Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011

Όλες οι αλλαγές του νομοσχεδίου-σκούπα για το ασφαλιστικό

Του Αντώνη Βασιλόπουλου
Σειρά ρυθμίσεων για το ασφαλιστικό συνταξιοδοτικό καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων περιλαμβάνει το νομοσχέδιο «σκούπα» του υπουργείου Οικονομικών, το οποίο βάζει φρένο στη συνταξιοδότηση των γυναικών, όπου απαιτείται το 52ο έτος και των ανδρών, όπου απαιτείται το 55ο έτος, καθώς και πλαφόν στις συντάξεις του δημοσίου..
Περαιτέρω ρυθμίζεται το ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς των μετατασσομένων από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα σε φορείς που διέπονται από άλλο ασφαλιστικό - συνταξιοδοτικό καθεστώς, αντιμετωπίζονται ασφαλιστικά – συνταξιοδοτικά θέματα εργαζομένων ΝΠΔΔ και αναδιαρθρώνεται η Γενική Διεύθυνση Συντάξεων του ΓΛΚ, έτσι ώστε να επιτευχθεί αποτελεσματικότερη εξυπηρέτηση των πολιτών και να μειωθεί ο χρόνος απονομής των συντάξεων.
Έτσι για όσους έχουν ασφαλισθεί για πρώτη φορά από 1.1.1993 και μετά και θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης από 1.1.2013 και μετά, θα λαμβάνουν σύνταξη με τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους υπό την προϋπόθεση ότι έχουν συμπληρώσει 40 ετών πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας.
Επεκτείνονται για λόγους ισότητας και σε όσους έχουν ασφαλισθεί για πρώτη φορά από 1.1.1993 και μετά, οι ευνοϊκές διατάξεις που ισχύουν για τους βαριά αναπήρους (τυφλοί, τετραπληγικοί, νεφροπαθείς κ.λ.π) και οι οποίες προβλέπουν τη δυνατότητα συνταξιοδότησης των προσώπων αυτών με τη συμπλήρωση 15 ετών υπηρεσίας, ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας και τον υπολογισμό της σύνταξής τους με βάση τα 35 έτη υπηρεσίας.
Τίθεται ανώτατο όριο στις συντάξιμες αποδοχές καθώς το ποσό της μηνιαίας σύνταξης δεν θα μπορεί πια να υπερβαίνει το μηνιαίο συντάξιμο μισθό, παρά μόνο στην περίπτωση που η σύνταξη προσαυξάνεται με πτητικά κ.λ.π. εξάμηνα ή υπολογίζεται με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 και 1977/1991 (για θύματα τρομοκρατίας).
Με τις προτεινόμενες διατάξεις, καταργούνται ανενεργείς από πολλού χρόνου διατάξεις των συνταξιοδοτικών κωδίκων του Δημοσίου και τροποποιούνται επιμέρους διατάξεις των κωδίκων αυτών, ώστε να καταστούν περισσότερο λειτουργικές. Περαιτέρω τροποποιούνται διατάξεις του ν. 3865/2010,προκειμένου να αντιμετωπιστούν ζητήματα που προέκυψαν κατά την πρακτική εφαρμογή τους, ρυθμίζεται το ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς των μετατασσομένων από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα σε φορείς που διέπονται από άλλο ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς, αντιμετωπίζονται ασφαλιστικά – συνταξιοδοτικά θέματα εργαζομένων Ν.Π.Δ.Δ. και αναδιαρθρώνεται η Γενική Διεύθυνση Συντάξεων του Γ.Λ.Κ, έτσι ώστε να επιτευχθεί αποτελεσματικότερη εξυπηρέτηση των πολιτών και να μειωθεί ο χρόνος εξέτασης υποθέσεων αρμοδιότητάς της καθώς και το λειτουργικό και διοικητικό της κόστος.

Όλες οι αλλαγές με βάση το νομοσχέδιο
Ειδικότερα:

