Τετάρτη 4 Απριλίου 2012

Βασίλης Λέκκας: "ασυμβίβαστος καλλιτέχνης, ενεργός πολίτης"

Συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή
  Ο Βασίλης Λέκκας δίνει συναυλίες σε όλη την Ελλάδα, συνοδευόμενος από τη Βίβιαν Ντάγκλας και την «ορχήστρα των Ωδών», τιμώντας κορυφαίους Έλληνες συνθέτες. Μέρος από τα έσοδα των συναυλιών θα διατεθεί στην ΜΚΟ «ΚΛΙΜΑΞ», που στηρίζει τους άστεγους. Με αφορμή τη συναυλία στη Βέροια, το Σάββατο 7 Απριλίου, στο Χώρο Τεχνών, με συμμετοχή της Παιδικής Χορωδίας και της Μικτής Χορωδίας Ενηλίκων της ΚΕΠΑ, δόθηκε από τον ερμηνευτή για την εφημερίδα «Επίκαιρα» της Κεντρικής Μακεδονίας η παρακάτω τηλεφωνική συνέντευξη.


   Ο Βασίλης Λέκκας, παρών στα Ελληνικά πολιτιστικά δρώμενα από το ’79, που ξεκίνησε  η συνεργασία του με το Μάνο Χατζιδάκι, συνεχίζει να διαγράφει την καλλιτεχνική του τροχιά χωρίς συμβιβασμούς, με πάθος, συνέπεια και αγωνιστικότητα. Απέδειξε μέσα στο χρόνο ότι τιμά όχι μόνο το ρόλο του ως καλλιτέχνη αλλά και το ρόλο του ως πολίτη, μέσα στη σημερινή εφιαλτική πραγματικότητα.

   Οι συναυλίες σας παρουσιάζουν πάντα έντονο καλλιτεχνικό ενδιαφέρον. Αυτήν τη φορά το ενδιαφέρον το ενισχύει και ο κοινωνικός σας στόχος να στηρίξετε με τις συναυλίες σας τους άστεγους. Μήπως όμως παράλληλος στόχος είναι και η αφύπνιση του κόσμου; Γιατί, όπως είπατε πρόσφατα «το τραγούδι είναι αντιεξουσιαστικό, ενώνει, βγάζει τους ανθρώπους στο δρόμο, τους κάνει να αντιμετωπίζουν τα προβλήματά τους».

   Σαφώς υπάρχει και αυτός ο στόχος. Πρέπει να αντιληφθούμε την περιρέουσα ατμόσφαιρα και να δούμε τι μπορεί να προσφέρει ο καλλιτέχνης μέσα από την Τέχνη του. Στοχεύουμε και στα δύο και στη βοήθεια και στην αφύπνιση. Άλλωστε αυτό φαντάζομαι ότι γίνεται ανά τους αιώνες μέσα από την Τέχνη. Τώρα εδώ στην προκειμένη περίπτωση, στις συναυλίες μας που έχουν τον τίτλο «Μυθολογία», μας κατευθύνει και το ρεπερτόριο, ένα υλικό μελοποιημένο από τεράστιες προσωπικότητες. Φαντάζομαι ότι αυτό αποτελεί κίνητρο, για να έρθει περισσότερος κόσμος και μ’ αυτόν τον τρόπο να γίνει μεγαλύτερη και άμεση η βοήθεια προς τους αστέγους.

   Ας πάμε σε βάθος χρόνου. Το ’79 ξεκινάτε τη συνεργασία σας με τον Χατζιδάκι. Πόσο η δεκάχρονη αυτή συνεργασία «σφράγισε» τον άνθρωπο Λέκκα και κυρίως τον καλλιτέχνη; Και κάτι ακόμη, στάθηκε η ταύτιση του Λέκκα με το Χατζιδάκι ανασταλτική στη μετέπειτα πορεία του;

