ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΖΕΡΒΟΣ
Όλοι οι κορυφαίοι της Κεντροδεξιάς, αλλά και συνολικά ο πολιτικός κόσμος αποχαιρέτησαν σήμερα τον Γιάννη Κεφαλογιάννη, στη νεκρώσιμη ακολουθία του εκλιπόντος ιστορικού στελέχους της Νέας Δημοκρατίας. Από τον Πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας Αντώνη Σαμαρά, τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή και τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, μέχρι τον Γιώργο Καρατζαφέρη, τον Φώτη Κουβέλη και τη Ντόρα Μπακογιάννη από τους πολιτικούς αρχηγούς, καθώς και τον Δημήτρη Αβραμόπουλο, αντιπρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας και Υπουργό Εθνικής Άμυνας, όλοι είπαν το ύστατο χαίρε στον Γιάννη Κεφαλογιάννη, σε κλίμα έντονης φόρτισης.
Την τελετή παρακολούθησε και πλήθος κόσμου, ενώ τον επικήδειο εκφώνησε η κόρη του εκλιπόντος Όλγα Κεφαλογιάννη, η οποία συνέχισε την πολιτική κληρονομιά του στο Ρέθυμνο, και στις επόμενες εκλογές θα είναι υποψήφια στην Α’ Αθηνών.
«Μια αστραπή είναι η ζωή πατέρα, μα προλαβαίνουμε. Καλό ταξίδι. Σε λατρεύουμε», ήταν τα λόγια που βγήκαν μέσα από την καρδιά της, και αφού νωρίτερα είχε αναφερθεί εκτενώς στην πολιτική διαδρομή και την προσφορά του Γιάννη Κεφαλογιάννη, καθώς και στους ισχυρούς δεσμούς του με την Κρήτη.
Στο Α’ Νεκροταφείο, όπου και τελέστηκε η νεκρώσιμος ακολουθία, βρέθηκαν ακόμη ο Γραμματέας της Πολιτικής Επιτροπής της Νέας Δημοκρατίας Ανδρέας Λυκουρέντζος, ο Γραμματέας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας Κωνσταντίνος Τασούλας, και ο εκπρόσωπος Τύπου του κόμματος, Γιάννης Μιχελάκης.
Ήταν ακόμη εκεί, εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου, όπως ο Βαρδής και η Μαριάννα Βαρδινογιάννη, ο Γιώργος Μπόμπολας, ο Σταύρος Ψυχάρης και ο Πρόδρομος Εμφιετζόγλου.
Ακολουθεί ο επικήδειος τον οποίο εκφώνησε η Όλγα Κεφαλογιάννη.
«Ο Πατέρας μας, γεννήθηκε στα Ανώγεια Μυλοποτάμου.
Στη ρίζα του Ψηλορείτη.
Ήταν περήφανος για την πατρίδα του.
Αγάπησε με πάθος τους συμπατριώτες του.
Η Κρήτη ήταν το σπίτι του.
Οι Κρητικοί ήταν η μεγάλη οικογένειά του.
Μεγάλωσε στα δύσκολα χρόνια του πολέμου και της κατοχής.
Συμμετείχε, μικρό παιδί, στην αντίσταση κατά των Γερμανών
που ξεπήδησε στα Ανώγεια.
Στην περίφημη «Ομάδα Ψηλορείτη».
Δίπλα στον πατέρα του, Κώστα Κεφαλογιάννη
και τον αδελφό της μητέρας του, Γιάννη Δραμουντάνη.
Είδε το χωριό του να καταστρέφεται από τους γερμανούς.
Μιλούσε με δέος για τη Μάχη της Κρήτης και τα γερμανικά αεροπλάνα που είχαν σκεπάσει τον Κρητικό ουρανό.
Αργότερα έφυγε για σπουδές στην Αθήνα.
Συμμετείχε στις διαδηλώσεις για το Κυπριακό
που συγκλόνιζαν την ελληνική νεολαία.
