Κυριακή 1 Απριλίου 2012

Περί ανταγωνιστικότητας…

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΠΡΑΤΣΟΣΗ κα. Λαγκάρντ δήλωσε προσφάτως, ότι ο βασικός μισθός στην Ελλάδα είναι 50% υψηλότερος απ΄αυτόν της Πορτογαλίας.
Στο Μνημόνιο II, ως χώρες αναφοράς για τους μελλοντικούς μισθούς στην Ελλάδα, σημειώνονται οι πρώην χώρες της Αν. Ευρώπης.

Στην έκθεση της ΤτΕ αναφέρεται ότι μεταξύ 2001 και 2011 η ανταγωνιστικότητα της χώρας μειώθηκε κατα 32% .Αυτή δε, οφείλεται σχεδόν κατά το ήμισυ στην αύξηση της τιμής του ευρώ και κατά το υπόλοιπο στην αύξηση του μισθολογικού κόστους. Μια επιστροφή του μισθολογικού κόστους στα επίπεδα του 2001 θα βελτίωνε το επίπεδο ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας.
Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα εάν η διαφαινόμενη και «συμφωνημένη» μείωση του μισθολογικού κόστους στην Ελλάδα είναι ενδεδειγμένη βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα της χώρας, ώστε να αυξηθούν οι εξαγωγές και να προσελκυσθούν δραστηριότητες και επενδύσεις.
Μια θεωρητική- μικροοικονομική προσέγγιση, δεδομένου ότι το μισθολογικό κόστος είναι βασικό στοιχείο στη διαμόρφωση της τιμής ,φαίνεται να δείχνει μια καταφατική απάντηση.
Παρατηρώντας όμως την οικονομική πραγματικότητα του διεθνούς εμπορίου, μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι χώρες με υψηλό μισθολογικό κόστος είναι άκρως ανταγωνιστικές (Γερμανία, Ελβετία, Ιαπωνία), χώρες με χαμηλό μισθολογικό κόστος είναι επίσης άκρως ανταγωνιστικές (Κίνα, Ινδια). Ισχύει επίσης και το αντίθετο. Δηλαδή, χώρες με χαμηλό μισθολογικό κόστος και άλλες με υψηλό μισθολογικό κόστος να μην είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστικές.
Οι εμπορικές ροές μεταξύ Γερμανίας, Ελβετίας, Ιαπωνίας από τη μία πλευρά και Κίνας, Ινδίας από την άλλη, δείχνουν ότι ανταλλάσουν διαφορετικά είδη προιόντων.Τα προιόντα τα οποία εξάγουν η Γερμανία, η Ελβετία και η Ιαπωνία προς την Κίνα και την Ινδία περιέχουν υψηλή προστιθέμενη αξία και τεχνολογία ενώ αυτά τα οποία εξάγουν η Κίνα και η Ινδία προς Γερμανία και Ελβετία περιέχουν χαμηλή προστιθέμενη αξία και χαμηλό τεχνολογικό επίπεδο.
Στο οικονομικό ένθετο της Le Monde (6/3/2012) εξηγείται το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Γερμανίας έναντι της Γαλλίας και η μεγάλη διαφορά του επιπέδου εξαγωγών μεταξύ Γερμανίας – περίπου 150δις. πλεόνασμα για το 2011 – και Γαλλίας – περίπου 55δις. ελλειμμα για το 2011-, ενώ το μισθολογικό κόστος στη βιομηχανία είναι ίδιου επιπέδου, ως αποτέλεσμα
- των υψηλότερων ποσοστών επενδύσεων στη Γερμανία
- της ορθολογικότερης συγκράτησης δραστηριοτήτων στο Γερμανικό έδαφος
- του υψηλότερου ποσοστού στην έρευνα για ανάπτυξη προιόντων στη Γερμανία.
- της καλύτερης οργάνωσης της αγοράς εργασίας και του συστήματος συνεχούς επιμόρφωσης των Γερμανών εργαζομένων
- της καλύτερης ενσωμάτωσης της παιδείας στις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας.
Άρα η ανταγωνιστικότητα είναι κυρίως συνάρτηση των εξωτερικοτήτων τις οποίες προσφέρει μια οικονομία, εξαρτάται από το τεχνολογικό-ποιοτικό επίπεδο των παραγομένων προϊόντων και από το ανάλογο επίπεδο του εργατικού δυναμικού και μόνο μερικώς εξαρτάται από τη σχέση μισθοί/παραγωγικότητα.
Για τη προσέλκυση επενδύσεων και δραστηριοτήτων και για την απαραίτητη αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας της χώρας, ο παράγων μισθολογικό κόστος είναι χαμηλής σημασίας εφ’ όσον δεν υπάρχουν οι βασικές προϋποθέσεις.
