Το κρασί έπαιξε τεράστιο ρόλο στην διαμόρφωση και ανάπτυξη του ελληνικού πνεύματος και, επειδή καλλιέργησε την ανταλλαγή απόψεων, έγινε εργαλείο αναζήτησης της ελευθερίας
Μέσα στον πότη κρασιού εκμαίνεται ο βάρδος, που έχει πάντα μεγαλύτερη έξαρση από το τάλαντο. Έτσι, ο πότης κρασιού ανασκευάζει το παρελθόν κατά βούλησιν. Συλλαμβάνει μεγάλες ιδέες. Τα πάντα πρέπει να περάσουν από το αφύλακτο τελωνείο του στόματος. Οι επιθυμίες του μοιάζουν μολοσσοί δεμένοι με κλωστή. Στον πότη κρασιού υπάρχει μία μεταδοτική λαχτάρα για ανεξέλεγκτη ελευθερία, αλλά και για πρωτόγνωρη δημιουργία.
Δεν υπάρχει, πλέον, καμμία ιστορική αμφιβολία. Η Μεσόγειος, με επίκεντρο την Ελλάδα και την Ιωνία, υπήρξε η κοιτίδα του δυτικού πολιτισμού. Και επειδή ο πολιτισμός αυτός είναι οικουμενικός, μπορούμε να πούμε ότι η Λεκάνη της Μεσογείου είναι η μήτρα του σημερινού κόσμου.
Στα παράλια της Μεσογείου, ο Θαλής ο Μιλήσιος, ο Πυθαγόρας ο Σάμιος, ο Ιπποκράτης ο Κώος, ο Ευκλείδης της Αλεξανδρείας, ο Αρχιμήδης ο Συρακούσιος και ο Περικλής ο Αθηναίος οικοδόμησαν, κατά τρόπον εκπληκτικό, μία «μοναδική και αόρατη αυτοκρατορία, το μεγαλείο της οποίας διαρκεία ακόμα, χωρίς καμμίαν απολύτως παρακμή, και φθάνει μέχρι όλους εμάς». Αυτά τονίζει ο γνωστός Γάλλος ιστορικός και φιλόφοφος, Μισέλ Σερ, προσθέτοντας ότι η Μεσόγειος –και μαζί της η Ελλάδα– έδωσαν ένα ιστορικό παρόν εντόνως πολυεδρικό και εξαιρετικά ασύνηθες ως προς την υφή και την ποιότητά του.
Υπό την σκιά την ελαιόδενδρων, ή ακόμα μέσα στα κάτασπρα σπίτια των ελληνικών νησιών, της Σικελίας, των πόλεων της Αιγύπτου, αναπτύχθηκαν κορυφαία πνευματικά φαινόμενα και μυστικές πηγές χαρισματικών εμπνεύσεων. Μία από τις τελευταίες είναι συνυφασμένη με την ανάδυση του ελληνισμού, δηλαδή ενός σημαντικού πνευματικού γεγονότος το οποίο, τότε, έφερε την σφραγίδα της δωρεάς, του ανεπανάληπτου.
Ο ελληνισμός, στην Αττική του 5ου π.Χ. αιώνα, ανεδείχθη ως τρόπος υπάρξεως. Τούτο σημαίνει ότι περιέχει το πνεύμα. Περιέχει τις εκφάνσεις της βιοτικής ύπαρξης των ανθρώπων. Αλλά δεν περιέχεται σε αυτά. Τα υπερβαίνει. Υπερβαίνει και το πνεύμα και την βιοτική ύπαρξη των ανθρώπων, ως μία ανώτερη ενότητα η οποία συνδιαλέγεται αενάως και διαλεκτικώς με την ενότητα που συνιστά η εξατομικευμένη ανθρώπινη ύπαρξη. Ωστόσο, η ενότητα την οποία συνιστά ο ελληνισμός δεν είναι καθόλου αφηρημένη. Αντιθέτως, γίνεται άμεσα, αυτόματα αντιληπτή και δίνει έντονο και διαυγές παρόν μέσα στο περιβάλλον της: το ελληνικό περιβάλλον.
