Με παρέμβασή του ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Οικονομικών Ευάγγελος Βενιζέλος με παρέμβαση του στη Βουλή κατέθεσε μία δέσμη τροπολογιών αναφορικά με το θέμα των αποδοχών δημοσιογραφικού προσωπικού της ΕΡΤ, του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων και της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας.
«Το ζήτημα αυτό ρυθμίζεται στον πρόσφατα ψηφισμένο νόμο για το ενιαίο βαθμολόγιο και μισθολόγιο, αφού ελήφθησαν υπόψη οι ιδιομορφίες του δημοσιογραφικού επαγγέλματος και δεν ισχύει αυτό που μόλις προηγουμένως άκουσα, ότι ο νόμος αυτός μετατρέπει σε δημοσίους υπαλλήλους τους δημοσιογράφους που εργάζονται σε φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα και στο ίδιο το δημόσιο», ανέφερε μεταξύ άλλων ο κ. Βενιζέλος.
Παράλληλα τόνισε ότι «το ζήτημα που ρυθμίζεται με τον ισχύοντα πρόσφατα ψηφισμένο νόμο για το βαθμολόγιο και μισθολόγιο είναι μόνον το ζήτημα των αποδοχών κι όχι το ζήτημα της νομικής φύσης της σχέσης τους και των όρων άσκησης του επαγγέλματός τους. Άλλωστε ο νόμος παραπέμπει ρητά στις ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις από το πεδίο των οποίων ρυθμίζει μόνον το ζήτημα των αποδοχών κι όχι όλα τα άλλα θέματα».
Μάλιστα, απέδωσε τις κινητοποιήσεις των δημοσιογράφων που εργάζονται στα κρατικά μέσα ενημέρωσης σε παρερμηνεία των εν λόγω ρυθμίσεων και τόνισε πως η ρύθμιση που κατέθεσε από κοινού με τον κ. Παπουτσή «είναι οριζόντια. Ρυθμίζει θέματα ερμηνείας και εφαρμογής του πολυνομοσχεδίου, του βαθμολογίου και μισθολογίου, και πιο συγκεκριμένα περιέχει τρεις ρυθμίσεις, από τις οποίες η μεν μία αφορά αποκλειστικά το δημοσιογραφικό προσωπικό του Δημοσίου, οι δε άλλες δύο γενικότερα τους φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα και κατ’ αποτέλεσμα το δημοσιογραφικό προσωπικό της ΕΡΤ και του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων».
«Η πρώτη ρύθμιση αποσαφηνίζει το ζήτημα του εσωτερικού ορίου που έχει τεθεί από το μισθολόγιο στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, σε σχέση με την εκπαιδευτική κατηγορία κάθε εργαζομένου. […] Η δεύτερη ρύθμιση αποκαθιστά ένα ερμηνευτικό πρόβλημα που είχε προκύψει στη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στις δημόσιες επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του Κεφαλαίου Α΄ του σχετικού νόμου περί ΔΕΚΟ και αυτές του Κεφαλαίου Β΄. […] Η τρίτη ρύθμιση, η οποία αφορά ειδικότερα τους δημοσιογράφους που εργάζονται στο δημόσιο –στην παλαιά Γενική Γραμματεία Τύπου και τώρα στις Γενικές Γραμματείες Επικοινωνίας και Ενημέρωσης- λέει ότι ακριβώς επειδή αυτοί δεν έχουν προσληφθεί με τυπικά προσόντα, αλλά έχουν προσληφθεί επί τη βάσει της ιδιότητάς τους, αυτή του δημοσιογράφου, και με ειδική διαδικασία, με κοινή απόφαση των συναρμοδίων υπουργών, του Υπουργού Οικονομικών και του αρμόδιου υπουργού για την υπηρεσία αυτή, θα ρυθμίζεται το θέμα των αποδοχών, έτσι ώστε να είμαστε εναρμονισμένοι και με το βαθμολόγιο-μισθολόγιο, αλλά και με τα όσα προβλέπει η συλλογική σύμβαση για τους όρους άσκησης του επαγγέλματος του δημοσιογράφου. Όμως, οι αποδοχές θα ρυθμιστούν με κανονιστική πράξη, όχι με τη συλλογική σύμβαση. […] Υπάρχει ένα ακόμη θέμα που αφορά τη λειτουργία της δημόσιας τηλεόρασης που είναι το ζήτημα της υπερωριακής απασχόλησης και της απασχόλησης ημέρες αργίας. Αυτό όμως είναι ένα ζήτημα, το οποίο θα δούμε σε μερικές εβδομάδες, στο νέο έτος, γιατί δεν αφορά μόνο τη δημόσια τηλεόραση», πρόσθεσε ο υπουργός και «παρακάλεσε το Σώμα» να ενταχθεί η τροπολογία με γενικό αριθμό 630 και ειδικό 25 στο νομοσχέδιο.
Τέλος, πρόσθεσε: «Οι αποδοχές των δημοσιογράφων που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στους φορείς που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της παρ. 1 του άρθρου 4 και του άρθρου 31 του νόμου αυτού, καθορίζονται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού, μετά από διαβούλευση με τις οικείες δημοσιογραφικές ενώσεις. Ως προς τους λοιπούς όρους απασχόλησης, ισχύουν οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας στις οποίες υπάγονται οι δημοσιογράφοι του προηγουμένου εδαφίου. Σε κάθε περίπτωση, οι δημοσιογράφοι της παραγράφου αυτής υπάγονται στο ασφαλιστικό καθεστώς που ισχύει κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος κεφαλαίου».
Επιμέλεια: Μαριάννα Μαρμαρά