Η έλλειψη εξωτερικοτήτων (οικονομικών και κοινωνικών) είναι ο βασικός αποτρεπτικός παράγων για τη δημιουργία της δυναμικής της ανάπτυξης.
Η απίστευτη γραφειοκρατεία, η φορολογική ανασφάλεια και αυθαιρεσία, το αντιεπιχειρηματικό κλίμα το οποίο κυριαρχεί κοινωνικά, η αδιαλλαξία της συνδικαλιστικής συμπεριφοράς σε σχέση με τις ανάγκες επιβίωσης των επιχειρήσεων, η πολυνομία, η νοοτροπία του τοπικισμού, και πολλές φορές οι άνευ ουσίας προσφυγές στο Συμβούλιο Επικρατείας, η έλλειψη χρηματοδοτικών εργαλείων, η έλλειψη μίνιμουμ κοινωνικής συνεννόησης είναι παράγοντες οι οποίοι δεν δημιουργούν το απαραίτητο κλίμα εμπιστοσύνης και αποτελούν τα πραγματικά εμπόδια για την ανάπτυξη.
Στους τομείς της πράσινης ενέργειας, του τουρισμού και της γεωργίας, οι οποίοι είναι τομείς-φορείς της ανάπτυξης του μέλλοντος, τι θα προσφέρει μια μείωση του μισθολογικού κόστους, εάν δε βελτιωθούν οι οικονομικές εξωτερικότητες και δεν προκύψει ένα μινιμουμ κοινωνικής συννενόησης ώστε η Ελλάδα να είναι πιο φιλική στο επιχειρείν; Σχεδόν τίποτα.
Για την πράσινη ενέργεια είναι αυτονόητο ότι δε μπορεί να προσφέρει τίποτα μία μείωση του μισθολογικού κόστους.
Για την ανάπτυξη της γεωργίας η χρησιμοποιούμενη τεχνολογία, η ρύθμιση και οργάνωση των επί μέρους αγορών, το “συνεταιρίζεσθαι”, η παραγωγή εμπορεύσιμων προϊόντων, το μέγεθος των αγροτεμαχίων είναι τα ζητούμενα.
Όμως και για τον τουρισμό, οι εξωτερικότητες είναι το ζητούμενο. Όσο το ΠΑΜΕ, οι ιδιοκτήτες ταξί και οι εργαζόμενοι στα μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους θα υποδέχονται με το γνωστό Ελληνικό πνεύμα φιλοξενίας τους τουρίστες, όσο οι δομές υποδοχής δε λειτουργούν σωστά, όσο οι νεολαίοι θα καταστρέφουν με μανία το κέντρο της Αθήνας και αυτές οι εικόνες θα αναπαράγονται από τα διεθνή ΜΜΕ, όσο δεν ιδιωτικοποιούνται μαρίνες και περιφερειακά αεροδρόμια και δεν ανοίγει ο δρόμος σε ξένους επενδυτές ,ο τουρισμός δεν έχει περιθώρια να αναπτυχθεί στα επιθυμητά επίπεδα.
Τυχόν δε μισθολογικές μειώσεις οι οποίες ενδεχομένως να μειώσουν το επίπεδο παροχής των προσφερομένων υπηρεσιών, μπορεί να έχουν αρνητικές συνέπειες στην τουριστική φήμη της χώρας.
Βέβαια δεν πρέπει να υποτιμάται το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι ακριβή χώρα σε σχέση με το επίπεδο των παρεχομένων υπηρεσιών.
Ουσιαστικά μόνο τις εξαγωγές μπορεί να βοηθήσει άμεσα μια μείωση του μισθολογικού κόστους. Επίσης, μακροπρόθεσμα θα βοηθήσει τη “μεταποίηση” και την “εκμετάλλευση των ορυχείων” εφ’ όσον βέβαια βελτιωθεί το οικονομικό περιβάλλον.
Άρα μια εσωτερική υποτίμηση δε θα βοηθήσει τους τομείς οι οποίοι θα παροτρύνουν την ανάπτυξη.
Θα βοηθήσει όπως προαναφέρθηκε κάποιους τομείς, αλλά με αντίστοιχο κόστος, το βάθεμα της ύφεσης, τη διόγκωση της ανασφάλειας και τη διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής.
Η αποτελεσματικότητα του μέτρου της μείωσης του μισθολογικού κόστους τίθεται σε μεγάλη αμφιβολία λόγω των κινδύνων τους οποίους δημιουργεί σε σχέση με τα μικρά οφέλη τα οποία θα αποφέρει.
