ΧΑΡΗΣ ΠΑΥΛΙΔΗΣ
Ο πρωθυπουργός και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης συναντώνται κάτω από τις πλέον κρίσιμες περιστάσεις για το μέλλον της χώρας, σε συνθήκες κοινωνικής ανάφλεξης και έντονης αμφισβήτησης του πολιτικού συστήματος. Θα ήταν ευχής έργον οι συναντήσεις αυτές να γινόντουσαν συχνότερα, και πάντως προτού ληφθούν αποφάσεις και παρθούν μέτρα που έρχονται σε κατάφορη αντίθεση με το λαϊκό αίσθημα.
Προφανώς τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά εάν ο Γιώργος Παπανδρέου- στη λογική που ο ίδιος περιέγραψε περί «πολεμικών συνθηκών»- συνεργαζόταν με τον Αντώνη Σαμαρά, ώστε τα μέτρα να είχαν τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση.
Μερικές ώρες πριν ανακοινωθεί η συνάντηση, ο πρωθυπουργός εξερχόμενος του Προεδρικού Μεγάρου ζήτησε εθνική ενότητα. Μα, υπάρχει Έλληνας που δεν θέλει την εθνική ενότητα και τη συνεργασία των πολιτικών δυνάμεων; Προφανώς απευθυνόταν στον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας. Ωστόσο, για να είμαστε σοβαροί, ο ίδιος πότε ήθελε πραγματικά τη συναίνεση και τη συνεργασία. Όταν έλεγε ότι, «Ο Α. Σαμαράς παρακολουθεί ως θεατής από την κερκίδα» ή όταν υποκύπτοντας στις πιέσεις ακύρωνε τη δική του πρωτοβουλία για τη συνεργασία των δύο μεγάλων παρατάξεων;
Είναι σαφές ότι ο Αντώνης Σαμαράς και να ήθελε να συναινέσει, για εθνικούς λόγους, δεν θα μπορούσε. Και δεν θα μπορούσε γιατί οι αποφάσεις που έχουν ληφθεί-πριν και μετά από την 21η Ιουλίου- κάθε άλλο παρά εξυπηρετούν τα συμφέροντα της χώρας. Η μόνη περίπτωση να υπάρξει συναίνεση-ακόμα και συγκυβέρνηση- είναι μετά τις εκλογές. Είτε υπάρξει είτε όχι αυτοδυναμία. Κι αυτό εφόσον αναθεωρηθούν πολλά από τα μέτρα που έχουν ληφθεί και οδηγούν σε μόνιμη ύφεση την οικονομία της χώρας, αλλά και τη κοινωνία στην εξαθλίωση.
Η συναίνεση πριν από το μνημόνιο ήταν απαραίτητη. Μετά και κατά τη διάρκεια του μνημονίου ήταν εθνικά αναγκαία. Πριν και μετά το μεσοπρόθεσμο ήταν το ζητούμενο. Σήμερα είναι εκ των πραγμάτων ξεπερασμένη. Ενδεχομένως να ανακτήσει τη δυναμική της εφόσον η κοινωνία, μετά από εκλογές, την επιβάλλει δίνοντάς της σαφές περιεχόμενο και κατεύθυνση. Τώρα, όμως, δεν θα συμβάλλει στην εκτόνωση της κοινωνίας. Αντιθέτως θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από αυτά που καλείται να επιλύσει. Καλύτερα λοιπόν να την αφήσουμε στην άκρη, να μη τη «κάψουμε», γιατί πολύ σύντομα θα την χρειαστούμε έτσι κι αλλιώς.