Με το άρθρο 8 επιχειρείται ηεξάλειψη ερμηνευτικών-λειτουργικών προβλημάτων, που έχουν ανακύψει μετά την υπαγωγή από 1.1.1985 των δημοτικών και κοινοτικών υπαλλήλων στο συνταξιοδοτικό καθεστώς του Δημοσίου, δυσχεραίνοντας το έργο των αρμοδίων Δ/νσεων της Υπηρεσίας Συντάξεων.
Η επιφύλαξη ως προς τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν.3865/2010, συνίσταται στο ότι το προσλαμβανόμενο από 1.1.2011 προσωπικό στους Δήμους, υπάγεται βάσει αυτών στο ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό καθεστώς του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ (όπως και όλοι οι προσλαμβανόμενοι στο Δημόσιο από την ίδια ως άνω ημερομηνία) και κατά συνέπεια δεν ισχύουν γι’ αυτό οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων ή του ν. 2084/1992, κατά περίπτωση.
Με τις διατάξεις της παρ. 2, καλύπτεται και τυπικά η ενσωμάτωση στο συντάξιμο μισθό των μελών ΕΠ της ΑΣΠΑΙΤΕ του επιδόματος βιβλιοθήκης το οποίο καταβάλλεται με τις αποδοχές τους, αφού η αρμόδια Δ/νση Κανονισμού Συντάξεων του Γ.Λ.Κ., ερμηνεύοντας τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν.3620/2007 με τις οποίες ενσωματώθηκε το ανωτέρω επίδομα στις συντάξιμες αποδοχές των μελών ΔΕΠ των Πανεπιστημίων και ΕΠ των Τ.Ε.Ι. και μετά από σύμφωνη γνώμη του Νομικού Συμβούλου στην Υπηρεσία Συντάξεων, είχε ήδη ενσωματώσει το επίδομα αυτό στο συντάξιμο μισθό των μελών ΕΠ της ΑΣΠΑΙΤΕ.
Με τις διατάξεις της παρ. 3, καθορίζεται ο συντάξιμος μισθός των συμβούλων και μόνιμων Παρέδρων του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (Π.Ι) που εντάσσονται στο Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (Ι.Ε.Π), με βάση τις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 20 του προαναφερόμενου νόμου. Με τις διατάξεις της παρ. 4, επαναδιατυπώνονται οι διατάξεις της παρ. 12 του άρθρου 6του ν. 3865/2010, ώστε να αποσαφηνισθεί πλήρωςότι: α) όσοι υπάλληλοι έχουν θεμελιώσει δικαίωμα σύνταξης μέχρι την 31-12-2010 δεν υπάγονται στις διατάξεις αυτές και β) ο αναγνωριζόμενος με βάση τις διατάξεις αυτές χρόνος παιδιών, για όσους θεμελιώνουν, με συνυπολογισμό του χρόνου αυτού, δικαίωμα σύνταξης μέχρι την 31-12-2010, λαμβάνεται υπόψη μόνο για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης και όχι και για την προσαύξηση αυτής.
Με τις προτεινόμενες διατάξεις της παρ. 5, προβλέπεται ότι η προϋπηρεσία του υπαλλήλου που έχει αποτελέσει προσόν διορισμού και για την οποία έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές σε άλλο ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης, εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν.1405/1983 (διαδοχική ασφάλιση), πρακτική άλλωστε που ακολουθείται από τις αρμόδιες Διευθύνσεις συντάξεων από την 1-1-1993 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 2084/1992). Με τις ίδιες διατάξεις θεσπίζεται ότι για το συντάξιμο του χρόνου που διανύθηκε σε Χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με τις διατάξεις της παρ.6 επιχειρείται ο επαναπροσδιορισμός του συνολικού ποσού της σύνταξης που κανονίζεται με βάση τις διατάξεις του ν. 3029/2002. Ο επαναπροσδιορισμός αυτόςθα γίνεται κατά τέτοιο τρόπο, ούτως ώστε να κατατείνει στο ίδιο αποτέλεσμα (δηλ. στο ίδιο συνολικό ποσό σύνταξης) με βάση όμως συνταξιοδοτικά «γνωρίσματα» (Μισθολογικό Κλιμάκιο και χιλιοστά) δημοσίου υπαλλήλου ή λειτουργού ο οποίος έχει συνταξιοδοτηθεί με βάση την ισχύουσα μέχρι 31.12.2007 (πριν την ισχύ του ν. 3029/2002) συνταξιοδοτική νομοθεσία. Έτσι ο συνταξιούχος αυτός στο εξής θα αναγνωρίζεται ως συνταξιούχος του Δημοσίου με Μ.Κ. και χιλιοστά που προκύπτουν από το άθροισμα των δύο διαφορετικά υπολογιζόμενων χρόνων ασφάλισης (προ και μετά την 31-12-2007) και κάθε φορά που θα αυξάνεται ή θα αναπροσαρμόζεται η σύνταξη δημοσίου υπαλλήλου με τα ίδια «χαρακτηριστικά», θα αυξάνεται ή θα αναπροσαρμόζεται κατά ενιαίο τρόπο και η σύνταξη που έχει κανονισθεί με βάση τις διατάξεις του ν. 3029/2002
Με τις διατάξεις της παρ. 7, τροποποιούνται οι διατάξεις πληρεξουσιότητας του π.δ. 169/2007, έτσι ώστε αφ ενός μεν να διευκρινιστεί ότι για μείζονα θέματα (αναγνώριση δικαιώματος σύνταξης ή επιδόματος κλπ) το ειδικό πληρεξούσιο που ορίζεται από αυτές είναι πληρεξούσιο που συντάσσεται ενώπιον συμβολαιογράφου, αφετέρου δε ορίζεται ότι για ελάσσονα ζητήματα, αρκεί η υποβολή εξουσιοδότησης θεωρημένη με το γνήσιο της υπογραφής από Δημόσια Αρχή και προκειμένου για κατοίκους εξωτερικού από την οικεία Προξενική Αρχή.
Με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 20 του ν. 3865/2010 με τις οποίες από 1.1.2011, αυξάνονταν τα έτη υπηρεσίας από 18 ή 20 κατά περίπτωση, σε 25, μετά τη συμπλήρωση των οποίων, μπορούσε να διπλασιαστεί ο χρόνος υπηρεσίας των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, που τελούν σε κατάσταση πτητικής ή καταδυτικής ενέργειας κ.λ.π. Με τις προτεινόμενες διατάξεις της παρ. 8, η κατά τα ανωτέρω αύξηση των ετών γίνεται σταδιακά σε βάθος 5ετίας, ώστε να μην υπάρξει βίαιη προσαρμογή των υπαγομένων στις διατάξεις αυτές, δεδομένων και των ιδιαιτεροτήτων που ενέχει η άσκηση των καθηκόντων τους.
Με τις διατάξεις της παρ. 9, επαναδιατυπώνονται οι διατάξεις του άρθρου 55 του π.δ. 169/2007, περί ανωτάτου ορίου σύνταξηςώστε να απλουστευθούν και να είναι δυνατή η ευχερής εφαρμογή τους. Έτσι:
α) ορίζεται ότι κατ’ εξαίρεση το ποσό της μηνιαίας σύνταξης μπορεί να υπερβαίνει το μηνιαίο συντάξιμο μισθό, μόνο στην περίπτωση που η σύνταξη προσαυξάνεται με πτητικά κ.λ.π. εξάμηνα ή υπολογίζεται με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 και 1977/1991 (θύματα τρομοκρατίας), οπότε για την κατά τα ανωτέρω σύγκριση, το ποσό του μηνιαίου συντάξιμου μισθού προσαυξάνεται κατά 50% (παρ. α) και
β) ορίζεται ότι για τους συνταξιούχους του Δημοσίου που λαμβάνουν και άλλη σύνταξη από το Δημόσιο ή από οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα κύριας ή επικουρικής ασφάλισης, το ακαθάριστο ποσό της σύνταξής τους ή το άθροισμα των ακαθάριστων ποσών συντάξεων δεν μπορεί να υπερβαίνει το ακαθάριστο ποσό των μηνιαίων αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου με 35 χρόνια υπηρεσίας, όπως αυτές ίσχυαν μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 3670/2008, ειδικά δε για τους δικαστικούς λειτουργούς όπως οι αποδοχές αυτές ισχύουν σήμερα.