Τον συνεπήρε ο πατριωτικός ενθουσιασμός.
Σπούδασε ιατρική επειδή είχε την άσβεστη θέληση
να βοηθά και να προσφέρει στον άνθρωπο.
Δούλεψε σαν γιατρός για πάρα πολλά χρόνια.
Αφοσιώθηκε με πάθος στο λειτούργημα του.
Γιατί σε ολόκληρη τη ζωή του, ήθελε μόνο να προσφέρει.
Με ειλικρίνεια και ανιδιοτέλεια.
Αυτό το συναίσθημα τον ακολούθησε και στην πολιτική, όπου βρέθηκε λόγω οικογενειακής παράδοσης αλλά και από τύχη.
Για τον πατέρα μου και η πολιτική ήταν λειτούργημα.
Έτσι την έβλεπε.
«Ύψιστο χρέος και μοναδική ευθύνη να υπηρετείς
τα συμφέροντα της χώρας και του Λαού».
Να αφουγκράζεσαι τις ανάγκες.
Να αγωνίζεσαι για να είσαι άξιος
της εμπιστοσύνης αυτών που εκπροσωπείς.
«Η αληθινή μάχη δεν είναι να εκλεγείς βουλευτής
ή να γίνεις Υπουργός. Είναι να αποδείξεις ότι το αξίζεις».
Αυτό πίστευε. Ζούσε και λειτουργούσε με αυτή την αρχή.
Γι’ αυτό και έλεγε πάντα ότι πολιτική χωρίς ηθική
δεν μπορεί να υπάρξει.
Ήθελε τους πολιτικούς πιστούς σε αξίες και αρχές.
Ασυμβίβαστους και άτεγκτους.
«Όσοι πολιτικοί λησμονούν αυτή την αρχή,
δεν έχουν θέση στην πολιτική», έλεγε και ξαναέλεγε.
Με αυτές τις αρχές πορεύτηκε
στα πρώτα του βήματα στην πολιτική.
Στην περίοδο της δικτατορίας αντιστάθηκε.
Αρνήθηκε να διαφύγει στο εξωτερικό.
Δεν χρησιμοποίησε όμως ποτέ τη λέξη αντιστασιακός.
Δεν του άρεσαν οι τίτλοι και οι εττικέτες.
Δεν τον ενοιαζε ποτέ να «εξαργυρώσει» την προσφορά του.
«Μου έφτανε», έλεγε πάντα,
«ότι είχα τη συνείδηση μου ήσυχη απέναντι στη χώρα και το λαό».
Στα χρόνια της μεταπολίτευσης
συνέχισε να υπηρετεί με αφοσίωση την Ελλάδα.
Πίστευε στην εθνική συμφιλίωση,
και το έκανε πράξη με την καταστροφή
των φακέλων πολιτικών και κοινωνικών φρονημάτων.
Οραματιζόταν ένα αληθινό κράτος πρόνοιας και φροντίδας,
και το έκανε πράξη με τη δημιουργία του ΕΚΑΒ.
Ήθελε μια ασφαλή κοινωνία με πολίτες που αισθάνονται προστατευμένοι από την Πολιτεία,
και το έκανε πράξη με την ηθική και υλική στήριξη
της Ελληνικής Αστυνομίας.
Πίστευε στη συμβολή της τοπικής κοινωνίας
και το έκανε πράξη με τη χρηματοδότηση και των κώδικα δήμων και κοινοτήτων που ισχύει μέχρι και σήμερα.
Λάτρευε με πάθος την Κρήτη, το Ρέθυμνο,
το Μυλοπόταμο , τα Ανώγεια.
Κάθε κομμάτι γης της πατρίδας του ήταν γι’ αυτόν ιερό..
Το απέδειξε αυτό το πάθος του με την έμπνευση,
την επιμονή του να γίνουν δεκάδες μικρά ή μεγάλα έργα υποδομής, έργα παιδείας και πολιτισμού, έργα που εξασφάλιζαν σύγχρονες υπηρεσίες υγείας και κοινωνικής πρόνοιας
στο Ρέθυμνο.
Υπηρέτησε τον κοινοβουλευτισμό και την παράταξη του
με πίστη και αφοσίωση για πεντήντα ολόκληρα χρόνια.
Βάζοντας πάντα. πάνω από το ατομικό, το συλλογικό συμφέρον.
Τα τελευταία χρόνια ήταν προβληματισμένος
με όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα.
Ανησυχούσε για την πατρίδα.
Τον φόβιζε η εσωστρέφεια και η ηττοπάθεια.
Τον εξόργιζε η αβουλία, η ανικανότητα και η μοιρολατρία.
Τον πλήγωνε η απαξίωση των πολιτικών και της πολιτικής.
Το έθλιβε η εικόνα μιας Ελλάδας που δυσφημίζεται και λοιδορείται.
Χτύπαγε το χέρι του στο τραπέζι απαιτώντας να ξυπνήσουμε.
Να βάλουμε την πατρίδα πάνω από όλα.
Να τολμούμε και να μη φοβόμαστε να ξεπεράσουμε τα όριά μας.
Να δουλέψουμε χωρίς συμβιβασμούς
και αν χρειαστεί να κάνουμε θυσίες.
Με περηφάνια και λεβεντιά.
Αυτός ήταν ο πατέρας μας.
Γενναίος γιατί ποτέ του δεν δίστασε μπροστά στις δύσκολες στιγμές της ζωής, και ας ήταν πολλές και πραγματικά μεγάλες
οι δυσκολίες που συνάντησε.
Ασυμβίβαστος γιατί δεν πρόδωσε ποτέ τις αρχές του
ακόμα και αν αυτό είχε μεγάλο προσωπικό κόστος για τον ίδιο.
Ευπατρίδης γιατί σε όλη του τη ζωή εργαζόταν
με μόνη του έγνοια την πατρίδα.
Συνεπής γιατί όταν πίστευε κάτι το υπερασπιζόταν
με πείσμα και σθένος, χωρίς να διαπραγματεύεται
τις ιδέες και τις αξίες του.
Ο Γιάννης Κεφαλογιάννης έφυγε από τη ζωή
έχοντας νιώσει την πληρότητα.
Οι άνθρωποι που έχουν ζήσει μια γεμάτη ζωή,
και έχουν πίστη στο Θεό
δεν φοβούνται το θάνατο γιατί έχουν αφήσει το χνάρι τους στη γή.
Έτσι και ο πατέρας μας. Δεν τον φοβόταν το θάνατο.
Έφυγε γαλήνιος και όρθιος.
Δεν φοβήθηκε ποτέ. Σε όλες του τις μάχες.
Μετά από αγώνες 50 χρόνων πέτυχε τον στόχο του.
Υπήρξε χρήσιμος για τον τόπο του.
Άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του.
Κατόρθωσε να τον αγαπούν οι φίλοι του,
μα και να τον σέβονται οι «αντίπαλοί» του.
Κέρδισε αγάπη. Και εκτίμηση.
Το τελευταίο διάστημα έλεγε.
«τον αγώνα τον καλό αγωνίστηκα ,
τον δρόμο τελείωσα, την πίστη την τήρησα».
Είχε ολοκληρώσει ένα πλήρη κύκλο προσφοράς στην πατρίδα του.
Ήταν και δικαίως υπερήφανος για αυτήν.
Ήταν ευτυχής, γιατί πήρε, αλλά και γιατί έδωσε ψυχή στο λαό,
όπως του άρεσε να λέει.
Χωρίς συμβιβασμούς και όρια αγάπησε και όλη την οικογένεια του.
Κυρίως όμως τη γυναίκα του, τη μητέρα μας, Ελένη.
Πάντα άξια συμπαραστάτη δίπλα του.
Δυνατή και στωική. Με απεριόριστη κατανόηση.
«Είναι μια σπουδαία γυναίκα που σηκώνει όλα τα βάρη του σπιτιού για να ασχοληθώ εγώ με τα κοινά. Την ευγνωμωνώ».
έγραφε στο ημερολόγιο του.
«Ευγνωμωνώ και τα παιδιά μου για την κατανόηση τους», συνέχιζε. Είχε αυτό το πλεονέκτημα.
Αναγνώριζε τις θυσίες και τις παραχωρήσεις των άλλων.
Δεν του άρεσε να θεωρεί τίποτα δεδομένο.
Ήταν ουσιαστικά δίπλα μας. Μας γέμιζε δύναμη και σιγουριά.
«Εγώ είμαι εδώ. Μην ανησυχείς για τίποτα…»
Αυτή η φράση του θα με ακολουθεί σε όλη μου τη ζωή …
Θέλουμε να σε ευχαριστήσουμε και η Χριστίνα, και η Δανάη και εγώ Πατέρα για όσα μας προσέφερες.
Για την αγάπη σου. Για τη δύναμη που μας έδινες.
Για την ασφάλεια που μας έκανες πάντα
να αισθανόμαστε κοντά σου.
Σε ευχαριστούμε, για όσα μας δίδαξες …
Για όσα άφησες παρακαταθήκη στην οικογένεια σου …
Την αγάπη για την πατρίδα …
Την αφοσίωση στην οικογένεια …
Τη διάθεση για προσφορά στον άνθρωπο …
Σε ευχαριστούμε για το θάρρος και τη δύναμη που μας έδινες πάντα
όταν ζητούσαμε τη συμβουλή σου…
Για το πάθος, τη γενναιότητα και την επιμονή
που μας έμαθες να έχουμε σε ό,τι καταπιανόμαστε.
‘Εζησες σε όλη σου τη ζωή
με οδηγό την αλήθεια και τη δικαιοσύνη.
Έμεινες καλοπροαίρετος απέναντι στην αδικία.
Έζησες ατρόμητος, ανεβαίνοντας
ακατάπαυστα από κορυφή σε κορυφή.
‘Εζησες αγκαλιάζοντας με τη σκέψη και τις πράξεις σου
όλο τον κόσμο, πάντα πρόθυμος να βοηθήσεις.
Έζησες με το χρέος και την ευθύνη για την πατρίδα,
την ελευθερία, τη δημοκρατία.
Πριν από πολλά χρόνια, όταν ήμουν 8 χρονών μου δώρισες
τα «Ψηλά βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου.
Στην πρώτη σελίδα του βιβλίου μου είχες γράψει.
«Πάντα ψηλά να βλέπεις και θα φτάσεις.
Θα σε συνοδεύουν οι ευχές και η αγάπη μου.»
Πίστευες ότι ο άνθρωπος πρέπει να κοιτάει ψηλά.
Να είναι υπερήφανος. Να βάζει στόχους.
Να μάχεται ακούραστα γι’ αυτούς.
Να έχει ιδανικά, αξίες, οράματα
και να τα ακολουθεί με αφοσίωση και πάθος.
Δε μένει, παρά αυτό να κάνουμε.
Σου υποσχόμαστε, ότι θα κοιτάμε ψηλά,
για να φτάσουμε στο δικό μας προορισμό.
Δίνοντας ψυχή, για να πάρουμε ψυχή σε ότι κάνουμε…
Συνεχίζοντας να σε κάνουμε περήφανο.
Οι ευχές σου, η αγάπη σου και τα διδάγματα σου
θα μας συνοδεύουν για πάντα.
Πολύτιμη, ανεκτίμητη κληρονομιά ζωής …
Μια αστραπή η ζωή Πατέρα, μα προλαβαίνουμε …
Καλό ταξίδι …
Σε λατρεύουμε».