Η στέβια είναι ένα φυτό που το εκχύλισμα του φύλλου της είναι έως 300 φορές πιο γλυκό από τη ζάχαρη, αλλά έχει μηδενική θερμιδική αξία και είναι κατάλληλη για διαβητικούς.
Του Κώστα Σιαμέλη
R2unit@hotmail.com
Του Κώστα Σιαμέλη
R2unit@hotmail.com
Μπορεί να αντικαταστήσει τη ζάχαρη σε κάθε είδους χρήση. Εδώ και λίγα χρόνια ορισμένοι έλληνες παραγωγοί ξεκίνησαν την περιορισμένη καλλιέργειά της. Πριν από μερικές ημέρες, στα ράφια των σούπερ μάρκετ της χώρας άρχισαν να πωλούνται και τα πρώτα βιομηχανικά προϊόντα που περιέχουν στέβια. Ο λόγος για αναψυκτικά γνωστής εγχώριας βιομηχανίας.
Χαρακτηρίζεται από πολλούς ως «το φυτό της νέας χιλιετίας» και «η ζάχαρη του μέλλοντος». Η στέβια, που κατάγεται από τη Λατινική Αμερική -συγκεκριμένα από την Παραγουάη και τη Βραζιλία-, ήταν μέχρι το 2005 παντελώς άγνωστη στη χώρα μας. Την εποχή εκείνη το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας άρχισε συστηματική επιστημονική έρευνα, την οποία και συνεχίζει σε συνεργασία με διάφορους φορείς, με σκοπό το φυτό αυτό να αποτελέσει μια νέα καλλιέργεια για τους έλληνες γεωργούς. Σύμφωνα μάλιστα με τους επιστήμονες, η στέβια μπορεί, σε βάθος χρόνου, να αποτελέσει μια εναλλακτική δυναμική καλλιέργεια για τους πρώην καπνοπαραγωγούς.
Η ελληνική βιομηχανία αναψυκτικών ΕΨΑ, με έδρα τον Βόλο, εφοδίασε πριν από λίγες ημέρες την αγορά με τα δύο καινούργια προϊόντα, τις λιγοστών θερμίδων λεμονάδες και πορτοκαλάδες με στέβια. Τα αναψυκτικά περιέχουν ανά 100 ml μόνο 2 και 9 θερμίδες αντίστοιχα. Τα αναψυκτικά ΕΨΑ λάιτ είναι αποτέλεσμα μακράς έρευνας και δοκιμών που διήρκεσαν πάνω από δύο χρόνια.
«Ήμασταν έτοιμοι εδώ και καιρό να λανσάρουμε τα συγκεκριμένα προϊόντα, κάτι που τελικά κάναμε μόλις λάβαμε την απαραίτητη έγκριση-πιστοποίηση», λέει στη «ΜτΚ» ο διευθυντής μάρκετινγκ της ΕΨΑ, Παναγιώτης Μιλής, και προσθέτει ότι «δυστυχώς, παρότι υφίσταται ελληνική παραγωγή στέβιας, δεν υπάρχει εντός συνόρων εργοστάσιο επεξεργασίας, με αποτέλεσμα να εισάγουμε από το εξωτερικό τις απαραίτητες ποσότητες. Τα νέα μας προϊόντα πάντως έτυχαν ενθουσιώδους υποδοχής από τους καταναλωτές».
Υπερτερεί της ζάχαρης και της ασπαρτάμης
Εκτιμάται πως για την κάλυψη των πρώτων αναγκών σε στέβια από τις πολυεθνικές βιομηχανίες τροφίμων θα χρειαστούν σε παγκόσμιο επίπεδο πάνω από 8 εκατομμύρια στρέμματα καλλιέργειας. Η στέβια, με τις μονάδες (εργοστάσια) εξαγωγής της γλυκαντικής ουσίας από το φυτό και τις νέες εμπορικές και εξαγωγικές υποδομές για τη διακίνησή της, θα δημιουργήσει τα επόμενα χρόνια δεκάδες χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας.
«Η καλλιέργεια της στέβιας ενδείκνυται για πολλά γεωγραφικά τμήματα της χώρας. Για παράδειγμα, οι κλιματικές συνθήκες της Κεντρικής Μακεδονίας και της Θεσσαλίας θεωρούνται ιδανικές», πιστεύει ο καθηγητής Γεωπονίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Ευάγγελος Παπαπαναγιώτου, και υπογραμμίζει ότι «τα φύλλα της περιέχουν έντονες γλυκαντικές ουσίες που, σε αντίθεση με την κοινή ζάχαρη, συστήνονται σχεδόν ανεπιφύλακτα στους ανθρώπους που πάσχουν από διαβήτη. Όσον αφορά τη χαμηλή λήψη θερμίδων από την κατανάλωσή της, η στέβια υπερτερεί σημαντικά της ασπαρτάμης, αφού η πρώτη είναι φυσικό προϊόν ενώ η δεύτερη τεχνητό-χημικό».
Σήμερα, η κύρια χρήση της στέβιας είναι η εξαγωγή από τα φύλλα της -χλωρά ή ξηρά- των φυσικών γλυκαντικών ουσιών (στεβιοσίδη, ρεμπαουδιοσίδη κ.ά.). Η στεβιοσίδη είναι μια λευκή, μικροκρυσταλλική ουσία, όπως και η κοινή ζάχαρη, αλλά με σχεδόν μηδενική θερμιδική αξία και 200-300 φορές πιο γλυκιά. Γι’ αυτό, άλλωστε και η στεβιοσίδη αναφέρεται και ως «ζάχαρη της στέβιας». Τα στελέχη και τα υπολείμματα των φύλλων, μετά την εξαγωγή της «ζάχαρης», αποτελούν ζωοτροφή. Άλλες πολύ χρήσιμες φυσικές χημικές ουσίες της στέβιας είναι οι φυτοστερόλες (με χρήση στην ιατρική), η γιββερελλίνη (φυτοορμόνη) και η χλωροφύλλη (φυσική χρωστική).