Με τις διατάξεις της παρ. 11:

α) Αυστηροποιούνται οι διατάξεις του β’ εδαφίου της υποπερίπτωσης αα της περ. β΄ της παρ. 3 του άρθρου 56 του π.δ. 169/2007, που προβλέπουν ότι τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης δεν ισχύουν όταν ο υπάλληλος έχοντας θεμελιώσει δικαίωμα σύνταξης, αποχωρεί από την υπηρεσία πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης και καθίσταται εν τωμεταξύ ανίκανος κατά ποσοστό τουλάχιστον 67%.Με τις προτεινόμενες διατάξεις, στις ανωτέρω περιπτώσεις, απαραίτητη προϋπόθεση, προκειμένου να καταβληθεί άμεσα η σύνταξη, πέραν του ποσοστού ανικανότηταςπου προϋπήρχε προστίθεται και η προϋπόθεση της ανικανότητας για την άσκηση κάθε βιοποριστικού επαγγέλματος (περ. α΄).
β) Καταργούνται από 1-1-2013 οι ειδικές διατάξεις που παρέχουν στο φυλακτικό προσωπικό των καταστημάτων κράτησης καθώς και στους παιδονόμους των ιδρυμάτων αγωγής ανηλίκων, τη δυνατότητα καταβολής σύνταξης ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας (περ. β) και ορίζεται ότι το προαναφερόμενο προσωπικό, εξισώνεται, από 1.1.2013 ως προς τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησής του με τους τακτικούς υπαλλήλους του Δημοσίου (περ. γ’).


Επί του άρθρου 9
Με τις διατάξεις της παρ. 1:α)παρέχεται το δικαίωμα σε όσους έχουν ασφαλισθεί για πρώτη φορά από 1.1.1993 και μετά και θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης από 1.1.2013 και μετά, να λαμβάνουν σύνταξη με τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους υπό την προϋπόθεση ότι έχουν συμπληρώσει 40 ετών πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας. Οι διατάξεις αυτές κρίνονται επιβεβλημένες, προκειμένου να εξισωθούν ως προς το δικαίωμα σύνταξης με τους υπαλλήλους-λειτουργούς του Δημοσίου που έχουν ασφαλισθεί μέχρι 31.12.1992 (περ. α).
β) επεκτείνονται για λόγους ισότητας και σε όσους έχουν ασφαλισθεί για πρώτη φορά από 1.1.1993 και μετά, οι ευνοϊκές διατάξεις που ισχύουν για τους βαριά αναπήρους (τυφλοί, τετραπληγικοί, νεφροπαθείς κ.λ.π) και οι οποίες προβλέπουν τη δυνατότητα συνταξιοδότησης των προσώπων αυτών με τη συμπλήρωση 15 ετών υπηρεσίας, ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας και τον υπολογισμό της σύνταξής τους με βάση τα 35 έτη υπηρεσίας (περ. β’ και γ’).

Με τις διατάξεις της παρ. 2:

α) Προβλέπεται ότι, για τους υπαλλήλους του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ, που προσλαμβάνονται από 1.1.2011 και μετά, για τους οποίους προκύπτει σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία υποχρεωτική ασφάλιση στο Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (Μηχανικοί, γιατροί κ.λπ.), έχουν εφαρμογή, ως προς το ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς τους οι καταστατικές διατάξεις των τομέων του Ταμείου αυτού (περ. α).
β)Παρέχεται η δυνατότητα στους στρατιωτικούς που έχουν ασφαλισθεί για πρώτη φορά από 1.1.1993 και μετά, για τους οποίους προκύπτει υποχρεωτική, λόγω της ιδιότητάς τους, ασφάλιση στο Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (Μηχανικοί, γιατροί κ.λπ.), να ασφαλίζονταικαι στο Δημόσιο κατόπιν επιλογής τους, με ανάλογη προαιρετική υπαγωγή τους και στα αντίστοιχα Μετοχικά Ταμεία, στην περίπτωση δε αυτή, τροποποιείται ανάλογα η κατά ιδιότητα ασφάλισή τους στο ΤΣΜΕΔΕ ή στο ΤΣΑΥ, με υποχρεωτική υπαγωγή στην Ειδική Προσαύξηση του πρώτου και με εξαίρεση από τον Κλάδο Μονοσυνταξιούχων του δεύτερου.
Ταυτόχρονα, ρυθμίζονται ανακύπτοντα ασφαλιστικά ζητήματα και ορίζεται σε περίπτωση ελλείποντος ασφαλιστικού χρόνου, η κατά περίπτωση καταβολή ή μη ασφαλιστικών εισφορών (περ.β).