   Χάρη στο Χατζιδάκι πορεύτηκα όλα αυτά τα χρόνια με την αίσθηση μιας μεγάλης κληρονομιάς και μιας ευκαιρίας να επικοινωνήσω με το χώρο όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και με τον οικουμενικό, τον παγκόσμιο χώρο της μουσικής. Να συνεργαστώ έμμεσα ή άμεσα με πρόσωπα τα οποία ανήκουν στην τεράστια μουσική οικογένεια και να νιώσω κι εγώ ότι είμαι μέλος της. Αυτήν την ευκαιρία μου την έδωσε το ξεκίνημά μου με το Χατζιδάκι, τον άνθρωπο με την τεράστια προσωπικότητα, την τεράστια προσφορά, όχι μόνο στον ελληνικό χώρο αλλά και στον παγκόσμιο. Έτσι λοιπόν, η συνεργασία μου με το Χατζιδάκι όχι μόνο δεν αποτέλεσε ανασταλτικό στοιχείο-με την έννοια της ταύτισης- στη μετέπειτα πορεία μου αλλά αντίθετα μια πολύ μεγάλη εύνοια.

   Στη συνέχεια ακολούθησε η συνεργασία με το Θεοδωράκη. Τον χαρακτηρίσατε Διόνυσο και τον Χατζιδάκι Απόλλωνα. Πόσο τυχερός νιώθετε που αγγίξατε και τους δύο αυτούς πόλους του ελληνικού τραγουδιού;

   Αυτοί οι άνθρωποι είναι πια η οικογένειά μου. Νομίζω πως όταν ανοίξεις έναν κρίκο μια τέτοιας οικογένειας, θα συναντήσεις και τα υπόλοιπα μέλη. Κάπως έτσι αισθάνθηκα, κάπως έτσι είναι και κάπως έτσι επέμενα κι εγώ με τον τρόπο μου να είμαι παρών και να προσπαθώ να παραμείνω εκεί, σ’ αυτήν την οικογένεια. Δεν είναι εύκολο, γιατί οι «σειρήνες», στο χώρο που λέγεται τραγούδι, είναι διάχυτες και θα μπορούσε κάποιος να πει «δεν πάτησες εκεί, που έπρεπε να πατήσεις». Το προσπαθώ επίμονα αυτό. Υπάρχει ένα μεγάλο μέρος του κοινού, που μέσα σ’ αυτό το ποιοτικό τραγούδι οργανώνει τη συνείδησή του. Έτσι, μ’ αυτήν την έννοια, το έχω ανάγκη κι εγώ.

   Πέρα από μεγάλους συνθέτες τραγουδήσατε και σπουδαίους Έλληνες ποιητές!
Στην εποχή μας όλα πλαστικοποιήθηκαν. Πλαστικές ιδέες, πλαστικές σημαίες, πλαστικά τραγούδια… Πόσο αυτή η αναφορά που κάνετε στην αυθεντική ελληνική μουσική, στην ελληνική ποίηση, έχει απήχηση στον κόσμο; Πόσο ο κόσμος ανταποκρίνεται;

   Σαφέστατα ανταποκρίνεται και μάλιστα αυτό το αποδεικνύει η διάρκεια που παραμένει μέσα στο χώρο της μουσικής. Ξέρετε σήμερα είναι μια πολύ σημαντική μέρα για μένα. Πριν από τριάντα δύο χρόνια, στις 2 Απριλίου, έκανα την πρώτη μου συναυλία με το Χατζιδάκι στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Ανακαλύπτω ότι μέσα σ’ αυτά τα τριάντα δύο χρόνια όχι μόνο υπάρχει, αλλά ανανεώνεται και ενισχύεται –μέσα από την πορεία μου, μέσα από το ρεπερτόριό μου- η άρρηκτη   επαφή μου με το κοινό. Αυτό αποδεικνύεται μέσα από τις συναυλίες. Ξεκινήσαμε αυτές τις παραστάσεις της «Μυθολογίας» από τη Λάρισα και τη Σύρο. Θα συνεχίσουμε στα Γιαννιτσά και στη Βέροια, θα πάμε στις Σέρρες. Μέχρι τώρα βλέπω μόνο την κατάνυξη στα πρόσωπα των ακροατών, βλέπω τη συγκίνηση. Πήγα πρόσφατα κι έπαιξα ένα αντίστοιχο σχεδόν πρόγραμμα στη ομογένεια της Αμερικής και της Γερμανίας. Βρήκα ακριβώς την ίδια ανταπόκριση.
   Να προσθέσω και κάτι το οποίο με συγκινεί ιδιαίτερα. Πρόκειται για τις προτάσεις που κάνουμε στις χορωδίες των πόλεων, όπου θα παίξουμε. Βλέπω με πόση χαρά έρχονται οι χορωδίες, για να συμμετάσχουν στις συναυλίες μας. Αυτό βέβαια αποδεικνύει την αγάπη τους στη μουσική αλλά και την ανταπόκρισή τους στην καλλιτεχνική μας πρόταση. Έτσι τουλάχιστον την εισπράττω. Είναι μεγάλη χαρά να συμμετέχουν στις συναυλίες μας παιδικές χορωδίες, μικτές χορωδίες, όπως θα γίνει και στην πόλη σας. Μεγάλη χαρά!

