Σύμφωνα με μια κοινωνιολογική προσέγγιση των ανθρώπινων σχέσεων, η ζωή μας είναι, μεταξύ άλλων, ένα άθροισμα συμπτώσεων. Μοιρολατρικό έτσι; Σε κάθε περίπτωση πάντως, στην προσωπική ατζέντα του μέλλοντος του καθενός, θα πρέπει να κατέχει δεσπόζουσα θέση η διαρκής, επίμονη και συνειδητή προσπάθεια να μην τρέχουμε πίσω από τα χαμένα χρόνια της ζωής μας.
Να μην αφήνουμε τα χρόνια να περνούν. Να μην επιτρέπουμε στη ζωή να γλιστρά μέσα από τα χέρια μας, έχοντας καθηλωθεί σε ρόλο άβουλου και άφωνου θεατή. Χωρίς διάθεση, ίσως και χωρίς δυνατότητα παρέμβασης.
Στο πλέγμα των «συμπτώσεων», και το μωσαϊκό του παθιασμένου carpe diem, οι δικές μας γενιές θα αποδεικνύονταν δραματικά και ασυγχώρητα ανιστόρητες αν δεν αφιέρωναν ένα μεγάλο και αυθεντικό «ευχαριστώ», για το προνόμιο που είχαμε να παρακολουθήσουμε σε δράση, τον μεγαλύτερο πιθανότατα αθλητή όλων των εποχών. Και σίγουρα, τον καλύτερο που πάτησε ποτέ το πόδι του σε ένα γήπεδο μπάσκετ.
Το ρήμα «πάτησε» βέβαια, προφανώς και δεν περιγράφει την πραγματικότητα για τον ανεπανάληπτο Μάικλ Τζόρνταν, ο οποίος γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 17 Φεβρουαρίου του 1963.
Οι «πτήσεις» του στα γήπεδα του NBA, αλλά και στη Βαρκελώνη το 1992, ως μέλος της μόνης αυθεντικής Dream Team, θα μείνουν αξέχαστες σε όσους τις παρακολουθήσαμε. Κυρίως όμως, η μνήμη θα συνεχίζει να καλπάζει ατίθασα προς τον θαυμασμό, τη συγκίνηση, το δέος και τη βαθιά υπόκλιση, κάθε φορά που θα ανακαλεί μπροστά της, τα ασύλληπτα επιτεύγματα της καριέρας του MJ.
Σε αμιγώς αγωνιστικό επίπεδο, και από την οπτική του ταλέντου, ο Μάικλ Τζόρνταν υπήρξε λόγος για… να μην ασχολείται κάποιος με κανένα άλλο άθλημα. Η ποιοτική υπεραξία του μπάσκετ, οφείλει στον «Air» περισσότερα από ό, τι σε οποιονδήποτε άλλο αθλητή, σε οποιαδήποτε χώρα, οποιαδήποτε εποχή.
Το Σικάγο, η Πόλη των Ανέμων, έσβησε για χάρη του το… γκανγκστερικό παρελθόν του Αλ Κάπονε, και συνδέθηκε δια βίου με την αέρινη φιγούρα του απόφοιτου του Νορθ Καρολάινα. Που φόρεσε το Νο23 (και για μερικές μέρες το Νο45), σε κόκκινη, λευκή και μαύρη εμφάνιση, προτού ντυθεί και με τα χρώματα των Ουάσινγκτον Ουίζαρντς, τότε που… έκανε το κέφι του.
Πήρε από το χεράκι μια ομάδα με μηδενική μπασκετική προϊστορία, και τη μετέτρεψε στη σημαντικότερη αυτοκρατορία του παγκοσμίου μπάσκετ. Έξι πρωταθλήματα, δυο φορές από τρία διαδοχικά, με συμπαίκτες που κάθε άλλο παρά… γέμιζαν το μάτι των μυημένων στο άθλημα. Πόσο μάλλον, δεν ήταν ικανοί να διεκδικήσουν τίτλους.
Το γεγονός ωστόσο που κάνει τον Μάικλ Τζόρνταν πραγματικά ανεπανάληπτο, είναι το πρωτοφανές «μέταλλο» του νικητή, από το οποίο ήταν φτιαγμένος. Αρνούμενος να αποδεχτεί την ήττα. Προκαλώντας το πεπρωμένο σε αναμέτρηση, και… βγάζοντας τη γλώσσα, με τον χαρακτηριστικό τρόπο που το έκανε, μετά την άνετη επικράτηση.
Δεν τον γονάτισαν τραυματισμοί, ισχυρότεροι αντίπαλοι, ελλειμματικοί συμπαίκτες, η γρίπη, τίποτα. Είχε μάθει να κερδίζει. Και κάθε φορά, βελτίωνε και μια πτυχή του ταλέντου του, ώστε να εξελιχθεί στην πιο ολοκληρωμένη προσωπικότητα που σεργιάνισε ποτέ στα γήπεδα του μπάσκετ.
Το τελευταίο παιχνίδι του με τους Σικάγο Μπουλς στο Σολτ Λέικ, απέναντι στη Γιούτα Τζαζ, στους τελικούς του 1998, που σηματοδότησε το έκτο δαχτυλίδι πρωταθλητή, αποτελεί εκκωφαντικό παράδειγμα της ψυχοσύνθεσης του Μάικλ Τζόρνταν. Όχι μόνο για το τελευταίο, αψεγάδιαστο σουτ με αντίπαλο τον Μπράιον Ράσελ. Αλλά και για το κλέψιμο της μπάλας μέσα από την αγκαλιά του Καρλ Μαλόουν, που είχε προηγηθεί.
Η νοοτροπία του νικητή βρίσκεται σε εκείνη ακριβώς τη φάση. Δεν περιμένεις τη νίκη να προσγειωθεί στα χέρια σου. Πηγαίνεις και την… αρπάζεις από τα μαλλιά. Διεκδικείς αυτό που πιστεύεις ότι σου αναλογεί. Και δεν αφήνεις κανένα περιθώριο αμφισβήτησης στους γύρω σου.
Το παράδειγμα του Μάικλ Τζόρνταν είναι ένα αέναο υπόδειγμα ηγεσίας. Που επένδυσε στο φυσικό ταλέντο, καλλιεργήθηκε, αλλοίωσε τις αδυναμίες του, και ανακάλυψε ότι η προσωπική μονομαχία με το πεπρωμένο είναι εξαιρετικά συναρπαστική. Ενίοτε, διασκεδαστική. Όταν γνωρίζεις ότι είναι απλά θέμα χρόνου να βγεις νικητής. Και το γνωρίζεις.