Με τις διατάξεις της παρ. 3:
α) επεκτείνονται οι ευεργετικές διατάξεις της περ. β τηςπαρ. 3 του ν.3865/2010 και στη χήρα σύζυγο και στα τέκνα παθόντων ή φονευθέντων λόγω βίαιου συμβάντος, που υπάγονται στις διατάξεις του ν. 1977/1991 (περ. α’).
β) διορθώνονται οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 4, της περ. α της παρ. 2 του άρθρου 3,της παρ. 1 του άρθρου 5 και τωνπαρ. 5 και 9 του άρθρου 6 του ν.3865/2010 επειδή στις διατάξεις αυτές είχαν, εκ παραδρομής, περιληφθεί (περ. β’ και δ’) ή απαλειφθεί (περ. γ’ και ε’) στοιχεία τα οποία είτε αλλοίωναν το νόημα των διατάξεων αυτών είτε δημιουργούσαν συντακτικό και κατά συνέπεια νοηματικό πρόβλημα.
Με τιςδιατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 19 του ν. 2084/1992 προβλέπεται η κατά παρέκκλιση, από τις ισχύουσες γενικές διατάξεις, θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος με την συμπλήρωση 15ετούς πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας. Στην περίπτωση αυτή η σύνταξη καταβάλλεται με τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας και προκειμένου για γυναίκες υπαλλήλους του 60ού. Επειδή με τις διατάξεις της παρ. 11 του άρθρου 6 του ν. 3865/2010 προβλέπεται ότι δικαιώματα που έχουν θεμελιωθεί μέχρι31.12.2010 δεν υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου αυτού(άρθρο 6 του ν. 3865/2010) και προς αποφυγή παρερμηνειών των διατάξεων αυτών, προτείνονται οι διατάξεις της παρ. 4 με τις οποίες ορίζεται ότι η κατά τα ανωτέρω κατά παρέκκλιση θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης συντελείται με την συμπλήρωση 15ετούς πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας και του 65ου έτους της ηλικίας και προκειμένου για γυναίκες υπαλλήλους του 60ού. Οι προτεινόμενες διατάξεις εναρμονίζονται και με τις διατάξεις της περ. α’ των παρ. 1 και 3 των άρθρων 3 και 7, αντίστοιχα, 2084/1992 με τις οποίες προβλέπεται ότι όσοι έχουν ασφαλιστεί για πρώτη φορά από 1-1-1993 και μετά θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα με τη συμπλήρωση 15ετούς πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας και του 65ου έτους της ηλικίας. Δηλαδή στις διατάξεις τηςπαρ. 11 του άρθρου 6 του ν. 3865/2010 υπάγονται όσοι έχουν συμπληρώσει κατά την 31-12-2010 15ετή πραγματική συντάξιμη υπηρεσία και το 65ο έτος της ηλικίας και προκειμένου για γυναίκες υπαλλήλους το 60ο (περ. α’ και β’).
Σημειώνεται ότι ήδη με τις διατάξεις της περ. γ’ της παρ. 7 του άρθρου 6 του ν. 3865/2010 το κατά τα ανωτέρω όριο ηλικίας των γυναικών υπαλλήλων (60ο) έχει αυξηθεί από 1-1-2011 στο 65ο.
α)Με τις διατάξεις των περ. α΄ και β΄ της παρ. 1 του άρθρου 62 του ν.2676/1999, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 13 του ν.3863/2010, ο επιζών σύζυγος λαμβάνει την εκ μεταβιβάσεως σύνταξη λόγω θανάτου χωρίς περιορισμούς για μία τριετία. Μετά την πάροδο της τριετίας προβλέπεται περιορισμός της σύνταξης αυτής εφόσον εργάζεται ή αυτοαπασχολείται ή λαμβάνει και άλλη σύνταξη κατά 50% ή 30%, σε περίπτωση που είναι κάτω ή άνω των 65 ετών αντίστοιχα.
Με τις διατάξεις τηςπερ. δ’ του προαναφερόμενου άρθρου, σε περίπτωση που ο επιζών σύζυγος λαμβάνει και σύνταξη από ίδιο δικαίωμα ή περισσότερες της μίας εκ μεταβιβάσεως συντάξεις λόγω θανάτου, κύριες ή επικουρικές, μπορεί να επιλέξει τη σύνταξη στην οποία θα γίνει ο ανωτέρω περιορισμός.
Με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 8 του ν.3865/2010, επεκτάθηκαν οι ανωτέρω διατάξεις των περ. α και β της παρ. 1 του άρθρου 62 του ν.2676/1999 και στους επιζώντες συζύγους που λαμβάνουν σύνταξη από το Δημόσιο, όχι όμως και αυτές της περ. δ της παρ. 1 του ανωτέρω άρθρου και νόμου και επομένως τα πρόσωπα αυτά δεν είχαν το δικαίωμα επιλογής της σύνταξης που θα περικοπεί.
Με τις προτεινόμενες διατάξεις της παρ 5 παρέχεται το προαναφερόμενο δικαίωμα επιλογής και στους επιζώντες συζύγους που λαμβάνουν σύνταξη είτε κατά μεταβίβαση είτε εξ ιδίου δικαιώματος από το Δημόσιο και σύνταξη, γενικά, από οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα κύριας ασφάλισης (περ. α’).
β) Με το άρθρο 13 του ν.3863/2010 (115 Α΄) αντικαταστάθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 62 του ν.2676/1999,όπως αυτές ίσχυαν μετά την αντικατάσταση τους με το άρθρο 4 του ν.3385/2005 (210 Α΄) και ρυθμίστηκε ενιαία το θέμα της χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου στον επιζώντα των συζύγων, έτσι ώστε να αντιμετωπίζονται οι εν λόγω δικαιούχοι με τον ίδιο τρόπο σε όλους τους φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της διάταξης αυτής (15.7.2010) και εφεξής, για τις περιπτώσεις που ο θάνατος επέλθει μετά την ημερομηνία αυτή.
Συγκεκριμένα, με την παρ.4 του ίδιου ανωτέρω αναφερόμενου άρθρου ορίζεται ρητά προς αποφυγή αμφισβητήσεων ότι, οι διατάξεις της παρ.1 του άρθρου αυτού έχουν ανάλογη εφαρμογή και στους φορείς και τομείς επικουρικής ασφάλισης, οι ασφαλισμένοι των οποίων συνταξιοδοτούνται από το Δημόσιο ή από φορέα κύριας ασφάλισης με καθεστώς εξομοιούμενο με αυτό του Δημοσίου και αφορά μόνον τις περιπτώσεις εκείνες που ο θάνατος έχει επέλθει μετά την έναρξη ισχύος του νόμου (15.7.2010).
Με την ανωτέρω ρύθμιση δεν καλύπτονται από τους προαναφερόμενους επικουρικούς φορείς και τομείς οι περιπτώσεις των προσώπων στα οποία, από 1-1-2008 και μετά, έχουν χορηγηθεί δύο συντάξεις από το Δημόσιο, μία εξ’ ιδίου δικαιώματος και μία από μεταβίβαση λόγω θανάτου του/της συζύγου, επειδή ο θάνατος έχει επέλθει πριν τις 15-7-2010.
γ) Μειώνεται η σύνταξη που δικαιούται ο επιζών σύζυγος, με την εισαγωγή των παραμέτρων της διαφοράς ηλικίας μεταξύ των συζύγων και της διάρκειας του εγγάμου βίου τους.
Η θέσπιση της διάταξης αυτής κρίθηκε επιβεβλημένη, προκειμένου να αποφευχθούν εικονικοί γάμοι, οι οποίοι επιβαρύνουν τον Κρατικό Προϋπολογισμό με υψηλά ποσά σύνταξης για πληθώρα ετών. Σημειώνεται, ότι ανάλογες διατάξεις διέπουν και τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης των Υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ο οποίος ως προς το συνταξιοδοτικό του σκέλος είναι το πλέον ευνοϊκό συνταξιοδοτικό σύστημα στην Ευρωπαϊκή Ένωση σήμερα (περ. γ΄).
Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής έχουν εφαρμογή για όσα δικαιώματα γεννηθούν μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού.