Η υφή του περιβάλλοντος αυτού προκύπτει από στοιχεία περιγράψιμα, επιδεχόμενα ανάλυση, αλλά και από στοιχεία άρρητα, μη περιγράψιμα, αλλά εντόνως εναργή. Με τον ελληνισμό, ο άνθρωπος, για πρώτη φορά στην ιστορία του, επεμβαίνει αποφασιστικά στον κόσμο δια του ορθού λόγου, ο οποίος παρατίθεται στον μύθο. Μέσα σε αυτό το κλίμα συντελείται, για πρώτη φορά, μία παρθενογένεση: ο λόγος αντιδιαστέλλει εαυτόν από τον μύθο, αγωνιζόμενος το αυτό άθλημα: την ερμηνεία της φύσεως –δηλαδή, την ερμηνεία του κόσμου και των μεταβολών του– ακολουθώντας, ωστόσο, δικούς του δρόμους, δικούς του νόμους και δική του δυναμική. Η βάση αυτής της δυναμικής ήταν η εξής: Αναζητείται μία «πρώτη αρχή», από την οποίαν απορρέουν αναγκαίως πλείστα γεγονότα και, εν τέλει, το σύνολο των φαινομένων της φύσεως. Τούτο σημαίνει ότι εγκαθίσταται μία σχέση αιτίου και αποτελέσματος, μία αιτιοκρατική σχέση. Έτσι, ο κόσμος δεν ερμηνεύεται πλέον μυθολογικά, κατά τρόπον άτακτο και, ενίοτε, ανακόλουθο, αλλά επιβάλλεται στον κόσμο αυτόν μία τάξη η οποία απορρέει από τις λογικές σχέσεις αιτίου (πρωταρχής) και αποτελέσματος (φαινομένου).
Ο Έλληνας, λοιπόν, συλλαμβάνει μία λογική αρχή, υποτάσσεται σε αυτήν, ώστε, δι αυτής, να υποτάξει –δηλαδή, να ταξιθετήσει– τον κόσμο. Φυσικά, η «πρώτη αρχή» δεν ήταν για όλους η ίδια. Διαφέρει. Για τον Θαλή ήταν το «ένζωον ύδωρ», για τον Αναξίμανδρο το «άπειρον», για τον Αναξιμένη ο «αέρας», κλπ. Αλλά ο τρόπος με τον οποίον εκτυλίσσεται αυτή η σκέψη ήδη παρουσιάζει σταθερά χαρακτηριστικά: την μη αποδοχή της μυθολογικής ερμηνείας του κόσμου, την αποδοχή μιας φυσικής «πρώτης αρχής» ως ουσίας του κόσμου, την υιοθεσία της αρχής αιτίου-αιτιατού για την εκτύλιξη της σκέψεως και την διαρκή και συνεπή συμμόρφωση προς την αρχή αυτή.
Άρα, ο Έλληνας υπόταξε το χάος με το να δώσει έλλογη εκδοχή για τον κόσμο και τα φαινόμενά του, δηλαδή περί της φύσεως. Μία εκδοχή η οποία να έχει εσωτερική τάξη και συνέπεια στην δομή της. Η λογική της καθαρότητας διαφορίζει πλέον θεμελιακά την ατμόσφαιρα αυτής της εποχής. Την διαφορίζει και από την προηγηθείσα εποχή της ποιητικής μυθολογικής κοσμογονίας, καθώς και από το δεισιδαιμονικό κλίμα μέσα στο οποίο κινήθηκαν και αναπτύχθηκαν άλλοι πολιτισμοί της εποχής εκείνης.
