Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011

H “Παγκόσμια Έκθεση για την Ανταγωνιστικότητα 2011-2012″ του WEF (World Economic Forum)


Τι είναι το WEF;

Το World Economic Forum (Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ) είναι ένας «ανεξάρτητος» διεθνής οργανισμός ο οποίος παρακολουθεί, καταγράφει και αξιολογεί την παγκόσμια κατάσταση της οικονομίας και συντάσσει ετησίως εκθέσεις, οι οποίες είναι πολύ χρήσιμες στις πολιτικές ηγεσίες και σε μεγάλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, για τη διαμόρφωση οικονομικής πολιτικής και τη λήψη αποφάσεων που αφορούν σε επενδύσεις, διεθνές εμπόριο κλπ.

Το World Economic Forum συντάσσει την ετήσια έκθεσή του σε συνεργασία με ακαδημαϊκούς «κύρους» και με ένα παγκόσμιο δίκτυο ινστιτούτων και ερευνητικών κέντρων (partners). Για παράδειγμα το 2004 αξιολόγησε την ανταγωνιστικότητα 104 χωρών ενώ η τελευταία έκθεσή του 2011 αναφέρεται σε 142 χώρες. Η ετήσια Παγκόσμια Έκθεση για την Ανταγωνιστικότητα είναι μοναδική ως προς την μεθοδολογία, γιατί συνδυάζει τα διαθέσιμα στοιχεία, με έρευνα η οποία αποτυπώνει τις αντιλήψεις και τις παρατηρήσεις των κορυφαίων επιχειρηματιών σε κάθε χώρα. Κάθε χρόνο στα τέλη Γενάρη διοργανώνει την παγκόσμια συνάντηση των ηγετών στο DAVOS της Ελβετίας.
Ο συνομιλητής (partner) του World Economic Forum στην Ελλάδα από τον οποίον αντλεί στοιχεία, είναι ο ΣΕΒ (Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων). Εδώ προκύπτει ένα πρόβλημα. Tα στατιστικά στοιχεία που ίσως γίνουν εργαλείο της κυβέρνηση ή ακόμη και από εμπλεκόμενους αυτή τη στιγμή IMF ΕΚΤ ΔΝΤ ώστε να χαραχτεί οικονομική πολιτική θα είναι στοιχεία που θα έχει την ευθύνη συλλογής τους ο ΣΕΒ!!! (Index VII)
“Παγκόσμια Έκθεση για την Ανταγωνιστικότητα 2011-2012” του WEF (World Economic Forum)
Από την έκθεση αυτή προκύπτει ότι η Ελλάδα έχασε τα δύο τελευταία χρόνια δεκαεννέα θέσεις και φέτος επτά θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη της ανταγωνιστικότητας και η συγκεκριμένη έρευνα την κατατάσσει στην 90ηθέση ανάμεσα σε 142 χώρες από όλο τον κόσμο (πέρυσι 83η και πριν δύο χρόνια 71η) (Σελ 15).
Σύμφωνα με αυτήν την έκθεση, η Ελλάδα είναι λιγότερο ανταγωνιστική από τη Μαλαισία, τη Ρουάντα, τη Ρουμανία, το Καζακστάν, την Αλβανία, τη FYROM, την Ναμίμπια, την Μποτσουάνα, τη Γουατεμάλα την Ονδούρα κλπ. Επίσης είναι η τελευταία σε ανταγωνιστικότητα από τις χώρες της ΕΕ.
Στη νέα, μεγάλη πτώση της Ελλάδας στην κατάταξη συνέβαλε η δραματική επιδείνωση του μακροοικονομικού περιβάλλοντος, κριτήριο στο οποίο η χώρα έπεσε φέτος στην 140η θέση. Σημειώνεται δε ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην προτελευταία θέση, όσον αφορά στη σχέση δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ.
Στο κριτήριο των χρηματαγορών η χώρα έπεσε στην 110η θέση, στους δημόσιους θεσμούς στην 89η θέση και στην αγορά απασχόλησης στην 126η θέση.

Η βαθμολογία των χωρών από το WEF γίνεται με βάση στοιχεία που αφορούν 12 τομείς (πυλώνες) της οικονομίας και, γενικότερα της κοινωνίας τους, καθώς και με βάση συνεντεύξεις με εκπροσώπους του επιχειρηματικού κόσμου κάθε χώρας, οι οποίοι δίνουν την εκτίμησή τους για το επιχειρηματικό περιβάλλον.