Με τις διατάξεις της παρ. 6 :
α) επαναδιατυπώνονται οι διατάξεις του δευτέρου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 3865/2010 (περ. α) και
β) επεκτείνεται και στους στρατιωτικούς οι οποίοι έχουν ασφαλισθεί για πρώτη φορά από 1.1.1993 και μετά, η δυνατότητα να αναγνωρίζουν με την καταβολή των προβλεπομένων ασφαλιστικών εισφορών, τον ελάχιστο χρόνο σπουδών για την απόκτηση πτυχίου Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (περ. β).
Με τις διατάξεις της παρ. 8, καταργούνται οι διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 5 του ν.1976/1991 με τις οποίες προβλέπεται η αναστολή της σύνταξης των γιατρών Ε.Σ.Υ. εφόσον αυτοί μετά τη συνταξιοδότησή τους ασκούν το επάγγελμα του γιατρού, αφού αυτές έχουν κατ’ επανάληψη κριθεί ως αντισυνταγματικές από το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Με τις διατάξεις της παρ. 9, προβλέπεται ότι οι άγαμες ή διαζευγμένες θυγατέρες, η καταβολή της σύνταξης των οποίων αναστέλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 5 και της παρ. 6 του άρθρου 31 του π.δ. 169/2007, διατηρούν την υγειονομική περίθαλψη του Δημοσίου, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν δικαίωμα υγειονομικής περίθαλψης από άλλο φορέα και εφόσον καταβάλλουν οι ίδιες τις σχετικές κρατήσεις.
Με τις διατάξεις των παρ. 12,13 και 14 επαναλαμβάνονται οι διατάξεις του άρθρου32 του ν.3896/2010,των παρ. 10 και 11 του άρθρου 44 του ν.3986/2011 κατά το μέρος που αφορούν συνταξιούχους του Δημοσίου, προκειμένου να περιβληθούν τον τύπο των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 73 του Συντάγματος.

Επί του άρθρου 10

Με τις προτεινόμενες διατάξεις, τροποποιούνται οι διατάξειςτου άρθρου 4 του ν. 3232/2004 και καθίστανται ως επί το πλείστονευνοϊκότεροι οι όροι χορήγησης εκ μεταβιβάσεωςσύνταξης στους διαζευγμένους μετά το θάνατο των πρώην συζύγων τους, από τους φορείς κύριας ασφάλισης και το Δημόσιο.
Συγκεκριμένα :
1. Οι διαζευγμένοι θα μπορούν να λάβουν πλην της κύριας και επικουρική σύνταξη λόγω θανάτου των πρώην συζύγων τους (παρ. 1).
2. Δεν απαιτείται πλέον 15ετής διάρκεια του έγγαμου βίου αλλά 10ετής , μέχρι τη λύση του γάμου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση (παρ. 2).
3. Αυξάνεται το προβλεπόμενο όριο εισοδήματος που δεν πρέπει να υπερβαίνει ο διαζευγμένος, προκειμένου να δικαιωθεί σύνταξης λόγω θανάτου του πρώην συζύγου. Ειδικότερα, το εισόδημα του διαζευγμένου δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού των ετήσιων συντάξεων που καταβάλλονται από τον Ο.Γ.Α. στους ανασφάλιστους υπερήλικες (παρ. 3).
4. Διαφοροποιείται το ποσοστό της σύνταξης που λαμβάνει ο διαζευγμένος, ανάλογα με τη διάρκεια του έγγαμου βίου. Με τις ισχύουσες διατάξεις,ο επιζών σύζυγος δικαιούται το 70% της εκ μεταβιβάσεως σύνταξης λόγο θανάτου και ο διαζευγμένος το 30% αυτής. Σε περίπτωση που ο έγγαμος βίος είχε διαρκέσει 25 έτη και άνω, το δικαιούμενα ποσοστά καθορίζονται σε 60% και 40% αντίστοιχα. Με την προτεινόμενη ρύθμιση, τα δικαιούμενα ποσοστά σύνταξης κλιμακώνονται ανάλογα με τη διάρκεια του έγγαμου βίου. Εφόσον ο γάμος έχει διαρκέσει 10 έτη, ο επιζών σύζυγος λαμβάνει το 75% της σύνταξης θανάτου και ο διαζευγμένος το 25% αυτής. Για κάθε επιπλέον έτος έγγαμου βίου το ποσοστό σύνταξης που δικαιούται ο επιζών σύζυγος, μειώνεται κατά 1%, ενώ αυξάνεται αντίστοιχα το ποσοστό που δικαιούται ο διαζευγμένος. Έτσι, εάν για παράδειγμα, ο έγγαμος βίος έχει διαρκέσει 28 έτη, οεπιζών σύζυγος δικαιούται το 57% της σύνταξης θανάτου και ο διαζευγμένος το 43% αυτής. Σε περίπτωση που ο έγγαμος βίος έχει διαρκέσει πέραν των 35 ετών, το δικαιούμενο ποσοστό επιμερίζεται κατά 50% στον επιζώντα σύζυγο και 50% στον διαζευγμένο. Τα ανωτέρω ποσοστά, όπως προσδιορίζονται σε κάθε περίπτωση, δικαιούται ο διαζευγμένος και σε περίπτωση που δεν υπάρχει επιζών σύζυγος (παρ. 4).