Ποια ήταν η ποιοτική διαφορά του ελληνικού τρόπου ύπαρξης σε σχέση με τους αντίστοιχους άλλους εκείνης της εποχής; Η διαφορά αυτή δεν προέκυψε από το πλάτος των συμβατικών γνώσεων που διέθεταν οι Έλληνες, ούτε από τον βαθμό δυνατότητας που είχε ο άνθρωπος να επηρεάσει ή να τιθασσεύσει τις δυνάμεις της φύσεως. Αυτά τα διέθεταν και άλλοι λαοί εκείνης της περιόδου. Η κύρια ποιοτική διαφορά του ελληνισμού από τους άλλους τρόπους υπάρξεως ήταν εκείνη η ιδιάζουσα πνευματική ηρεμία κατά την θεώρηση του κόσμου –ο αδέσμευτος από κάθε δεισιδαιμονία νους, ο οποίος απλώθηκε με ελευθερία, κάποτε δε και με ελευθεριότητα.
Στο πλαίσιο αυτής της πορείας του ελληνισμού, το κρασί έπαιξε μεγάλο ρόλο στην ανάπτυξη του πνεύματος και του στοχασμού. Το ίδιο ισχύει και για τα συμπόσια. Στους Έλληνες των αρχαίων πόλεων δεν άρεσε να δειπνούν μόνοι. Άρχισαν έτσι να οργανώνονται συνεστιάσεις, που με τον χρόνο έγιναν κοινωνικός θεσμός συνυφασμένος με την ελεύθερη ιδεολογική συζήτηση, άρα με την ελευθερία της σκέψης. Όπως επισημαίνει και η κ. Σταυρούλα Κουράκου-Δραγώνα, πρόεδρος του Ιδρύματος «Φανή Μπουτάρη», τα συμπόσια αποτελούνταν από δύο αυτοτελή μέρη: το δείπνο, το οποίο συνήθως ήταν σύντομο και αρκετά λιτό, και το ποτό. Επίσης, είναι σημαντικό να υπογραμμισθεί ότι η κοινωνική βάση του συμποσίου ήταν η συντροφιά ίσων εταίρων. Η συναναστροφή δεν βασιζόταν σε συγγένεια αίματος ή σε κοινωνική εξάρτηση, αλλά σε ισότητα και φιλία.
Τα συμπόσια εξελίχθηκαν έτσι σε πραγματική απόλαυση του κρασιού και σε συντροφική διασκέδαση, ανάλογα με το πώς αντιλαμβανόταν την διασκέδαση η κάθε κοινωνική ομάδα. Διότι, μπορεί ο Πλάτωνας να κατακρίνει στον Πρωταγόρα αυτούς που δεν ήσαν ικανοί να ευθυμήσουν τραγουδώντας οι ίδιοι ή συζητώντας, και μπορεί ο Πλούταρχος να θεωρεί ότι «πρώτον δε πάντων τέτακται το περί του φιλοσοφείν παρά ποτόν», όμως στις ελληνικές πόλεις είχε γίνει μόδα η συνήθεια που είχε εισαχθεί στα συμπόσια της Ιωνίας, ήδη από τον 7ο αιώνα, κατ΄ απομίμηση των συμποσίων των Λυδών, να μετακαλούνται και να μισθώνονται μίμοι, θαυματοποιοί, γελωτοποιοί, χορευτές, προς τέρψιν των συνδαιτυμόνων –διότι, στο κρασί και στην συντροφικότητα, οι άνθρωποι αναζητούσαν την ευφορία και την ευθυμία.
Ταυτοχρόνως, μέσα από το ποτό ζητούσαν και μία ψυχική απελευθέρωση, έναν ψυχικό αναβαπτισμό, που μόνον το κρασί χαρίζει αφειδώς. Όποιος πίνει κρασί τέρπεται, κυριεύεται από μία πληθωρική ικανότητα διάκρισης απίθανων αποχρώσεων, ειδικά εκεί που δεν υπάρχουν, λες και έχει προστεθεί ακόμα ένας φλοιός στον εγκέφαλό του. Ο πότης κρασιού, όταν γεύεται το αγαπητό του ποτό νοιώθει την χαρμόσυνη αίσθηση του ανθρώπου που κάποια αόρατα χέρια τον ελευθέρωσαν, άγνωστο από ποια δεσμά. Τον καταλαμβάνει μία ισχυρή διάθεση για λεπτότητες και γενναιοδωρίες, ξένες στην κατάσταση αυτών που δεν πίνουν. Η τσιγγουνιά έχει ελάχιστους πιστούς στον χώρο των καταναλωτών κρασιού. Το κρασί ξαναδίνει στον δειλό την τόλμη, στον χαμένο την ελπίδα, αφαιρεί τις εγκοπές από την λαλιά του τραυλουύ και κάνει τον αέρα αιωρούμενο χρυσάφι. Το παρόν επιβάλλεται κατά κράτος. Παρελθόν και μέλλον φιλοξενούνται στο τώρα.
