Ως φαίνεται, η Ελλάδα έχει επιλέξει το δράμα της ένδειας και των ελλείψεων ως τρόπο ύπαρξης, με πιθανή την αποχώρησή της από την ευρωζώνη και όχι μόνον.
Η άποψη αυτή, για όσους παρατηρούν εδώ και πολύ καιρό την ελληνική κρίση, ήταν μία εκπληκτική προφητεία –η οποία, όμως, αντανακλούσε μία σκόπιμη αισιοδοξία.
Από τις αρχές του 2013, Έλληνες και Ευρωπαίοι πολιτικοί έλεγαν πως τα χειρότερα για την Ελλάδα είχαν περάσει και άρα, μετά από μία περίοδο σκληρής λιτότητας, με παράλληλες μεταρρυθμίσεις, η χώρα θα άνοιγε την πόρτα της ανάπτυξης.
Η άποψη αυτή, για όσους παρατηρούν εδώ και πολύ καιρό την ελληνική κρίση, ήταν μία εκπληκτική προφητεία –η οποία, όμως, αντανακλούσε μία σκόπιμη αισιοδοξία.
Όμως, με την πάροδο του χρόνου ο σκεπτικισμός επανήλθε. Και έτσι, οι διεθνείς πιστωτές ανακάλυψαν ξαφνικά χρηματοδοτικά κενά δισεκατομμυρίων ευρώ στον ελληνικό κρατικό προϋπολογισμό, που αμφισβητούσαν την δυνατότητα επίτευξης ενός πραγματικού πρωτογενούς πλεονάσματος.
Ανακάλυψαν, επίσης, χαμηλά έσοδα από την αργόσυρτη διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων, αναποτελεσματικότητα της φορολογικής διοίκησης, την αμφίβολη θέληση της ελληνικής πολιτικής να ανοικοδομήσει τις δημόσιες υπηρεσίες και την αδυναμία της να προσελκύσει αξιόλογες παραγωγικές επενδύσεις.
Οι εξελίξεις, ωστόσο, κάθε άλλο παρά επιβεβαίωναν την προαναφερθείσα αισιοδοξία. Η κρίση σε όλη την διάρκεια του 2013 ήταν παρούσα και, με αρνητική ανάπτυξη, το κρατικό χρέος ανέβαινε.
Ήταν φανερό ότι η ελληνική οικονομία αδυνατούσε να βγει από τα αδιέξοδά της, για έναν πολύ απλό λόγο. Το παραγωγικό της μοντέλο ήταν ανεπαρκές στις σημερινές συνθήκες παγκοσμιοποίησης και, συνεπώς, ούτε θέσεις εργασίας μπορούσε να δημιουργήσει, ούτε την διάβρωση του βιοτικού επιπέδου να σταματήσει.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η χώρα εξακολουθούσε να εξαρτάται από τα δανεικά των εταίρων της και το πολιτικό σύστημα αυτοκαταδικαζόταν στην αποτυχία γιατί δεν ήθελε να κάνει διαρθρωτικές αλλαγές.
Αναλύοντας κανείς την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, αντιλαμβάνεται ότι η χώρα πρέπει να περάσει από μία δεκαετή δομική αλλαγή, χωρίς την οποία καμία βιώσιμη οικονομική ανάκαμψη δεν μπορεί να υπάρξει.
Η οικονομική κρίση της Ελλάδας οφείλεται στο αποτυχημένο παραγωγική της μοντέλο. Ανάπτυξη με φθηνές πιστώσεις, που παλαιότερα έκανε δυνατή μία απεριόριστη κρατική και ιδιωτική κατανάλωση, δεν πρόκειται ποτέ ξανά να υπάρξει.
Ωστόσο, δεν πρόκειται επίσης να υπάρξει οποιαδήποτε μερική αλλαγή του υπάρχοντος παραγωγικού μοντέλου.
Η Ελλάδα, ακολουθώντας άλλες επιτυχημένες ευρωπαϊκές οικονομίες, πρέπει να ενισχύσει την συμμετοχή της στην διεθνή ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών.
Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι τρέχουσες οικονομικές δομές δεν επιτρέπουν στην Ελλάδα να ξεπεράσει την κρίση μέσω των εξαγωγών.
Επί του παρόντος, η Ελλάδα πρέπει να αναπτύξει την βιομηχανία υψηλής προστιθέμενης αξίας και τις επιδόσεις των υπηρεσιών της.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις πρέπει να ενταχθούν περισσότερο απ’ ό,τι είναι σήμερα στις διεθνείς παραγωγικές αλυσσίδες.
Με τις έως τώρα εξαγωγές πρώτων υλών και προϊόντων εντάσεως εργασίας (π.χ. τουριστικές υπηρεσίες), η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να αποκτήσει ικανοποιητικούς αναπτυξιακούς ρυθμούς.
Για την ανάπτυξη πιο ανταγωνιστικών οικονομικών δομών η Ελλάδα χρειάζεται ειδικά ιδιωτικά κεφάλαια, καθώς ούτε το κρατικό επενδυτικό πρόγραμμα ούτε οι ευρωπαϊκοί διαρθρωτικοί πόροι μπορούν να καταφέρουν κάτι τέτοιο.
Για να αυξηθεί ο επαγγελματισμός και η ταχύτητα με την οποία συντελούνται οι μεταρρυθμίσεις, πρέπει να χρησιμοποιηθούν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν ντόπιοι και ξένοι εμπειρογνώμονες –είτε από ευρωπαϊκά ιδρύματα, είτε από ιδιωτικές εταιρείες συμβούλων– για να συντονίσουν και να καθοδηγήσουν τις μεταρρυθμίσεις.
Και αυτό γιατί η ανοικοδόμηση μιας λειτουργικής κρατικής διοίκησης είναι η ίδια μέρος των μεταρρυθμίσεων.
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, και ιδιαιτέρως μία επιτυχημένη διαρθρωτική αλλαγή, χρειάζονται χρόνο, τον οποίο πρέπει να δώσει κανείς στην Ελλάδα.
Αυτό σημαίνει ότι η χώρα θα ελαφρυνθεί από το αποπνικτικό βουνό χρέους της, το οποίο στέκεται εμπόδιο στην πορεία εξυγίανσής της.
Λόγω της αδυναμίας της ελληνικής οικονομίας, το απαιτούμενο πρωτογενές πλεόνασμα έως 4,5% του ΑΕΠ το οποίο έχουν θέσει οι δανειστές της Ελλάδας ως προαπαιτούμενο ενός βιώσιμου χρέους, είναι ανέφικτο.
Γι' αυτό, η χώρα χρειάζεται είτε σημαντικό «κούρεμα» του χρέους της, είτε μία μεγάλη νέα επιμήκυνσή του με ασήμαντο επιτόκιο.
Και στις δύο περιπτώσεις, επειδή επιβαρύνονται οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι, οι εταίροι-δανειστές της Ελλάδας θα ζητήσουν να ελέγχουν τις δημοσιονομικές χρήσεις της χώρας, ώστε να μην χρειαστεί να εκταμιευτεί «φρέσκο» χρήμα.
Όμως, παρόμοιους ελέγχους δεν είναι βέβαιον ότι θα τους αποδεχθεί η νέα κυβέρνηση, η οποία, μη κάνοντας καθόλου λόγο για παραγωγική αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας, φαίνεται να έχει άλλες σκέψεις κατά νουν –όχι ευχάριστες, πάντως, για τον ελληνικό λαό.
Ωστόσο, ο τελευταίος έχει συναίσθηση τί σημαίνει η μη ανανέωση του παραγωγικού του μοντέλου;
* Τσέχος οικονομολόγος, συγγραφέας σειράς άρθρων για την ελληνική οικονομία
EBR