Επί του άρθρου 11

Το τακτικό προσωπικό των πρώην ασφαλιστικών φορέων ΤΥΔΚΥ, ΤΑΠΕΛ και ΤΑΔΚΥ, συνταξιοδοτείτο βάσει των διατάξεων των Νόμων 3620/07 και 317/76, καθώς και του ν.δ. 4239/62αντίστοιχα, από τους ίδιους τους φορείς με διατάξεις ανάλογες του Δημοσίου ή του Ειδικού Συνταξιοδοτικού Καθεστώτος του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ.

Με τις διατάξεις του ν. 3655/2008, τα ανωτέρω ΝΠΔΔ εντάχθηκαν ως Τομείς σε άλλους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης και ειδικότερα τοΤαμείο Υγείας Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ΤΥΔΚΥ) εντάχθηκε στον Οργανισμό Περιθάλψεως Ασφαλισμένων του Δημοσίου (ΟΠΑΔ) ως Τομέας ΤΥΔΚΥ, ο κλάδος Πρόνοιας των Λιμενεργατών του Ταμείου Πρόνοιας Εργαζομένων στα Λιμάνια (ΤΑΠΕΛ) εντάχθηκε στο ΤΑΠΙΤ ως Τομέας Πρόνοιας Λιμενεργατών, ο Κλάδος Επικουρικής Σύνταξης του ΤΑΔΚΥ εντάχθηκε στο ΤΕΑΔΥ ως Τομέας Ασφάλισης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων και ο κλάδος Πρόνοιας ΤΑΔΚΥ εντάχθηκε στο ΤΠΔΥ ως ΤομέαςΠρόνοιας ΤΑΔΚΥ.
Με τιςδιατάξεις της παρ. 17 του άρθρου 4 του ν. 3513/06, στο τακτικό προσωπικό που μεταφέρθηκε στους ανωτέρω Φορείς, παρασχέθηκε η δυνατότητα διατήρησης του ασφαλιστικού - συνταξιοδοτικού καθεστώτος της θέσης από την οποία προήρχετο.
Με τις προτεινόμενες διατάξεις των παραγράφων 1 και 2, ορίζονται ρητά οι Τομείς στους οποίουςθα αποδίδονται οι προβλεπόμενες εισφορές για την κύρια ασφάλισή του τακτικού προσωπικού των πρώην ΤΥΔΚΥ και ΤΑΚΔΥ καθώς και του προσωπικού που έχει μεταταχθεί ή μεταφερθεί σε άλλες υπηρεσίες ή φορείς, οι οποίοι θα βαρύνονται με την καταβολή της σύνταξης τόσο του υπηρετούντος προσωπικού όσο και αυτού που έχει ήδη συνταξιοδοτηθεί.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 3, ορίζεται ρητά η υπαγωγή στην ασφάλιση του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ. 11 του ν.δ. 4277/1962, του τακτικού προσωπικού του πρώην ΤΑΠΕΛ, καθώς και του προσωπικού που έχει μεταταχθεί ή μεταφερθεί σε θέσεις άλλων υπηρεσιών και διατήρησε το προηγούμενο της μεταφοράς του ασφαλιστικό καθεστώς.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 4, χορηγείται νέα προθεσμία υποβολής αίτησης για αναγνώριση, ως χρόνου ασφάλισης στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, χρόνου απασχόλησης υπαλλήλων σε νπδδ, για τον οποίο εσφαλμένα είχε χωρίσει ασφάλιση στο Δημόσιο.
Όπως είναι γνωστό, οι μόνιμοι υπάλληλοι νπδδ των ΟΤΑ υπάγονται κατά κανόνα στην ασφάλιση του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, με εξαίρεση ορισμένα μόνο νπδδ, των οποίωνοι μόνιμοι υπάλληλοι με ρητές διατάξεις νόμων υπάγονται στην ασφαλιστική προστασία του Δημοσίου. Εντούτοις, σε ορισμένα νπδδ δήμων, παρότι οι μόνιμοι υπάλληλοι τους έπρεπε να υπαχθούν στην ασφάλιση του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ,υπάγονταν,λόγω άγνοιας ή σύγχυσης των εκκαθαριστών αποδοχών τους, στην ασφάλιση του Δημοσίου και μάλιστα για χρονικά διαστήματα πέραν της 10ετίας, για τα οποία, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, το δικαίωμα του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ για βεβαίωση και καταλογισμό εισφορών είχε πλέον παραγραφεί. Ως αποτέλεσμα, τα εν λόγω πρόσωπα παρουσίαζαν περιόδους απασχόλησης χωρίς ασφαλιστική προστασία.
Προκειμένου λοιπόν να καλυφθούν ασφαλιστικά τα πρόσωπα αυτά, με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 12 του ν. 3232/2004, είχε παρασχεθεί η δυνατότητα αναγνώρισης του κατά τα ανωτέρω χρόνου απασχόλησης, ως χρόνου ασφάλισης στο ΙΚΑ - ΕΤΑΜ. Η σχετική όμως αίτηση, μπορούσε να υποβληθεί μόνο εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός (1) έτους από την έναρξη ισχύος του ν. 3232/2004, δηλαδή έως και την 11η Φεβρουαρίου του 2005.
4. Με τις διατάξεις του ν. 3655/2008 συστάθηκαν νέα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, με τις επωνυμίες «Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολουμένων» (ΕΤΑΑ),«Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Προσωπικού Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης » (ΕΤΑΠ ΜΜΕ), «Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Ιδιωτικού Τομέα» (ΤΕΑΙΤ), «Ταμείο Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών καιΕπιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας» (ΤΑΥΤΕΚΩ), «Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης καιΠρόνοιας Απασχολούμενων στα Σώματα Ασφαλείας» (ΤΕΑΠΑΣΑ), «Ταμείο Πρόνοιας Ιδιωτικού Τομέα» (ΤΑΠΙΤ), στα οποία εντάχθηκαν ασφαλιστικοί φορείς ως κλάδοι ή Τομείς με πλήρη λογιστική και οικονομική αυτοτέλεια.
Δεδομένου ότι από 1.10.2008, ημερομηνία ένταξης των ασφαλιστικών φορέων στα νέα ως άνω ΝΠΔΔ, το προσλαμβανόμενο από αυτά τακτικό προσωπικό υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ με τις διατάξεις της κοινής νομοθεσίας του Ιδρύματος, προτείνεται η θέσπιση των διατάξεων της παραγράφου 5, προκειμένου και το προαναφερόμενο τακτικό προσωπικό να υπαχθεί στο ασφαλιστικό -συνταξιοδοτικό καθεστώς του άρθρου 11 του ν.δ 4277/62 (ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς του ΙΚΑ ΕΤΑΜ).
5. Με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 2676/1999, συστάθηκε νέο νπδδ, με την επωνυμία «Οργανισμός Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (ΟΑΕΕ)» και προβλέφθηκε η κατάργηση των νπδδ ΤΕΒΕ, ΤΑΕ και ΤΣΑ από την έναρξη ισχύος του Οργανισμού του νέου νομικού προσώπου.
Με το π.δ 154/2006, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 12 του ίδιου νόμου, προβλέφθηκε, μεταξύ άλλων, και η μεταφορά στον ΟΑΕΕ των υπηρετούντων υπαλλήλων των καταργούμενων Ταμείων ΤΕΒΕ, ΤΑΕ και ΤΣΑ , οι οποίοι έως τη μεταφορά τους υπάγονταν σε ειδικά συνταξιοδοτικά καθεστώτα. Με τις διατάξεις της παρ. 17του άρθρου 4 του ν. 3513/2006, δόθηκε η δυνατότητα στους ανωτέρω υπαλλήλους να διατηρήσουν το προηγούμενο της μεταφοράς τους καθεστώς ασφάλισης.
Δεδομένου, ωστόσο, ότι το ασφαλιστικόκαθεστώς των υπαλλήλων του νέου νπδδ, είναι αυτό το κοινού καθεστώτος του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, με συνέπεια οι προσλαμβανόμενοι για πρώτη φορά από 1.1.2007 σε αυτό να υπάγονται στο κοινό καθεστώς του ΙΚΑ ΕΤΑΜ, προτείνεται η θέσπιση των διατάξεων της παραγράφου 6, προκειμένου και οι προαναφερόμενοι υπάλληλοι να υπαχθούν στο ασφαλιστικό συνταξιοδοτικό καθεστώς του αρ. 11 του ν.δ 4277/1962 (ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ)
6. Με τις διατάξεις του ν. 1276/82, ο Κλάδος Συντάξεων του Ταμείου Ασφάλισης Προσωπικού ΕΔΕΜΕΔ καταργήθηκε και όσοι ασφαλίζονταν στον Κλάδο αυτό υπήχθησαν στην ασφάλιση του Κλάδου Συντάξεων του ΙΚΑ ΕΤΑΜ. Με την παρ. 4 του άρθρου 1 του ίδιου νόμου, στους υπαλλήλους του καταργηθέντος Ταμείου που πληρούσαν τις απαιτούμενες από τις καταστατικές διατάξεις προϋποθέσεις, χορηγήθηκε σύνταξη από το ΙΚΑ - ΕΤΑΜ. Κατά το χρονικό διάστημα, που οι ανωτέρω ελάμβαναν τη σύνταξη, που δικαιώθηκαν λόγω απασχόλησής τους στην ΕΔΕΜΕΔ, προσλήφθηκαν ως υπάλληλοι στο ΙΚΑ, λαμβάνοντας συγχρόνως σύνταξη και αποδοχές, με συνέπεια τη μη αναγνώριση, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, ως συντάξιμου του χρόνου απασχόλησής τους στο Ίδρυμα και την προσμέτρηση αυτού στην λοιπή συντάξιμη υπηρεσία τους.
Επειδή η ανωτέρω κατηγορία υπαλλήλων που απολύθηκε μετά την κατάργηση των Κρατικών Μονοπωλίων, έλαβε από το ΙΚΑ ένα μικρό ποσό για σύνταξη, ως αποκατάσταση της βλάβης που προκλήθηκε σε αυτούς από την ως άνω κατάργηση, προτείνονται οι διατάξεις της παραγράφου 7, με τις οποίες κατ’ εξαίρεση θεωρείται ως συντάξιμος ο χρόνος υπηρεσίας τους στο ΙΚΑ, με την προϋπόθεση επιστροφής των ποσών των συντάξεων που εισέπραξαν.
Με τις διατάξεις της παρ. 10, ορίζεται ότι το πλεονάζον προσωπικό του ΟΣΕ και της ΤΡΑΙΝΟΣΕ που μεταφέρεται ή μετατάσσεται στους φορείς υποδοχής του άρθρου 16 του ν. 3891/2010, δηλαδή σε κάθε δημόσια υπηρεσία (συμπεριλαμβανομένων των ανεξαρτήτων αρχών), Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α. α’ και β’ βαθμού και Ν.Π.Ι.Δ. του δημόσιου τομέα, εξακολουθεί να διέπεται από το ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς κύριας, επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης στο οποίο υπαγόταν πριν από την κατά τα ανωτέρω μεταφορά ή μετάταξή του, επειδή οι διατάξεις της περ. γ’ της παρ. 9 του άρθρου16 του ως άνω ν. 3891/2010, με τις οποίες καταγράφηκε η βούληση του νομοθέτη για διατήρηση από τα ανωτέρω πρόσωπα του προηγούμενου ασφαλιστικού – συνταξιοδοτικού καθεστώτος δεν είχαν περιβληθεί τον τύπο των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 73 του Συντάγματος.
Με τις διατάξεις της παρ. 11, ορίζεται ότι το πλεονάζον προσωπικό των φορέων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 1 του ν. 3920/2011 (προσωπικό των εταιριών ΕΘΕΛ, ΗΛΠΑΠ, ΑΜΕΛ, ΗΣΑΠ και ΤΡΑΜ) που μεταφέρεται ή μετατάσσεται στους φορείς υποδοχής του άρθρου 9 του ν. 3920/2011, δηλαδή σε κάθε δημόσια υπηρεσία (συμπεριλαμβανομένων των ανεξαρτήτων αρχών), Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α. α’ και β’ βαθμού και Ν.Π.Ι.Δ. του δημόσιου τομέα, εξακολουθεί να διέπεται από το ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς κύριας, επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης στο οποίο υπαγόταν πριν από την κατά τα ανωτέρω μεταφορά ή μετάταξή του, εκτός εάν επιλέξει με δήλωσή του το ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς στο οποίο υπάγεται το προσωπικό των φορέων αυτών, επειδή οι διατάξεις της περ. γ’ της παρ. 7 του άρθρου 9 του ως άνω ν. 3920/2011, με τις οποίες με τις οποίες καταγράφηκε η βούληση του νομοθέτη για επιλογή από τα ανωτέρω πρόσωπα του ασφαλιστικού – συνταξιοδοτικού καθεστώτος δεν είχαν περιβληθεί τον τύπο των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 73 του Συντάγματος.


