Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

Αλήθειες και πραγματικότητα για τις αποζημιώσεις

ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ Σ. ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ-ΣΤΡΑΤΗΣ
Το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων αποτελεί μείζον πολιτικό ζήτημα, αλλά και πολιτικά επικίνδυνο, αν δεν γίνουν λεπτοί χειρισμοί την κατάλληλη στιγμή.
Η ονειρική αλήθεια, είναι ότι την στιγμή αυτή που η χώρα μας διέρχεται τη μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική κρίση της ιστορίας της σε περίοδο ειρήνης και δημοκρατίας, ένα ποσό περίπου 60 δις. ευρώ, θα ήταν μια «ένεση» για τη χώρα.

Αυτό είναι το εκτιμούμενο ποσό που ειδικοί θεωρούν ότι συμπεριλαμβάνει και τόκους.
Η απατηλή αλήθεια, είναι ότι το ποσό αυτό μπορούμε να το διεκδικήσουμε άμεσα. Αδύνατον, λόγω της σημερινής συγκυρίας. Εξάλλου, τα εγκλήματα πολέμου είναι αδικήματα που δεν παραγράφονται. Δεν είναι όμως η στιγμή. Και όπως είπε ο συναρμόδιος, μαζί με τους συναδέλφους του, των Οικονομικών, Εξωτερικών και Δικαιοσύνης, Δημήτρης Αβραμόπουλος, Υπουργός Άμυνας: «Το timing, είναι το πιο σοβαρό στοιχείο για την επιτυχή έκβαση τέτοιου είδους πολύπλοκων ζητημάτων, που αφορούν την ιστορία και την πολιτική συγκυρία».
Η νομική αλήθεια είναι ότι, μέχρι στιγμής, το ελληνικό αίτημα, έχει απορριφθεί από το Εφετείο, τον Άρειο Πάγο και το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, σε επίπεδο εσωτερικής έννομης τάξης και από τον Υπουργό Δικαιοσύνης επί κυβερνήσεως Σημίτη.
Έμμεσα απορρίφθηκε με την προχθεσινή απόφαση από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Πρόκειται για ανάλογη προσφυγή της Ιταλίας κατά της Γερμανίας. Το Διεθνές Δικαστήριο κάλεσε την Ιταλία να ακυρώσει την ισχύ των αποφάσεων των δικαστηρίων της, που ζητούσαν αποζημιώσεις από τη Γερμανία. Το νομικό ζήτημα είναι, αν τα «εγκλήματα πολέμου» υπερέχουν της κρατικής ασυλίας. Θεωρώ ότι από άποψη διεθνούς δικαίου, υπερέχουν. Τα εγκλήματα πολέμου αποτελούν μέρος των υπέρτερων κανόνων του διεθνούς δικαίου, jus cogens, και γι΄ αυτό δεν παραγράφονται.
Το Δικαστήριο της Χάγης όμως, δεν έκρινε ποιος κανόνας από τους δύο υπερτερεί. Έκρινε ότι η κρατική ασυλία, είναι «διαδικαστικό δικαίωμα», που αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή του δεύτερου. Μία νομικίστικη «συνταγή», που σοκάρει τη διεθνή νομική κοινότητα.
Η ιστορική αλήθεια είναι ότι μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο οι σύμμαχοι, με την Ελλάδα, αποφάσισαν να παραιτηθούν εγγράφως από την πλήρη αποζημίωσή τους από τη Γερμανία. Και τούτο, επειδή έκριναν ότι οι τεράστιες αποζημιώσεις που κατέβαλλε στους νικητές μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, την οδήγησαν στην οικονομική κρίση του μεσοπολέμου, που διευκόλυνε την άνοδο του φασισμού.
Έτσι, η Ελλάδα άρχισε το 1950 να εισπράττει ένα μέρος των αποζημιώσεων, που όμως είχαν ως αποδέχτη το κράτος και όχι τους Έλληνες πολίτες, που είχαν υποστεί την «ηθική βλάβη». Τα χρήματα αυτά σπαταλήθηκαν –όπως πάντα- από τις κυβερνήσεις και δεν έφθασαν ποτέ στους φυσικούς δικαιούχους. Ακόμη και θέμα της αρπαγής από τους ναζί του χρυσού της Τράπεζας της Ελλάδος, η Ελλάδα ούτε καν προέβαλλε διεκδικήσεις!
Η σημερινή πραγματικότητα, είναι ότι οποιαδήποτε πρωτοβουλία, δεν θα είχε αποτέλεσμα. Και η συνεχής επανάληψη και εμμονή σε θέματα χωρίς συνέχεια, ευτελίζει από μόνη της την ίδια την ουσία της υπόθεσης. Πρέπει να υπάρξει πρόσφορο κλίμα για να υπάρξει αποτέλεσμα. Και τότε θα είναι η κατάλληλη στιγμή να ξεκινήσει, σε επίπεδο πολιτείας, μια πολιτική διεκδίκησης, μέσα από διαβήματα και παραστάσεις. Η Γερμανία τότε δεν θα μπορεί πια να τα αρνηθεί και θα αναγκασθεί να συμφωνήσει σε ένα διάλογο μεταξύ των δύο πλευρών, που θα καταλήξει σε συμβιβαστική λύση. Έτσι θα δικαιωθεί ο αγώνας των Ελλήνων εναντίον του φασισμού, με την παράλληλη αποκατάσταση του κύρους και της αξιοπιστίας της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Όπως λέει μια γνωστή γαλλική παροιμία: «Ποτέ δεν είναι αργά για το καλό».