Η παρατήρηση της κας Κ. Λαγκάρντ έχει σχέση με μία στατική προσέγγιση της πραγματικότητας και δε λαμβάνει υπόψη της τη συγκριτικά δυναμικότερη προοπτική του Ελληνικού τουρισμού, του κλάδου της ενέργειας και τη δυναμική της Ελληνικής ναυτιλίας, για την οποία δεν έχουν γίνει στο παρελθόν πρακτικές ενέργειες για την καλύτερη ενσωμάτωση της στην Ελληνική οικονομία.
Η συσχέτιση στο μνημόνιο II του μισθολογικού κόστους της Ελλάδας με αυτό των χωρών της πρώην Αν.Ευρώπης,. δεν ανταποκρίνεται στην οικονομική πραγματικότητα και μόνο ως απειλή για το μέλλον της χώρας μπορεί να εκληφθεί. Δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, διότι το μεγάλο μέρος της πραγματικής Ελληνικής οικονομίας λειτουργεί πιο σύγχρονα , πιο οργανωμένα και πιο παραγωγικά από το αντίστοιχο των χωρών της πρώην Αν. Ευρώπης. Βέβαια κάποια τμήματα της Ελληνικής γεωργίας και της μεταποίησης έχουν παρεμφερείς δομές με τις προαναφερθείσες χώρες παρουσιάζοντας χαμηλή παραγωγικότητα λόγω του χαμηλού τεχνολογικού επιπέδου των προϊόντων τα οποία παράγουν.
Ως απειλή, ή ως ένα μελλοντικό σενάριο, εφ’ όσον δεν προωθηθούν οι διαρθρωτικές αλλαγές, οι αποκρατικοποιήσεις και εφ’ όσον δεν αναδιοργανωθεί σύντομα το κράτος ώστε να λειτουργήσει ορθολογικά. Διότι η παράταση της ύφεσης θα εγκαταστήσει στην Ελληνική οικονομία και κοινωνία τη δυσπιστία και την αμφιβολία για το μέλλον της με συνέπεια την παρατεταμένη εκροή κεφαλαίων, επιχειρήσεων και έμψυχου δυναμικού, την αποδυνάμωση της χώρας, η οποία θα την οδηγήσει σε μια μακρόχρονη στασιμότητα και απομάκρυνση από την Ευρώπη.
Ένα τέτοιο σενάριο δεν μπορεί να ταιριάξει με το μέλλον της Ελλάδας, η οποία θέλει να έχει το βλέμμα της στραμμένο και να πλησιάζει τον πυρήνα της Ευρωζώνης..
Ας ελπίσουμε ότι το “γήπεδο” του λαϊκισμού το οποίο έχει επιλεγεί ως προθέρμανση για την έναρξη του προεκλογικού αγώνα θα δώσει τη θέση του στο γήπεδο της σοβαρότητας, του καθαρού λόγου και της ανάληψης ευθυνών όσο πλησιάζει η κρίσιμη ημέρα των εκλογών.
Η επόμενη ημέρα των εκλογών θα πρέπει να βρει τη χώρα πιο αποφασισμένη και πιο αποφασιστική, δεδομένου ότι κυρίαρχο πλέον ρόλο στην πολιτική ζωή θα έχει η ΝΔ, η οποία διαθέτει συγκροτημένο, συνεκτικό πρόγραμμα με κατεύθυνση.
Γύρω από το πρόγραμμα απελευθέρωσης και αλλαγών στη λειτουργεία της οικονομίας με στοχευμένες αναπτυξιακές επιλογές απο την Ελληνική κυβέρνηση, με τις ανάλογες συμμαχίες στη Ν. Ευρώπη για μια αναπτυξιακή προοπτική, μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος της εξόδου από τη κρίση μέσω καλύτερης πολιτικής και κοινωνικής συνεννόησης.
Είναι ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης της δαμόκλειου σπάθης της διαρκούς εσωτερικής υποτίμησης και του σπιράλ της ύφεσης. Και ίσως είναι ο μόνος τρόπος με τους υπάρχοντες συσχετισμούς δυνάμεων στην Ευρώπη για μία λιγότερο άνιση διαπραγμάτευση με την Τρόικα η οποία πρέπει επιτέλους να αντιληφθεί την Ελληνική οικονομική πραγματικότητα.
Η λογική της ασφυξίας της Ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να εγκαταλείψει τη σκέψη των εταίρων μας.
Η έννοια της προσαρμογής δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατη. Θα πρέπει να περιέχει και τη διάσταση ενός προγράμματος περισσότερο προσαρμοσμένου στις ανάγκες της Ελλάδας για έξοδο από την κρίση.