Αδυναμία
απορρόφησης κονδυλίων ΕΣΠΑ για τη διαχείριση των οικοτόπων
Απάντηση
Κομισιόν σε Νίκο Χουντή
Η Κομισιόν αναγνωρίζει
ότι η διαχείριση των περιοχών NATURA στην Ελλάδα είναι
σε άθλια κατάσταση, απειλεί την Ελλάδα με παραπομπή στα δικαστήρια και επισημαίνει
ότι οι ελληνικές αρχές αδυνατούν να
απορροφήσουν πόρους που έχουν διατεθεί για τη διαχείριση των οικοτόπων.
Πιο συγκεκριμένα
στην ερώτηση του
ο Νίκος Χουντής έθετε υπόψη της Κομισιόν τα πορίσματα της έκθεσης της επιτροπής
«Φύση 2000» και σημειώνει ότι :
- Στην πλειοψηφία των φορέων διαχείρισης δεν εφαρμόζεται κανένα σύστημα επιστημονικής παρακολούθησης για τα είδη που απαντιούνται στην περιοχή
- Οι φορείς διαχείρισης αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα χρηματοδότησης
- Η φύλαξη των περιοχών που εποπτεύουν οι περισσότεροι φορείς είναι λίγο ή καθόλου επαρκής
- Το θεσμικό πλαίσιο είναι πεπαλαιωμένο
- Οι Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες για τις περιοχές είναι ήδη ξεπερασμένες.
Στην απάντηση
του ο αρμόδιος επίτροπος για το περιβάλλον κ.
Potocnik
δέχεται τα όσα καταγράφει η έκθεση και επισημαίνει
ότι :
«οι διαπιστώσεις της έκθεσης αποτυπώνουν
σημαντικές λειτουργικές ελλείψεις που η Επιτροπή έχει επανειλημμένα προτρέψει τις
ελληνικές αρχές να τις αντιμετωπίσουν», στη συνέχεια αναφέρει ότι : «Υποστηρίζει
τους φορείς διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών που έχουν συσταθεί στην
Ελλάδα βάσει της εθνικής νομοθεσίας, ως πολύτιμα μέσα προώθησης της
αποτελεσματικής προστασίας και διαχείρισης των περιοχών NATURA 2000” και
καταλήγει τονίζοντας ότι: «η Επιτροπή θα
εξακολουθήσει να παρακολουθεί στενά
τις προσπάθειες των αρμόδιων ελληνικών αρχών, παρέχοντας συνδρομή όπου
ενδείκνυται και εξετάζοντας
το ενδεχόμενο να κινήσει δικαστικές διαδικασίες σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με
τις διατάξεις της ενωσιακής νομοθεσίας περί προστασίας της φύσης που αφορούν τη
διαχείριση του δικτύου NATURA 2000» .
Εξάλλου
απαντώντας σε ερώτημα σχετικό με τη
χρηματοδότηση
της διαχείρισης και προστασίας των περιοχών NATURA
αποκαλύπτεται
η πολύ χαμηλή απορροφητικότητα των προγραμμάτων.
Συγκεκριμένα
ο αρμόδιος επίτροπος αναφέρει ότι
υπάρχουν ακόμα σημαντικά αδιάθετα ποσά από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Περιβάλλον» που έληξε επισήμως
το 2006 λέγοντας ότι : «το Επιχειρησιακό
Πρόγραμμα «Περιβάλλον 2000-2006» με
προϋπολογισμό περίπου 50,6 εκατ. ευρώ και απορρόφηση 40,1 εκατ. ευρώ έχει ποσοστό απορροφητικότητας 79%».
Και συνεχίζει τονίζοντας ότι «για το Επιχειρησιακό
Πρόγραμμα «Περιβάλλον και Αειφόρος Ανάπτυξη 2007-2013 με προϋπολογισμό περίπου
103,5 εκατ. ευρώ, εγκεκριμένα έργα ύψους 75,7 εκατ. ευρώ το ποσοστό απορρόφησης
είναι 12%».
Σημειώνεται ότι σε
ανάλογη ερώτηση του Νικου Χουντή ακριβώς πριν
από δυο χρόνια οι προυπολογισμοί των προγραμμάτων ήταν για το μεν Επιχειρησιακό Πρόγραμμα για το Περιβάλλον
(2000-2006) 55 εκ ευρώ, για το δε
Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Περιβάλλον και αειφόρος ανάπτυξη» (2007-2013) περίπου 180 εκατ. ευρώ γεγονός που σημαίνει
ότι έχουν περικοπεί κονδύλια από τα εν λόγω προγράμματα προφανώς λόγω χαμηλής
απορροφητικότητας.