   Πολλοί βλέπουν στην ερμηνεία των τραγουδιών σας μια έντονη θεατρικότητα, που ξαφνιάζει. Είναι συνέπεια παλιότερης ενασχόλησής σας με το θέατρο ή συνειδητή ερμηνευτική επιλογή;              

   Όχι, έχει να κάνει καθαρά με μια προσωπική δόνηση, έχει να κάνει με το πώς εισπράττω, το πώς θέλω να εκφέρω, το πώς αισθάνομαι το σύνολο των Τεχνών, πάνω στη σκηνή. Ο χορός, η ζωγραφική, το θέατρο και  περισσότερο  η μουσική αισθάνομαι ότι είναι όλα μαζί μέσα μου κι αναβλύζουν, δίνοντας προτεραιότητα στο φθόγγο. Νομίζω ότι και η κίνηση αλλά και μια στάση ακινησίας είναι μια θεατρική πρόταση, ένα θεατρικό στήσιμο, το οποίο όμως γίνεται μ’ έναν τρόπο τελείως προσωπικό και δεν έχει να κάνει με κάποια καθοδήγηση. Είμαι εγώ.

   Κατάγεστε από την επαρχία, από τις Σέρρες και συνεργαστήκατε με πολλούς συνθέτες της επαρχίας. Πρόσφατο παράδειγμα η πετυχημένη συνεργασία σας με το Βεροιώτη συνθέτη Σούλη Λιάκο. Πιστεύετε πως το κέντρο, η Αθήνα,  χρειάζεται την επαρχία; Μπορεί η επαρχία να το τροφοδοτήσει με νέες δυνάμεις;

   Ποτέ δεν έπαψα να το πιστεύω.  Άλλωστε γεννήθηκα στο Άνω Μητρούσι των Σερρών και μεγάλωσα στην Κουμαριά.  Πράγματι πολλοί από τους συνθέτες με τους οποίους συνεργάστηκα ήταν από την επαρχία. Ο Χατζιδάκις από την Ξάνθη, ο Θεοδωράκης, ο Μαρκόπουλος και  ο Τρανταλίδης από την Κρήτη, ο Παπαδόπουλος από την Κατερίνη, ο Σπάθας από τους Παξούς, ο Παπαδημητρίου από το Αίγιο, ο Λιάκος από τη Βέροια… Δεν εκπλήσσει το να πετύχει ένας νέος άνθρωπος από την επαρχία στην Αθήνα. Βέβαια, υπάρχουν εμπόδια αλλά, όταν υπάρχει ταλέντο, τις περισσότερες φορές επιβάλλεται.