Η κατάταξη της Ελλάδας σε σχέση με τους 12 τομείς (πυλώνες) είναι η ακόλουθη: Στους θεσμούς 96η (από 84η πέρυσι), στις υποδομές 45η (από 42η), στο μακροοικονομικό περιβάλλον 140η (από 123η), στην υγεία και το εκπαιδευτικό σύστημα 37η (από 40η), στην ανώτερη εκπαίδευση και κατάρτιση 46η (από 42η), στην αποδοτικότητα των αγορών αγαθών 107η (από την 94η), στην ανάπτυξη της χρηματοπιστωτικής αγοράς 110η (από 93η), στην τεχνολογική ετοιμότητα 47η (από 46η), στο μέγεθος αγοράς 42η (από 39η), στην εξειδίκευση των επιχειρήσεων 77η (από την 74η) και στην καινοτομία 88η (από 79η).
Στην σελίδα 25 της έκθεσης διαβάζουμε

Οι Ευρωπαϊκές οικονομίες είχαν να αντιμετωπίσουν μια σειρά από προκλήσεις τα τελευταία χρόνια. Μετά τις σημαντικές δυσκολίες που επέφερε η παγκόσμια οικονομική κρίση, δημιουργήθηκαν ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους στην Ελλάδα και μια σειρά από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, εγείροντας ερωτήματα για την ίδια τη βιωσιμότητα του ευρώ.
Φέτος η Ελλάδα πέφτει άλλες επτά θέσεις στην κατάταξη, καταλαμβάνει την 90η θέση και παραμένει η χαμηλότερη στη σειρά κατάταξης χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης κρίσης δημόσιου χρέους, η Ελλάδα εξακολουθεί να πέφτει απότομα στο μακροοικονομικό περιβάλλον, και καταλήγει στην 140ηθέση αυτό το έτος. Ομοίως, οι χρηματοπιστωτικές αγορές στην Ελλάδα εκτιμώνται σε χειρότερη θέση από ό, τι στο παρελθόν, στην 110η φέτος, και μοιάζει να είναι ιδιαίτερα χαμηλά στην εμπιστοσύνη των επενδυτών. Η αξιολόγηση των δημόσιων φορέων (π.χ., αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης, της διαφθοράς, κατάχρηση επιρροής) εξακολουθεί να υφίσταται και κατατάσσεται χαμηλά στην 89η θέση συνολικά. Ένας άλλος σημαντικός τομέας ανησυχίας είναι για την αγορά εργασίας της χώρας (126η), η οποία συνεχίζει να περιορίζει τη δυνατότητα στην Ελλάδα να βγει από την κρίση, γεγονός που αναδεικνύει τη σημασία των πρόσφατων προσπαθειών να αυξηθεί η ηλικία συνταξιοδότησης και την ευελιξία στην αύξηση της αγοράς εργασίας. Η Ελλάδα έχει μια σειρά από πλεονεκτήματα για την περαιτέρω ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένου ενός αρκετά καλά εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό που είναι έμπειροι στην υιοθέτηση νέων τεχνολογιών.
Κάντε κλικ στην εικόνα από το εξώφυλλο της έκθεσης που ακολουθεί, για να κατεβάσετε ολόκληρη την έκθεση…
Άραγε τι είναι ανταγωνιστικότητα; Αν έχουμε τον ορισμό της λέξης ίσως ξέρουμε και πως να σταθούμε απέναντι στην έκθεση. Στην συνέχεια διάφορες “επίσημες” εκδοχές για την ανταγωνιστικότητα.

Διαφορετικοί ορισμοί της ανταγωνιστικότητας μιας χώρας

Η εθνική ανταγωνιστικότητα είναι το πλέγμα εκείνο των παραγόντων, πολιτικών και θεσμών που προσδιορίζουν το επίπεδο της παραγωγικότητας μιας χώρας. Το επίπεδο της παραγωγικότητας, με τη σειρά του, προσδιορίζει το διατηρήσιμο επίπεδο ευημερίας που μπορεί να απολαμβάνει μία οικονομία. Με άλλα λόγια, οι πιο ανταγωνιστικές οικονομίες μπορούν τείνουν να είναι σε θέση να προσφέρουν υψηλότερα

επίπεδα εισοδήματος στους πολίτες τους. Το επίπεδο της παραγωγικότητας προσδιορίζει επίσης την απόδοση των επενδύσεων σε μια οικονομία. Καθώς οι αποδόσεις είναι οι καθοριστικοί προσδιοριστικοί παράγοντες στη μεγέθυνση των οικονομιών, μια πιο ανταγωνιστική οικονομία είναι μια οικονομία που πιθανότατα θα αναπτυχθεί ταχύτερα στο μεσο- και μακροπρόθεσμο ορίζοντα.

(World Economic Forum 2007)

Η ανταγωνιστικότητα των χωρών είναι το πεδίο εκείνο της οικονομικής θεωρίας που αναλύει τα στοιχεία και τις πολιτικές εκείνες που διαμορφώνουν την ικανότητα μιας χώρας να δημιουργεί και να διατηρεί ένα περιβάλλον που υποστηρίζει μεγαλύτερη παραγωγή αξίας για τις επιχειρήσεις και μεγαλύτερη ευημερία για τους πολίτες.
(Institute for Management Development 2006)

Ανταγωνιστικότητα είναι ο βαθμός στον οποίο ένα κράτος μπορεί, υπό συνθήκες ελεύθερης και δίκαιης αγοράς, να προσφέρει αγαθά και υπηρεσίες που πληρούν τα κριτήρια των διεθνών αγορών, διατηρώντας και

αυξάνοντας ταυτόχρονα τα πραγματικά εισοδήματα των ανθρώπων μακροχρόνια.

