Η στρατηγική Σρέντερ (ατζέντα 1999-2010 ) για αύξηση της ανταγωνιστικότητας της γερμανικής οικονομίας βασίσθηκε στην βελτίωση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας και στην μείωση του εργατικού κόστους.
Η συμφωνία του καλοκαιριού του 2003 για περιορισμένες μισθολογικές αυξήσεις , η μείωση στη φορολογία των επιχειρήσεων, οι μεταρρυθμίσεις στο σύστημα υγείας και συντάξεων και η μείωση των επιδομάτων ανεργίας , έφεραν την Γερμανία στη πρωτοπορία σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας. Παράλληλα όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η παράβαση εκ μέρους της Γερμανίας του κανόνα του μικρότερου δημοσιονομικού ελλείμματος από το 3% τη βοήθησε να στηρίξει την μεγέθυνση της οικονομίας της.
Από το 2005 μέχρι το 2010 οι θέσεις εργασίας με μερική απασχόληση -κάτω των 20 ωρών εβδομαδιαίως- αυξήθηκαν κατά 3,5 εκατομμύρια, ενώ χάθηκαν ακριβώς σε αριθμό οι ίδιες θέσεις κανονικής απασχόλησης. Παράλληλα, σήμερα στη Γερμανία , υπάρχουν 1,15 εκατομμύρια κενές θέσεις εργασίας λόγω αδυναμίας εξεύρεσης των κατάλληλων ειδικοτήτων από τον αυτόχθονο πληθυσμό.
Πολλοί διεθνείς αναλυτές –κυρίως Γάλλοι – τονίζουν ότι η στρατηγική της Γερμανίας έχει ιδιαίτερο μακροπρόθεσμο στόχο ο οποίος έχει σχέση με αποφάσεις, ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι συνέπειες της σχετικά μεγαλύτερης γήρανσης του πληθυσμού της συγκριτικά κυρίως με την Γαλλία, την Μ.Βρετανία , αλλά και άλλες ανεπτυγμένες χώρες της Ευρωζώνης. Με αυτό τον τρόπο θα προστατευθεί το σύστημα κοινωνικής προστασίας . Για αυτό δε οι Γερμανικές επιχειρήσεις επενδύουν στην Γερμανία αυξάνοντας την δυναμικότητα της Γερμανικής οικονομίας. Την επόμενη δωδεκαετία η Γερμανική οικονομία θα χρειασθεί να προσελκύσει 8-10 εκατομμύρια εργαζομένων εξειδικευμένων επιστημόνων και τεχνικών από την περιφέρεια της Ευρώπης και όχι μόνον, ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες της σε ανθρώπινο δυναμικό.
Ομως , όπως σημειώνει ο Γερμανός οικονομολόγος και σύμβουλος της γερμανικής κυβέρνησης P.Bofinger « αυτές οι μεταρρυθμίσεις πέτυχαν επειδή είμαστε οι μόνοι , οι οποίοι τις κάναμε . Λόγω της πολιτικής των περιορισμένων μισθολογικών αυξήσεων η εσωτερική ζήτηση ήταν στάσιμη. Εάν όλες οι χώρες της ευρωζώνης είχαν κάνει το ίδιο, όλη η ευρωζώνη θα βρισκόταν σε στασιμότητα, την περασμένη δεκαετία » και κατά συνέπεια θα προσθέταμε θα υπέφεραν οι Γερμανικές εξαγωγές. Συνεχίζοντας αναφέρει «ότι μια ευρωζώνη με 17 Ελλάδες δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει .Δεν μπορεί να λειτουργήσει και με 17 Γερμανίες. Αντίθετα 17 Γαλλίες – η οποία έχει ένα οικονομικό μοντέλο πιο ισορροπημένο- , θα ήταν πιο ανεκτές για την λειτουργία της Ενωσης.
Η θέληση για επιβολή πολιτικών λιτότητας στην.Ευρώπη για την μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και ο περιορισμός της ζήτησης την οποία (προκαλούν)( και) θα προκαλέσουν στην Ευρωζώνη θα πρέπει να αντισταθμισθεί με μέτρα ανάπτυξης με κάτι ανάλογο με σχέδιο Μάρσαλ για τη νότια Ευρώπη.
Εξ άλλου το Γερμανικό μοντέλο της βελτίωσης της ανταγωνιστικό- τητας , μειώνοντας τη ζήτηση στο εσωτερικό της ευρωζώνης οδηγεί με μεγάλες πιθανότητες σε αδιέξοδο – η ευρωζώνη θα μοιάζει με σκύλο ο οποίος κυνηγάει την ουρά του-, διότι γιατί η κατάκτηση των αγορών των αναδυομένων χωρών είναι ιδιαίτερα αμφίβολη λόγω της δυνατότητας υποτίμησης των νομισμάτων τους έναντι του δυνατού και σταθερού ευρώ. . Μια αδυνατισμένη ευρωζώνη δεν είναι προς το συμφέρον της Γερμανίας διότι η ΕΕ εξακολουθεί να είναι η μεγάλη πηγή εξόδων της οικονομίας της.
Οι κοινωνίες και οι πολιτικές ηγεσίες της νότιας Ευρώπης αρχίζουν να ζητούν επαναπροσδιορισμό της οικονομικής πολιτικής με σαφέστερη κατεύθυνση προς την ανάπτυξη.
Για την μακροπρόθεσμη επιβίωση της ευρωζώνης απαιτείται σίγουρα μεταφορά πόρων από τον Βορρά προς το Νότο. Δεν ξέρουμε αν η «ευρωπαικίστικη» πρόταση του M.Wolf για αύξηση της ζήτησης του κέντρου μέσω αύξησης των μισθών στην Γερμανία και στους υπόλοιπες χώρες ΑΑΑ –ώστε να δουλέψει και η περιφέρεια -, θα συναντήσει ευήκοους Γερμανούς πολιτικούς και βιομήχανους.
Σίγουρα όμως η υλοποίηση ενός σχεδίου Μάρσαλ για την Ευρώπη θα μπορούσε να εξισορροπήσει μακροπρόθεσμα ανταγωνιστικότητες και ισοζύγια πληρωμών μεταξύ Βορρά και Νότου , αρκεί οι πόροι να μην διοχετευθούν μόνο στις υποδομές , αλλά και σε παραγωγικές επενδύσεις.
Σε ότι μας αφορά με την προχθεσινή συμφωνία απομακρυνθήκαμε κάπως από τον γκρεμό , κερδίζοντας χρόνο . Για να εκλείψει ο κίνδυνος και να δημιουργηθεί προοδευτικά εμπιστοσύνη , ξέρουμε πολύ καλά τι πρέπει να γίνει . Αμεσα, τουλάχιστον αυτό που δεν κάναμε τα τελευταία δύο χρόνια. Η επόμενη κυβέρνηση πρέπει να αρθρώσει καθαρό λόγο στριμώχνοντας με επιχειρήματα και ψυχραιμία τον λαικισμό – ο οποίος επιζητά την επιβίωση μέσω ανεξέλεγκτης και μόνιμης επιδότησης και επιχορήγησης- πείθοντας για την ανάγκη και την ικανότητά μας να γίνουμε παραγωγικοί και πιο δημιουργικοί φτιάχνοντας το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο .