Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Προσεισμικοί έλεγχοι στα... λόγια

Έχουν περάσει έντεκα χρόνια από την έναρξη του προγράμματος πρωτοβάθμιου προσεισμικού ελέγχου κτιρίων δημόσιας και κοινωφελούς χρήσης, και μόνο στο 15% των κτιρίων έγινε έλεγχος. Την ίδια στιγμή, δεκάδες είναι οι νεκροί από τον νέο ισχυρό σεισμό στην Ιταλία (φωτ.).
Του Φώτη Κουτσαμπάρη
fkoutsamparis@makthes.gr


Το πρόγραμμα τέθηκε σε εφαρμογή πανελλαδικά από τον Μάιο του 2001, βάσει μελέτης που συντάχθηκε από την επιστημονική επιτροπή του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ), και μέχρι σήμερα έχουν σταλεί από τις περιφέρειες στον οργανισμό 11.667 δελτία πρωτοβάθμιου προσεισμικού ελέγχου, που αντιστοιχούν στο 15% του συνόλου (175.000). Στον έλεγχο περιλαμβάνονται κτίρια που στεγάζουν νοσοκομεία, σχολεία, δημόσιες υπηρεσίες, υπηρεσίες εξυπηρέτησης κοινού, τηλεπικοινωνιακές μονάδες ή μονάδες παραγωγής ενέργειας, ανεξάρτητα από το ιδιοκτησιακό καθεστώς στο οποίο βρίσκονται. Μέχρι σήμερα ελέγχθηκαν 5.041 σχολικές μονάδες (6.424 ανεξάρτητα κτίρια) τα οποία κατασκευάστηκαν πριν το 1959 και βρίσκεται σε εξέλιξη ο έλεγχος 4.200 σχολικών μονάδων (περίπου 9.000 ανεξάρτητα κτίρια) τα οποία κατασκευάστηκαν την περίοδο 1960-1985.
Τα στοιχεία των πρωτοβάθμιων ελέγχων παρουσιάστηκαν από τη διευθύντρια αντισεισμικού σχεδιασμού του ΟΑΣΠ Λίντα Πέλλη στη διάρκεια ημερίδας με θέμα «Προσεισμικοί Έλεγχοι - Τρωτότητα Κατασκευών», που διοργάνωσε το ΤΕΕ/ΤΚΜ στο αμφιθέατρο του επιμελητηρίου στη Θεσσαλονίκη. Η κ. Πέλλη απέδωσε τους αργούς ρυθμούς με τους οποίους προχωρά το πρόγραμμα του προσεισμικού ελέγχου των δημόσιων κτιρίων στο γεγονός ότι η σχετική εγκύκλιος δεν έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα οι περιφέρειες να μη δεσμεύονται για την άμεση υλοποίησή του. Ωστόσο η ίδια επισήμανε ότι «σε καμία χώρα του κόσμου δεν υφίσταται μέχρι σήμερα κανονιστικό πλαίσιο υποχρεωτικής εφαρμογής προσεισμικού ελέγχου του συνόλου των κτιρίων. Αλλά και για τα δημόσια κτίρια ο προσεισμικός έλεγχος έτυχε μέχρι σήμερα πολύ περιορισμένης εφαρμογής διεθνώς».
Στην αναγκαιότητα επίσπευσης των προσεισμικών ελέγχων των δημόσιων κτιρίων, καθώς «μπορεί να αποτελέσει ένα πολύτιμο εργαλείο στα χέρια της πολιτείας», αναφέρθηκε ο πρόεδρος του ΤΕΕ/ΤΚΜ Αναστάσιος Κονακλίδης. Ο ίδιος επισήμανε τις ποινικές και αστικές ευθύνες που έχουν οι μηχανικοί στη διαδικασία τακτοποίησης των αυθαιρέτων, με τη βεβαίωση της δομικής τρωτότητας του κτιρίου και του ελέγχου της στατικής επάρκειας.

Έλεγχοι σε νοσοκομεία - σχολεία
Πάντως οι προσεισμικοί έλεγχοι που έγιναν από το 1999 μέχρι το 2003 από ομάδα ερευνητών του ΑΠΘ με επικεφαλής τον καθηγητή Κοσμά-Αθανάσιο Στυλιανίδη, με χρηματοδότηση της πρώην δημόσιας περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, είχαν καταδείξει ότι τα περισσότερα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης παίρνουν χαμηλή βαθμολογία ως προς τη δομική στατικότητά τους και είναι ευάλωτα στους σεισμούς. Η μέση βαθμολογία των κτιριακών μονάδων δημόσιων νοσοκομείων Θεσσαλονίκης είναι 2,75 μονάδες, με άριστα το 5 και οριακό σημείο που έθεσε η ερευνητική ομάδα τις 2 μονάδες. Βαθμολογία μέχρι 2,5 μονάδες δόθηκε στο 50% των κτιρίων. Το μέσο έτος κατασκευής των 331 νοσοκομειακών κτιριακών μονάδων της πόλης (εκτός των καινούργιων νοσοκομείων, όπως τα Παπαγεωργίου, 424 κ.ά.) σε όλη τους την επιφάνεια είναι το 1969, δηλαδή πριν από 43 χρόνια. Ορισμένα συγκροτήματα όπως το Ειδικών Παθήσεων, το Γεννηματάς και ο Άγιος Δημήτριος είναι μεγαλύτερης ηλικίας. Όσον αφορά τους ελέγχους στα σχολεία, στο πλαίσιο του ίδιου προγράμματος, διαπιστώθηκε ότι από τα 168 σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης το 40% χαρακτηρίζονται από παλαιότητα και από μη επαρκή αντισεισμική προστασία.

Νέα μέθοδος από το ΑΠΘ
Το ΑΠΘ (εργαστήριο σκυροδέματος) σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Τεχνικής Σεισμολογίας και Αντισεισμικών Κατασκευών (ΙΤΣΑΚ) και με τη χρηματοδότηση του ΟΑΣΠ προχώρησε στη δημιουργία υβριδικής μεθοδολογίας η οποία παρέχει τη δυνατότητα να εκτιμηθούν με σχετική ακρίβεια η τρωτότητα των κατασκευών σε περίπτωση σεισμού αλλά και το κόστος των οικονομικών απωλειών.
Η μεθοδολογία εφαρμόστηκε σε 900 κατοικίες στην περιοχή των Άνω Λοσίων Αττικής μετά τον σεισμό της Πάρνηθας το 1999. Οι μελετητές ανέπτυξαν προσομοίωμα αποτίμησης της τρωτότητας των κατασκευών σε επιλεγμένα οικοδομικά τετράγωνα της περιοχής και υπολόγισαν πιθανές αναμενόμενες σεισμικές επιτάχυνσης και επίδρασή τους στη στατικότητα (τρωτότητα) των κατασκευών, σαν ο σεισμός της Πάρνηθας να μην είχε συμβεί ποτέ. Ακολούθως υπολόγισαν το κόστος αποκατάστασης. Στη συνέχεια σύγκριναν τους υπολογισμούς τους με το πραγματικό κόστος, που υπολογίστηκε με βάση τις επί τόπου αυτοψίες στα κτίρια που υπέστησαν βλάβες και τους φακέλους δανειοδότησης τους οποίους ετοίμασαν οι μηχανικοί σε κτίσματα με βλάβες στους δήμους Άνω Λιοσίων και Αχαρνών. Τα αποτελέσματα της σύγκρισης ήταν ενθαρρυντικά, όπως ανέφερε ο διευθυντής Ερευνών του ΙΤΣΑΚ Βασίλης Λεκίδης. «Η αναλυτική πρόβλεψη του κόστους απωλειών στην περιοχή των Άνω Λιοσίων έσωσε αποτελέσματα που βρίσκονται σε σχετική συμφωνία με το εκτιμηθέν πραγματικό κόστος, με μια μέση απόκλιση που δεν υπερβαίνει το 15%-25% κατά εδαφική ζώνη του δήμου Λοσίων», είπε ο κ. Λεκίδης.

ΙΤΑΛΙΑ Δεκαπέντε οι νεκροί από το νέο σεισμό
Για δεύτερη φορά μέσα σε εννιά μέρες, ο Εγκέλαδος έπληξε τη βόρεια Ιταλία και συγκεκριμένα την περιοχή Μόντενα, στην περιφέρεια της Εμίλια-Ρομάνια, με σεισμική δόνηση μεγέθους 5,8 βαθμών. Οι νεκροί είναι τουλάχιστον 15 σύμφωνα με τα ιταλικά μέσα ενημέρωσης, ενώ εκφράζονται φόβοι ότι θα υπάρχουν κι άλλα θύματα, καθώς πληροφορίες κάνουν λόγο για εγκλωβισμένους σε κτίρια της ευρύτερης περιοχής, αναφέροντας πως επίσημα υπάρχουν επτά αγνοούμενοι. Το νέο σεισμικό χτύπημα ήταν επόμενο να προκαλέσει πανικό, υλικές καταστροφές, αλλά και κύμα συμπαράστασης από όλον τον κόσμο.