(OECD 1992)



Η ανταγωνιστικότητα ενέχει στοιχεία παραγωγικότητας, αποτελεσματικότητας και κερδοφορίας. Αλλά δεν είναι αυτοσκοπός ή απλός στόχος. Είναι ένα ισχυρό μέσο αύξησης του βιοτικού επιπέδου και της κοινωνικής ευημερίας – ένα εργαλείο για την επίτευξη στόχων.

Αυξάνοντας την παραγωγικότητα και την αποτελεσματικότητα στα πλαίσια της διεθνούς εξειδίκευσης, η ανταγωνιστικότητα προσφέρει παγκοσμίως τη βάση για την αύξηση των εισοδημάτων κατά μη πληθωριστικό τρόπο.

(Competitiveness Advisory {Ciampi} Group, “Enhancing European Competitiveness”.

First report to the President of the Commission, the Prime Ministers and the Heads of State, June 1995.)



Πρέπει να δούμε την ανταγωνιστικότητα ως το κύριο μέσο αύξησης του βιοτικού επιπέδου, απασχόλησης των ανέργων και εξάλειψης της φτώχειας.

(Competitiveness Advisory {Ciampi} Group. “Enhancing European Competitiveness”.

Second report to the President of the Commission, the Prime Ministers and the Heads of State, December 1995)



Η ανταγωνιστικότητα είναι η ικανότητα μιας χώρας να πετύχει διατηρήσιμα υψηλούς ρυθμούς αύξησης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ.

(World Economic Forum 1996)



Η έννοια της ανταγωνιστικότητας περικλείει τόσο την αποδοτικότητα (επίτευξη στόχων με το μικρότερο δυνατό κόστος)όσο και την αποτελεσματικότητα (επιλογή των κατάλληλων στόχων). Αυτή η επιλογή

βιομηχανικών στόχων είναι κρίσιμη. Η ανταγωνιστικότητα περιλαμβάνει τόσο τους στόχους όσο και τα μέσα για την επίτευξή τους.

(Buckley, et al. 1988)



Ανταγωνιστικότητα σημαίνει υποστήριξη της ικανότητας των επιχειρήσεων, κλάδων, περιφερειών, χωρών ή διακρατικών περιοχών να δημιουργούν σχετικά υψηλά επίπεδα εισοδήματος και απασχόλησης των συντελεστών τους, ενώ παραμένουν εκτεθειμένες στο διεθνή ανταγωνισμό.

(OECD 1996)



Η ανταγωνιστικότητα αναφέρεται στην ικανότητα μιας χώρας να πετύχει τους βασικούς στόχους της οικονομικής της πολιτικής, ιδιαίτερα την αύξηση του εισοδήματος και της απασχόλησης, χωρίς να αντιμετωπίσει προβλήματα στο ισοζύγιο πληρωμών της.

(Fagerberg 1996)



Η ικανότητά μας να προσφέρουμε αγαθά και υπηρεσίες που πληρούν τα κριτήρια του διεθνούς ανταγωνισμού ενώ οι πολίτες μας απολαμβάνουν ένα βιοτικό επίπεδο που αυξάνεται και είναι διατηρήσιμο.

(Tyson 1992)



Μια χώρα θεωρείται ανταγωνιστική αν πουλάει αρκετά προϊόντα και υπηρεσίες, με εισοδήματα για τους συντελεστές συμβατά με τις προσδοκίες και βλέψεις (τρέχουσες και συνεχώς μεταβαλλόμενες) της χώρας, υπό συνθήκες (μακρο-οικονομικές και κοινωνικές) που κρίνονται ως ικανοποιητικές από τους πολίτες.

(Aiginger 1996)



Ανταγωνιστικότητα είναι η ικανότητα μιας χώρας ή περιοχής να δημιουργεί ευημερία.

(Aiginger 2006)



Ανταγωνιστικότητα είναι ο βαθμός στον οποίο ένα Κράτος μπορεί, υπό συνθήκες ελεύθερης και δίκαιης αγοράς, να παράγει αγαθά και υπηρεσίες που πληρούν τα κριτήρια των διεθνών αγορών, διατηρώντας και αυξάνοντας ταυτόχρονα το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα

( ΟΟΣΑ, Αμερικάνικο Συμβούλιο Ανταγωνιστικότητας)

Ανταγωνιστικότητα είναι η ικανότητα διατήρησης και βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των πολιτών της χώρας και αναφέρεται στην

Αναβάθμιση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος

Ενίσχυση της απασχόλησης και της κοινωνικής συνοχής

Περιβαλλοντική προστασία

Βελτίωση της παραγωγικότητας, υπό συνθήκες παγκοσμιοποίησης

kanali.gr