Έχουμε ποτέ σκεφθεί με καθαρό μυαλό, πώς αισθάνεται ο Ευρωπαίος φορολογούμενος, πολίτης των χωρών-μελών της Ευρωζώνης, όταν διαβάζει στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και ακούει, ως πρώτη είδηση, στα κανάλια και τα ειδησεογραφικά πρακτορεία τη μεγάλη είδηση της ημέρας: «Η σωτηρία της Ελλάδος θα κοστίσει 350 δισεκατομμύρια ευρώ»;
Θα μου πείτε, τι φταίει ο Έλληνας φορολογούμενος. Ενδεχομένως τίποτα. Ο Ευρωπαίος όμως, χίλιες φορές τίποτε, καθόλου. Ούτε το πολιτικό σύστημα της χώρας του φταίει, ούτε η δημόσια διοίκηση, ούτε ο συνδικαλισμός.
Είναι λοιπόν ιδιαίτερα ενθαρρυντικό ότι, παρόλα αυτά, υπάρχουν φωνές στην Ευρώπη και τον κόσμο, που εκδηλώνονται υπέρ της Ελλάδος. Εξάλλου, η χώρα μας, λόγω της πολιτιστικής κληρονομιάς της, κυρίως, τη στάση της στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, αλλά και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, έτυχε πάντοτε μιας ξεχωριστής μέριμνας, ενδιαφέροντος και συμπάθειας από τους ξένους. Έτσι εξηγείται και το φιλελληνικό κίνημα, και η ατυχής έκφραση «φιλέλληνας», όπως οι Έλληνες χαρακτηρίζουν τους ξένους που λένε ότι τους συμφέρει και ότι θέλουν να ακούσουν.
Η Ελλάδα κατάφερε να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα το 1981, χωρίς να πληροί τις προϋποθέσεις, πλην αυτής της Δημοκρατίας, που απεκατέστησε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ή στη ζώνη ευρώ, 20 περίπου χρόνια αργότερα.
Ειρωνεία της τύχης είναι ότι οι χώρες που είναι περισσότερο αρνητικές στη βοήθεια της χώρας μας σήμερα, και που αμφισβητούν, εμμέσως πλην σαφώς, τη διατήρηση της στην Ευρωζώνη, είναι οι χώρες αυτές, που εντάχθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το 1994, επί ελληνικής προεδρίας. Στην Κέρκυρα επισφραγίσθηκε η Ευρώπη των 15, με την προσχώρηση της Αυστρίας, της Φιλανδίας, της Σουηδίας και της Νορβηγίας.
Τότε, Υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων ήταν ο Θόδωρος Πάγκαλος, Υφυπουργός Εξωτερικών, που διαπραγματεύετο με τις σκανδιναβικές χώρες ,ήταν ο Γιώργος Παπανδρέου και Υπουργός Τύπου και Κυβερνητικός Εκπρόσωπος ήταν ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Είναι οι ίδιοι που διαπραγματεύονται σήμερα τα μνημόνια. Δεν είναι όμως ίδιοι οι ξένοι διαπραγματευτές σήμερα. Και αυτό μπορεί και να δυσκολεύει τα πράγματα, διότι δείχνει, δίκαια ή άδικα, μια Ελλάδα συντήρησης, αντίθετα με τους εταίρους μας που όλοι και όλα έχουν αλλάξει τα τελευταία είκοσι χρόνια.
Όλα αυτά μπορεί να αλλάξουν άμεσα με εκλογές. Όσοι δεν θέλουν τις εκλογές, άθελά τους, στηρίζουν τη συντήρηση και τη στασιμότητα. Ανεξαρτήτως πολιτικών προσώπων, που μπορεί να είναι παλαιοί, αλλά παραμένουν νέοι και δυναμικοί. Μόνο μια νέα Βουλή, με φρέσκια εντολή, μετά από μια τραγική διετή διακυβέρνηση, μπορεί να φέρει νέο αίμα και να νομιμοποιήσει παλαιό, στο πολιτικό μας σύστημα.