, έχουν γίνει κάποια βήματα προς τον επιθυμητό στόχο, ο οποίος δεν είναι άλλος από την πρόοδο στην απαραίτητη διαδικασία για την εκπόνηση κάποιου εθνικού σχεδίου, για τη σωτηρία της χώρας, αποτέλεσμα κάποιας πολιτικής συνεννόησης.
Σ΄ αυτή λοιπόν την κατεύθυνση, πληροφορηθήκαμε από τον κ. Παπαδημούλη στη χθεσινοβραδινή εκπομπή του ALPHA ότι μετά την καταγγελία του μνημονίου, «έρχεται η επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου», την οποία επαναδιαπραγμάτευση ζητάει εδώ και δύο χρόνια η Νέα Δημοκρατία και την οποία προεκλογικά άρχισε να επιδιώκει και το ΠΑΣΟΚ.
Με οδηγό την κοινή λογική και συνθετικό πνεύμα, κατά τη διάρκεια αυτής της εκπομπής, ο καθηγητής Οικονομικών κ. Πετράκης, πρότεινε στον κ. Παπαδημούλη να λάβει υπόψη του την παλαιά πρόταση του Α. Σαμαρά για έκδοση ευρωομολόγου, την πρόταση του Ε. Βενιζέλου για επιμήκυνση της περιόδου προσαρμογής και μαζί με την ΔΗΜΑΡ να προσπαθήσει να επαναδιαπραγματευθεί το περιεχόμενο του υπάρχοντος μνημονίου.
Οι θέσεις του κ. Δραγασάκη στο χθεσινό δελτίο ειδήσεων της κας Στάη, σχετικά με το χρέος, παρουσιάζουν ενδιαφέρον και δείχνει ότι έχει μια ολοκληρωμένη αντίληψη, στη σχέση του χρέους με την ανάπτυξη και για τα τεκταινόμενα στη διεθνή οικονομία, για τις μελλοντικές εξελίξεις στην ευρωζώνη, με την έκδοση ευρωομολόγων και τις διεθνείς και ευρωπαϊκές πιέσεις προς την κα Μέρκελ για χαλάρωση της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής.
Τι είπε ο κ. Δραγασάκης;
Αφήνοντας κατά μέρος την πρόταση για δημιουργία Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου για τον υπολογισμό του επαχθούς χρέους και κατά συνέπεια για ένα καινούργιο κούρεμα, ο κ. Δραγασάκης υποστήριξε ότι θα ζητήσει τριετή αναστολή για την καταβολή των τόκων, εξοικονομώντας πόρους –κατά τους υπολογισμούς μας της τάξης των 36-38 δις. οι οποίοι θα στηρίξουν την ανάπτυξη.
Θεωρητικά, εάν ήταν δυνατόν να επιτευχθεί αυτή η διοχέτευση πόρων και ρευστότητας στην οικονομία, θα ήταν μια μεγάλη βοήθεια για την ανάπτυξη, εάν παράλληλα συνοδευόταν από διαρθρωτικές αλλαγές, σοβαρή βελτίωση στη λειτουργία του κράτους και ορθολογική εξυγίανση των δημοσιονομικών.
Πρακτικά όμως, αυτός ο στόχος είναι ανέφικτος. Σε συνέχεια των δηλώσεων της κας Μέρκελ και του κ. Σόιμπλε, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η ΕΚΤ, τόνισαν με έμφαση, ότι η Ελλάδα θα πρέπει να τηρήσει τα συμφωνημένα. Η εμπειρία την οποία απέκτησε ο κ. Βενιζέλος, τον Σεπτέμβριο του 2011, είναι ακόμα νωπή και θα μπορούσε να έχει διδακτικό χαρακτήρα.
Ποιος λοιπόν μπορεί να είναι ένας εφικτός στόχος, ώστε να περιορισθεί η ύφεση, να συγκρατηθεί ένα μίνιμουμ συνοχής στην κοινωνία και να μην καταρρεύσουμε ως χώρα;
Η ουσία της διαπραγμάτευσης με τους εταίρους έγκειται πλέον στη δημοσιονομική εξυγίανση και στη σχέση δημοσιονομικής εξυγίανσης-διαρθρωτικές αλλαγές.
Η επίτευξη του στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος 4,5% σε σχέση με το ΑΕΠ το 2003, από πρωτογενές έλλειμμα -1% το 2012, αποτελεί απλή άσκηση επί χάρτου από την πλευρά της τρόικα και αποτελεί πρακτικά εντελώς ανέφικτο στόχο.
