ΜΑΝΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ
Η φράση «I see dead people» είναι μια από τις πλέον ιστορικές ατάκες της νεώτερης φουρνιάς κινηματογραφικών ταινιών, χαρακτηρίζοντας μια δεκαετία στη διάρκεια της οποίας το Χόλιγουντ προσπάθησε να κάνει ένα περισσότερο θεαματικό βήμα για να απεικονίσει με πειστικότητα την πραγματική ζωή.
Στην Ελλάδα του 2012, της μεγάλης σύνθεσης και πολυεπίπεδης κρίσης κατ’ αντιστοιχία, αν γυρίσει κανείς το κεφάλι του και κοιτάξει γύρω του, πίσω και μπροστά του, δεν θα δει «dead people», αλλά νοσταλγούς της δραχμής. Σχεδόν σε κάθε επαγγελματικό χώρο. Σε κάθε γειτονιά. Πολλές φορές, και σε κάθε σπίτι.
Η επιστροφή στη δραχμή φυσικά, δεν μπορεί να σταθεί σοβαρά ως συζήτηση για το μέλλον του τόπου. Μιας και, πολύ απλά, θα σημαίνει ότι η χώρα δεν έχει μέλλον. Ότι η εθνική διαδρομή θα έχει διακοπεί, βιαστικά, άγαρμπα και βίαια, σε ένα μελαγχολικό παρόν αυτοκταστροφής. Αυτοχειρίας.
Κι όμως… Μπορεί κανείς να ακούσει ή και να διαβάσει, από πολιτικούς και δημοσιογράφους, που εκ των πραγμάτων έχουν τη δυνατότητα δημοσίου βήματος για να εκφέρουν τις απόψεις τους, θέσεις και υπονοούμενα για το… όχι και τόσο αρνητικό ενδεχόμενο επιστροφής στη δραχμή.
Σε αντίθεση με τον μέσο πολίτη, που λόγω ελλειπούς ενημέρωσης ή ακόμη και τσαλακωμένης ψυχραιμίας εξαιτίας της δύσκολης καθημερινότητας που βιώνει, δεν έχει τη δυνατότητα να σταθμίσει σωστά τα δεδομένα, και να τα αξιολογήσει πλήρως και σε βάθος του χρόνου, οι νοσταλγοί της δραχμής στον δημόσιο βίο, κάθε άλλο παρά «αθώοι» είναι.
Γνωρίζοντας ότι μπορούν να επηρεάσουν, ή ακόμη και να κατευθύνουν μια κοινωνία σε απόγνωση, επομένως και σε σύγχυση, δεν διστάζουν να τζογάρουν με την εθνική χρεοκοπία, και όχι μόνο την οικονομική, που θα συνεπαγόταν για την Ελλάδα μια επιστροφή στο νομισματικό καθεστώς της δραχμής.
Αυτά τα… νεο-CDS, θα πρέπει να εντοπιστούν, να απομονωθούν, και να υποδειχθεί δημοσίως ο εθνικά διαβρωτικός ρόλος τους. Για να βάλει η ίδια η ελληνική κοινωνία φρένο… κερδοσκοπίας, στα πιο «άρρωστα» κύτταρά της. Που δεν εννοούν να καταλάβουν ότι η Ελλάδα γυρίζει σελίδα, και οι ίδιοι μένουν πίσω. Στις πιο σκοτεινές σελίδες της εθνικής αφήγησης που προηγήθηκε.