Μέσα στον πότη κρασιού εκμαίνεται ο βάρδος, που έχει πάντα μεγαλύτερη έξαρση από το τάλαντο. Έτσι, ο πότης κρασιού ανασκευάζει το παρελθόν κατά βούλησιν. Συλλαμβάνει μεγάλες ιδέες. Τα πάντα πρέπει να περάσουν από το αφύλακτο τελωνείο του στόματος. Οι επιθυμίες του μοιάζουν μολοσσοί δεμένοι με κλωστή. Στον πότη κρασιού υπάρχει μία μεταδοτική λαχτάρα για ανεξέλεγκτη ελευθερία, αλλά και για πρωτόγνωρη δημιουργία.
Στα συμπόσια γεννήθηκε η λυρική ποίηση, ειδικότερα δε το είδος εκείνο που καλείται συμποσιακή. Στους οινότευκτους στίχους της, ο «λυροπαίγνων, οιστρομανής και διθυραμβογενής» Διόνυσος είχε εξέχουσα θέση, αφού ήταν κοινός τόπος ότι η αρχική έμπευση ερχόταν θεόθεν. Στην Αθήνα των κλασσικών χρόνων, ο θεσμός του ποτού –που ήταν το κύριο μέρος του συμποσίου– είχε πάρει έναν χαρακτήρα πνευματικότητας και κοινωνικότητας. Ο Πλάτωνας τον είχε εισαγάγει στην Ακαδημία, διότι πίστευε ότι το συμπόσιο, όταν διεξάγεται ορθώς, είναι μεγάλο σχολείο για τον χαρακτήρα. Διδάσκει στον άνθρωπο το μέγα καθήκον του άριστου πολίτη: Άρχειν τε και άρχεσθαι μετά δίκης. Τού διδάσκει την ελεύθερη, την άνευ εξαναγκασμού υποταγή στους νόμους και είναι, μαζί, δοκιμασία της αυτοκυριαρχίας της ψυχής και «γυμνασία αιδούς».
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Πλάτωνας τοποθέτησε τους φιλοσοφικούς διαλόγους του για τον έρωτα στο πλαίσιο ενός συμποσίου. Τα πρόσωπα που παίρνουν μέρος στο πλατωνικό Συμπόσιο δεν είναι ποιητικά δημιουργήματα, είναι άνθρωποι παρμένοι μέσα από την ζωή. Το γεγονός ότι οι συμπότες ήταν υπαρκτοί, δίνει μία ιδιαίτερη γοητεία στους διαλόγους. Και ακόμη, όλες αυτές οι αναφορές στα έθιμα του συμποσίου που εισάγει ο Πλάτωνας κατά την διήγηση με συντομία και διακριτικότητα, ζωντανεύουν την αίθουσα του ποτού, τους φιλοξενούμενους και τον οικοδεσπότη, τις μορφές, τους χαρακτήρες τους και τις συνήθειές τους, έτσι που ο αναγνώστης νοιώθει σαν να παρευρίσκεται ο ίδιος σε ένα αληθινό συμπόσιο, ανάμεσα σε Αθηναίους του 5ου αιώνα.