Απάντηση του κ. Δήμα εξ ονόματος της Επιτροπής
Σύμφωνα με
το άρθρο 4 παράγραφος 4 και το άρθρο 6 παράγραφος 1 της οδηγίας 92/43/EΟΚ για
τους οικοτόπους (ενδιαιτήματα)(1)
τα κράτη μέλη οφείλουν να καθορίσουν προτεραιότητες όσον αφορά τη διατήρηση και
να θεσπίσουν τα αναγκαία μέτρα διατήρησης για τους τόπους κοινοτικής σημασίας
που έχουν εγγραφεί σε κοινοτικό κατάλογο, το αργότερο έξι έτη μετά την έκδοση
του καταλόγου. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν διαχειριστικά σχέδια, καθώς και
κανονιστικά, διοικητικά ή συμβατικά μέτρα. Ο κατάλογος που αφορά τη μεσογειακή
βιογεωγραφική περιοχή εκδόθηκε τον Ιούλιο του 2006(2). Η σύσταση διαχειριστικών φορέων για τις
προστατευόμενες περιοχές προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία της Ελλάδας
(Νόμος-πλαίσιο 1650/86). Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η
Επιτροπή, στην Ελλάδα έχουν συνολικά συσταθεί μέχρι σήμερα 27 Φορείς
Διαχείρισης (ΦΔ). Οι τοποθεσίες του δικτύου Natura 2000 (48 συνολικά) που
καλύπτονται από τους εν λόγω ΦΔ αναφέρονται στη γενική έκθεση που υπέβαλε η
χώρα σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας για τα ενδιαιτήματα κατά την περίοδο
2001-2006 και η οποία είναι διαθέσιμη στην ιστοσελίδα: Η Επιτροπή γνωρίζει τις ελλείψεις που
παρουσιάζει η λειτουργία των ΦΔ των περιοχών του δικτύου Natura 2000 στην
Ελλάδα. Υπενθυμίζει συνεχώς στις ελληνικές αρχές την ανάγκη επαρκούς σταθερής
χρηματοδότησης και τεχνικής υποστήριξης των ΦΔ, ώστε οι τελευταίοι να είναι σε
θέση να διασφαλίσουν την αποτελεσματική και ορθή διαχείριση των περιοχών του
δικτύου Natura 2000, και θα εξακολουθήσει να παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τις
καταβαλλόμενες προσπάθειες, κυρίως στο πλαίσιο των διαθέσιμων κονδυλίων των
διαρθρωτικών ταμείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού
Προγράμματος για το Περιβάλλον (2000-2006), η δημόσια δαπάνη για το Μέτρο 8.1
«Προστασία, διαχείριση βιοτόπων-οικοτόπων, προστασία ειδών, περιοχές ιδιαίτερου
φυσικού κάλλους» ανήλθε σε περίπου 55 εκατ. ευρώ. Στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος
«Περιβάλλον και αειφόρος ανάπτυξη» (2007-2013), ο άξονας προτεραιότητας 9
«Προστασία φυσικού περιβάλλοντος και βιοποικιλότητας» (με συγχρηματοδότηση από
το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης/EΤΠΑ) αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στην
εξασφάλιση ενός συνεκτικού και πλήρους συστήματος προστασίας, ώστε να μην
υποβαθμιστούν τα ενδιαιτήματα των τοποθεσιών του δικτύου Natura 2000. Ο
συνολικός προϋπολογισμός για τον άξονα αυτό είναι περίπου 180 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία που διαβίβασε το κράτος μέλος, ο
προϋπολογισμός της τρέχουσας πρόσκλησης υποβολής προτάσεων για τον συγκεκριμένο
άξονα ανέρχεται σε περίπου 79,9 εκατ. ευρώ. Δεδομένου ότι το πρόγραμμα μόλις
άρχισε, η Επιτροπή δεν είναι επί του παρόντος σε θέση να προσδιορίσει τον ρυθμό
απορρόφησης των σχετικών κονδυλίων.
Ωστόσο, η
Επιτροπή θα ήθελε να επιστήσει την προσοχή του Αξιότιμου Μέλους του
Κοινοβουλίου στο γεγονός ότι, στο πλαίσιο της επιμερισμένης διαχείρισης, τα
έργα και τα ειδικά μέτρα, πλην των μεγάλων έργων, επιλέγονται και αξιολογούνται
από τις εθνικές, περιφερειακές και τοπικές αρχές που είναι αρμόδιες για τη
συγχρηματοδότηση από τα διαθρωτικά ταμεία βάσει επιχειρησιακών προγραμμάτων,
καθώς και για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τη νομοθεσία της ΕΕ.