Η στέβια στις διάφορες μορφές της χρησιμοποιείται σε περισσότερες από 20 χώρες ως υποκατάστατο της ζάχαρης, ως συμπλήρωμα διατροφής και δίαιτας. Στην Ιαπωνία και σε άλλες ασιατικές χώρες γίνεται χρήση της από τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Στη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου και στην Κορέα η στεβιοσίδη καλύπτει περί το 40%-50% της αγοράς γλυκαντικών ουσιών. Η Κίνα είναι η μεγαλύτερη χώρα-παραγωγός και η Ιαπωνία η μεγαλύτερη χώρα-καταναλωτής.
Στην Κίνα, τσάι από φύλλα στέβιας συστήνεται ως ορεκτικό, ως χωνευτικό, για απώλεια βάρους, για διατήρηση της νεότητας και για μείωση της επιθυμίας για κάπνισμα και αλκοόλ. Καθημερινή κατανάλωση στέβιας κάνουν πάνω από 150 εκατομμύρια άνθρωποι σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
«Η καλλιέργεια της στέβιας ενδείκνυται για πολλά γεωγραφικά τμήματα της χώρας. Για παράδειγμα, οι κλιματικές συνθήκες της Κεντρικής Μακεδονίας και της Θεσσαλίας θεωρούνται ιδανικές», πιστεύει ο καθηγητής Γεωπονίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Ευάγγελος Παπαπαναγιώτου, και υπογραμμίζει ότι «τα φύλλα της περιέχουν έντονες γλυκαντικές ουσίες που, σε αντίθεση με την κοινή ζάχαρη, συστήνονται σχεδόν ανεπιφύλακτα στους ανθρώπους που πάσχουν από διαβήτη. Όσον αφορά τη χαμηλή λήψη θερμίδων από την κατανάλωσή της, η στέβια υπερτερεί σημαντικά της ασπαρτάμης, αφού η πρώτη είναι φυσικό προϊόν ενώ η δεύτερη τεχνητό-χημικό».
Σήμερα, η κύρια χρήση της στέβιας είναι η εξαγωγή από τα φύλλα της -χλωρά ή ξηρά- των φυσικών γλυκαντικών ουσιών (στεβιοσίδη, ρεμπαουδιοσίδη κ.ά.). Η στεβιοσίδη είναι μια λευκή, μικροκρυσταλλική ουσία, όπως και η κοινή ζάχαρη, αλλά με σχεδόν μηδενική θερμιδική αξία και 200-300 φορές πιο γλυκιά. Γι’ αυτό, άλλωστε και η στεβιοσίδη αναφέρεται και ως «ζάχαρη της στέβιας». Τα στελέχη και τα υπολείμματα των φύλλων, μετά την εξαγωγή της «ζάχαρης», αποτελούν ζωοτροφή. Άλλες πολύ χρήσιμες φυσικές χημικές ουσίες της στέβιας είναι οι φυτοστερόλες (με χρήση στην ιατρική), η γιββερελλίνη (φυτοορμόνη) και η χλωροφύλλη (φυσική χρωστική).
Η στέβια στις διάφορες μορφές της χρησιμοποιείται σε περισσότερες από 20 χώρες ως υποκατάστατο της ζάχαρης, ως συμπλήρωμα διατροφής και δίαιτας. Στην Ιαπωνία και σε άλλες ασιατικές χώρες γίνεται χρήση της από τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Στη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου και στην Κορέα η στεβιοσίδη καλύπτει περί το 40%-50% της αγοράς γλυκαντικών ουσιών. Η Κίνα είναι η μεγαλύτερη χώρα-παραγωγός και η Ιαπωνία η μεγαλύτερη χώρα-καταναλωτής.
Στην Κίνα, τσάι από φύλλα στέβιας συστήνεται ως ορεκτικό, ως χωνευτικό, για απώλεια βάρους, για διατήρηση της νεότητας και για μείωση της επιθυμίας για κάπνισμα και αλκοόλ. Καθημερινή κατανάλωση στέβιας κάνουν πάνω από 150 εκατομμύρια άνθρωποι σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Σε χρήση εδώ και μισή χιλιετία
Η στέβια (επιστημονική ονομασία: Stevia rebaudiana Bertoni) χρησιμοποιείται στη Νότια Αμερική για περισσότερα από 500 χρόνια. Στις διάφορες μορφές της -φύλλα, εκχυλίσματα, γλυκαντική ουσία- αποδίδονται πολλές βιοχημικές ιδιότητες. Η στέβια είχε πολύ σημαντικό διατροφικό, ιατρικό, θεραπευτικό και εθνοβοτανικό ρόλο στις παραδόσεις, δοξασίες και ιεροτελεστίες των ιθαγενών Γκουαρανί και άλλων τοπικών φυλών της σημερινής Παραγουάης και Βραζιλίας.
Η στέβια εντοπίστηκε από τον ελβετό βοτανολόγο-φυσιοδίφη Moises Bertoni το 1887 στα υψίπεδα της Παραγουάης, στα σύνορα με τη Βραζιλία. Εκεί, πολλά χρόνια πριν από το πρώτο ταξίδι του Κολόμβου στον Nέο Kόσμο, χρησιμοποιούνταν από τις τοπικές φυλές των Ινδιάνων ως ισχυρό γλυκαντικό, θεραπευτικό και... μαγικό βότανο.