Επίσης, θα πρέπει να θεωρείται μη επιθυμητός στόχος από την οπτική γωνία της ανάπτυξης, οποιοδήποτε πρωτογενές πλεόνασμα μεγαλύτερο του 2%-2,5% του ΑΕΠ.
Άρα, ένας ρεαλιστικός στόχος προς διαπραγμάτευση, είναι η συνέχιση της δημοσιονομικής εξυγίανσης για το 2012 –με στόχο τη μείωσή του στο -1% του ΑΕΠ- και η προσπάθεια χρονικής μετακύλυσης και μείωσης των μέτρων των 11,5 δις. του Ιουνίου, τα οποία στοχεύουν στη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων 4,5% για το 2013 και 2014.
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι τυχόν προσπάθειες επίτευξης αυτών των στόχων δημιουργούν σοβαρές προϋποθέσεις ενταφιασμού της προοπτικής για ανάπτυξη στην Ελλάδα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει στα χέρια του τη μεγαλύτερη πρόκληση από το τέλος της μεταπολιτευτικής περιόδου της Ελλάδας. Να αποβάλλει από την πολιτική ζωή τον λαϊκισμό, ο οποίος κυριάρχησε τα τελευταία τριάντα χρόνια και να συνδράμει στον εκσυγχρονισμό και εξευρωπαϊσμό της χώρας με τη διάχυση υπευθυνότητας και σοβαρότητας στη διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων.
Το 1981 είχε δοθεί ευκαιρία στον Ανδρέα Παπανδρέου να μεταρρυθμίσει και να εξευρωπαΐσει την Ελλάδα. Ο τότε Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ έκανε ακριβώς τα αντίθετα. Διόγκωσε τον κρατισμό και βοήθησε με το μανδύα του εκδημοκρατισμού να οξυνθεί δυναμωμένος ο κατακερματισμός της ελληνικής κοινωνίας, με διάχυση της διαφθοράς και χωρίς αξιοκρατία και δικαιοσύνη.
Τώρα πληρώνουμε τις τότε επιλογές για τις διαμορφωθείσες νοοτροπίες και συμπεριφορές.
Η έξυπνη τακτική –είπε ό,τι ήθελε να ακούσει ο ψηφοφόρος, στον οποίον απευθυνόταν- και η προσωπική ακτινοβολία του κ. Τσίπρα, τον βοήθησαν να ελκύσει την ψήφο των πολιτών και να αναδειχθεί σε κεντρικό πρόσωπο της πολιτικής σκηνής.
Εάν δείξει την απαιτούμενη σύνεση, έχει μεγάλες πιθανότητες λόγω των διεθνών συνθηκών, να κερδίσει για λογαριασμό της Ελλάδας καλύτερους όρους σε σχέση με το υπάρχον μνημόνιο, δίνοντας ανάσα στη χώρα.
Το ερώτημα το οποίο προκύπτει, είναι εάν έχει το επίπεδο αρχών και την αυτοπεποίθηση, ώστε να υπερνικήσει τις αμφιβολίες του και το φόβο του, μήπως «καεί», δεδομένου ότι τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων θα είναι αρκετά μακριά από τις υποσχέσεις και τις προσδοκίες που είχε προσφέρει στους ψηφοφόρους του. Εάν έχει το σθένος, μπορεί να βοηθήσει ώστε η Ελλάδα να απομακρυνθεί από τη νοοτροπία «ας βοηθήσει ο Θεός της Ελλάδος» και να πλησιάσει περισσότερο την ευρωπαϊκή νοοτροπία «συν Αθηνά και χείρα κίνει».
Ο φόβος και οι αμφιβολίες θα τον οδηγήσουν σε μικροπολιτικά παιχνίδια, για να κερδίσει χρόνο.
Οι επόμενες μέρες ενδεχομένως να δώσουν μερική απάντηση σ΄ αυτό το ερώτημα.
Χωρίς να θέλουμε να συντηρούμε αυταπάτες, ας διατηρήσουμε όμως ένα κλίμα αισιοδοξίας με πολλές ελπίδες. Εξάλλου, Ορθόδοξοι Χριστιανοί είμαστε, ελπίζοντας στο θαύμα του Θεού των Ελλήνων.