   Κάποιοι καλλιτέχνες, όπως ο Γιώργος Νταλάρας, που βέβαια κανείς δεν αμφισβητεί την αξία του και την καλλιτεχνική του προσφορά, απογοήτευσαν πρόσφατα με τη στάση τους. Έδειξαν να συμβιβάζονται σε καιρούς πολύ δύσκολους για το λαό. Μπορεί ο καλλιτέχνης να θυσιάσει τον πολίτη στο όνομα της καριέρας του;

   Μέσα στα γεγονότα που ζούμε πρέπει να έχουμε την ευαισθησία να μπορούμε να ερμηνεύουμε μία τάση. Δεν πρέπει να είμαστε «απέναντι» σ’ ένα κοινό, που οι ανάγκες του και οι προτεραιότητές του αυτήν την εποχή είναι ταυτισμένες με την επίλυση βασικών ζωτικών προβλημάτων του. Χρειάζεται συμπαράσταση στον κόσμο κι όχι μια στάση, η οποία αποδεικνύει ότι είμαστε από την άλλη πλευρά. Πρέπει οι καλλιτέχνες να είμαστε δίπλα στο λαό και όχι απέναντί του, γιατί αλλιώς θα χαθούμε τελείως. Άλλωστε το τραγούδι πηγάζει από το λαό και αγγίζει το λαό. Δεν ξεκινά από την πλευρά της εξουσίας, του ελέγχου, των ανθρώπων που έχουν το «πάνω χέρι».

   Σε σας ο καλλιτέχνης και ο πολίτης συνυπάρχουν ισότιμα. Το αποδείξατε με τη στάση σας. Ήσασταν πάντα ξεκάθαρος σε λόγια και πράξεις. Είστε ενεργός πολίτης. Τώρα κάνετε τις συναυλίες για τους ανέργους. Τον Οκτώβρη του 2010  –πριν ακόμα ο κόσμος βγει στις πλατείες- τρέξατε έναν μοναχικό μαραθώνιο από το Μαραθώνα μέχρι την Ακρόπολη, κρατώντας ένα πανώ που έγραφε «Λαέ, πνίγεις την οργή σου». Και αναφέρομαι μόνο σε δύο παραδείγματα. Πιστεύετε πως οι πνευματικοί μας άνθρωποι δικαίωσαν τον τίτλο τους απέναντι στα σημερινά τεράστια προβλήματα του λαού;