Ωστόσο, πέρα από το Συμπόσιο του Πλάτωνα, το κρασί, μολονότι προκαλεί την μέθη των ανθρώπων, κρατούσε προνομιούχο ρόλο τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια. Κατά τον Όμηρο, ο οίνος εκφράζει συντροφική εγκαρδιότητα, ευτυχία, φιλική διάθεση απέναντι στον ναυαγό ή τον ταξιδευτή και, ως σπουδή ακόμα, αποτελεί σιωπηλή επίκληση του θείου. Όπως μάς λέει ο Όμηρος, κρασί δέχεται ο Οδυσσέας στο νησί των Φαιάκων, στο νησί της Καλυψούς, στο ταπεινό καλύβι του Εύμαιου. Αντιθέτως, στους φοβερούς τόπους όπου τον στέλνει η μοίρα του, όπως η χώρα των Λαιστρηγόνων, που θεωρούν εχθρό κάθε ξενόφερτο, ο βασιλιάς της Ιθάκης φθάνει και φεύγει άοινος. Μόνον μία φορά το κρασί δεν θα υπηρετήσει την φιλία, στην περίπτωση του Κύκλωπα: τότε χρησιμοποιήθηκε για να μεθύσει ο Πολύφημος και έτσι να μπορέσει ο Οδυσσέας να ξεφύγει από τα χέρια του.
Είναι, λοιπόν, ξεκάθαρο από την μελέτη της Ιστορίας, ότι το κρασί αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του ελληνισμού, ο οποίος είναι και η κατ΄ εξοχήν έκφραση της ελευθερίας. Διότι, όπως επισημαίνει και ο καθηγητής Τάκης Τζαμαλίκος στο θαυμαστό βιβλίο του Ελληνισμός και Αλλοτροίωση, μέσα στο περιβάλλον όπου αναπτύχθηκε το ελληνικό πνεύμα η ελευθερία δεν αποτέλεσε απλώς τάση του πνεύματος. Στην Αρχαία Ελλάδα, και στην Αττική ειδικότερα, μετουσιώθηκε και σε πράξη, δηλαδή σε κοινωνική δυναμική. Σε αυτή την διαύγεια του περιβάλλοντος, το ανθρώπινο πρόσωπο φωτίζεται και αποκτά δική του, εντελώς ιδιαίτερη ταυτότητα. Τούτο είναι επόμενον, περίπου, διότι ο ελληνισμός, ως διανοίγων απειρία προοπτικών, μεγιστοποιεί την ευθύνη του προσώπου. Η δε ευθύνη αποτελεί μία από τις κορυφαίες υπαρξιακές καταστάσεις του ανθρώπου, διότι, δι αυτής, κατακτά την μοναδικότητά του. Όμως, στους Έλληνες της εποχής εκείνης, η ευθύνη δεν είναι εναγώνια, διότι υπάρχει η πρωτοκαθεδρία του λόγου που εξασφαλίζει την πνευματική ηρεμία.
Έτσι, η αίσθηση της ελευθερίας ως υπαρξιακό «φόντο» του ελληνικού τρόπου ύπαρξης εκδηλώνεται σε όλε τις εκφάνσεις του ελληνικού βίου. Ιδιαιτέρως δε μέσα από την τέχνη, η οποία δεν επεχείρησε να απεικονίσει τα εγκόσμια ώστε να παρέχει αισθητική απόλαυση. Πήγε πολύ πιο ψηλά. Επεδίωξε να δώσει όχι μόνον το Ωραίο, αλλά και το Αιώνιο. Και, από την άποψη αυτή, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η ελληνική τέχνη συνδέθηκε με τον οίνο που ευφραίνει τις καρδιές και αποτελεί συστατικό στοιχείο του ελληνισμού, ενώ ο τελευταίος είναι η προϋπόθεση της ελευθερίας. *
* Για την συγγραφή αυτού του άρθρου, πέρα από τις απόψεις του καθηγητή Τάκη Τζαμαλίκου, χρησιμοποιήσαμε και σκέψεις του συγγραφέα Κωστή Παπαγιώργη, παρμένες από το θαυμάσιο βιβλίο του Περί Μέθης.