   Εγώ είμαι ένας άνθρωπος καθημερινός. Δεν μπορώ να σηκώσω το φορτίο της λέξης «πνευματικός άνθρωπος». Κάνω αυτό που κάνω αλλά βλέπω κι αυτό που βλέπω. Κι όσα τραγικά βλέπω με αφορούν άμεσα. Με αφορά το ότι οι άνεργοι είναι τόσοι πολλοί που δεν μετριούνται. Με αφορά το ότι άλλοι τόσοι είναι έτοιμοι να χάσουν τη δουλειά τους. Με αφορά το πόσοι είναι άστεγοι και το πόσοι πρόκειται να μείνουν άστεγοι. Με αφορούν όλα αυτά σε σχέση με το σχέδιο διακυβέρνησης της χώρας. Όταν ένας άνθρωπος φτάσει στο σημείο να ζει με 400 ευρώ, από κει ξεκινά για μένα το πρόβλημα. Δεν μπορεί, ενώ έχουνε φάει τα χρήματα του ελληνικού λαού, μπροστά στα μάτια μας, τόσο κυνικά, να παριστάνουν τα θύματα αυτοί, που έχουν οδηγήσει τον κόσμο σ’ αυτήν την κατάσταση. Δεν μπορούν, ενώ τους ψήφιζε ο κόσμος τόσες δεκαετίες, σήμερα να…  τετραγωνίζουν τον κύκλο και να μου λένε ότι το σχέδιό τους είναι σχέδιο σωτηρίας, που θα οδηγήσει σε καλύτερες μέρες. Πώς θα γίνει αυτό; Χάνοντας ο κόσμος τη δουλειά του, τα σπίτια του; Διαλύοντας τον οικογενειακό ιστό, διαλύοντας την παιδεία κι ό,τι έχει σχέση με τις σπουδές των νέων  και το μέλλον τους; Στέλνοντας μετανάστες τα παιδιά μας στην Αυστραλία ή όπου αλλού;
   Ξαναζούμε εποχές φοβερής κοινωνικής αναστάτωσης. Μας οδηγούν σ’ έναν εμφύλιο αυτήν τη στιγμή. Εκεί θα μας οδηγήσει η ανεργία και η ανέχεια. Σήμερα ο άστεγος είναι της διπλανής πόρτας, δεν είναι της γειτονιάς ή της κάποιας εξαθλιωμένης παραγκούπολης. Σήμερα ο διπλανός μου είναι υποψήφιος άστεγος, όπως κι εγώ. Είναι αυτός, που τον βλέπουμε στο κέντρο της Αθήνας να φορά καθημερινά ρούχα αλλά να μην έχει σπίτι, να γυρίσει το βράδυ. Όλα αυτά τα χρέη στις τράπεζες, ρυθμίσεις που επιδεινώνουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση, η διακυβέρνηση αυτού του κράτους, που δεν έχει βάλει φυλακή κανέναν από όσους ρήμαξαν την Ελλάδα, μάς οδηγούν σε τραγικά αδιέξοδα. Ό λαός έχει πέσει από τα σύννεφα. Εκεί που είχε μια  λογική η ζωή του, εκεί που μπορούσε να ελέγχει τα χρέη του, να έχει το δούναι και λαβείν του, ξαφνικά έχει μείνει μόνο με το να δίνει. Από πού να πάρει. Η κατάσταση είναι δραματική. Μας κοροϊδεύουν. Πάρτε το θέμα των εκλογών. Προσπαθούν να καταλαγιάσει η οργή του κόσμου με την εξαγγελία εκλογών,  χωρίς να ανακοινώνουν καν την ημερομηνία τους. Οι δημοσιογράφοι παίζουν το παιχνίδι της εξουσίας, δίνοντας πιθανές ημερομηνίες και καμιά επίσημη θέση από την κυβέρνηση. Όσο κυλάει αυτό το χρονικό διάστημα, η μόνη τους έγνοια είναι να εισπράττουν, να φεύγουν τα χρήματα έξω, να τα βρίσκουν με τους δανειστές τους κι ο κόσμος εδώ να ζει με το σταγονόμετρο. Ξέρετε τι σημαίνει πέντε μήνες απεργία στη Χαλυβουργική; Πέντε μήνες! Αυτό πρέπει να καταγραφεί!
   Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως το έχουν οι νέοι. Ποιο είναι το μέλλον των 25άρηδων, που θα παίρνουν μισθό 32% μείον απ’ αυτό το 500άρικο που ισχύει μέχρι τώρα, εφόσον βέβαια δεν είναι άνεργοι! Λένε στο νέο «κοίταξε να δεις, κόψε το λαιμό σου». Του το λένε εν ψυχρώ. Ζούνε οι νέοι σ’ ένα αβέβαιο τοπίο και τους εκπλήσσει τόσο πολύ αυτή η συμπεριφορά απέναντί  τους! Αναρωτιούνται «Γιατί; Είμαστε εχθροί αυτής της κοινωνίας; Γιατί η εξουσία μας βλέπει ως εχθρούς; Πότε προλάβαμε να κάνουμε κάτι εναντίον της;». Και η γενιά των δεκάχρονων; Τι θα βρει μπροστά της; Τι θα πω στα παιδιά μου αύριο;

   Υπάρχει ελπίδα; Ο αγωνιστής πρίγκηπας Κεμάλ, στο ομώνυμο τραγούδι του Χατζιδάκι, νικιέται και το τραγούδι κλείνει με το στίχο «αυτός ο κόσμος δε θ’ αλλάξει ποτέ» Τι έχετε να πείτε στους νέους; Θ’ αλλάξει; 

   Ο επίλογος που κάνει ο Γκάτσος στο τραγούδι του Χατζιδάκι είναι για να τον εισπράξουν οι νέοι και να κάνουν μια μεγαλύτερη προσπάθεια. Είναι ένα τέχνασμα του ποιητή. Αν δεχτούμε ότι ο κόσμος δε θ’ αλλάξει ποτέ, τελειώσαμε. Ακούγοντάς το όμως, μας βάζει στη διαδικασία της αντίδρασης και της αντίστασης. Πολλές φορές, όταν τραγουδώ τον επίλογο του «Κεμάλ», βάζω ερωτηματικό. «Αυτός ο κόσμος δε θ’ αλλάξει ποτέ;» Πρέπει ν’ αλλάξει!