Επί του άρθρου 12

Με τις διατάξεις του άρθρου 12 προβλέπεται η αναδιάρθρωση της Γενικής Διεύθυνσης Συντάξεων, όπως μετονομάστηκε η πρώην Γενική Διεύθυνση Μισθών και Συντάξεων,με σκοπό την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη απονομή των συντάξεων του Δημοσίου.
Επειδή η καταβολή της σύνταξης επιβαρύνει για πολλά έτη τον Κρατικό
Με τις προτεινόμενες διατάξεις, ο κανονισμός και η εντολή πληρωμής της σύνταξης ενοποιούνται, γεγονός που θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του χρόνου έκδοσης απόφασης απονομής σύνταξης στο ήμισυ (περαίωση της διαδικασίας με την εμπλοκή τριών υπαλλήλων αντί των έξι που απαιτούντο).
Ταυτόχρονα, ανακατανέμονται εσωτερικά οι αρμοδιότητες των επιμέρους Τμημάτων των νέων Διευθύνσεων, προκειμένου να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικότερα η πολυνομία και η περιπτωσιολογία των συνταξιοδοτικών ρυθμίσεων, αφενός μεν με τη συσσώρευση μέσω της εξειδίκευσης της απαραίτητης τεχνογνωσίας, αφετέρου δε, με την παράλληλη απορρόφηση Τμημάτων, οι συνταξιούχοι των οποίων φθίνουν (πολεμικοί, σιδηροδρομικοί, Εθνικής Αντίστασης, Ελληνικών Ταχυδρομείων κλπ). Επίσης, θεσπίζεται εσωτερικός ετήσιος δειγματοληπτικός έλεγχος, έτσι ώστε να ελέγχεται η φερεγγυότητα του νέου συστήματος και η νομιμότητα της απονομής σύνταξης από το Δημόσιο.

Επί του άρθρου 13

Με τις διατάξεις των παρ. 1 έως και 15 του άρθρου 13 τροποποιούνται οι διατάξεις του Π.Δ. 169/2007 και 168/2007 που συνδέονται με τη αναδιάρθρωση της Υπηρεσίας Συντάξεων, έτσι ώστε να εναρμονιστούν με την αναδιανομή των αρμοδιοτήτων αυτής και μειώνεται η προθεσμία της άσκησης ενδίκων μέσων κατά πράξεων κανονισμού σύνταξης από 12 σε 6 μήνες, δεδομένου ότι: α) Το χρονικό διάστημα των 6 μηνών είναι υπέρ επαρκές για να διαπιστώσει ο ενδιαφερόμενος τυχών λάθη ως προς τον υπολογισμό της σύνταξής του και να διεκδικήσει την διόρθωσή τους, β) Η προθεσμία των 12 μηνών, είναι ιδιαίτερα μεγάλη, σε σχέση με τις διατάξεις γενικά περί των προθεσμιών άσκησης ενδίκων μέσων που ισχύουν στο δικαιϊκό σύστημα της χώρας και γ) Μειώνεται ο χρόνος οριστικής σταθεροποίησης του ποσού που οφείλει να καταβάλει το Δημόσιο για σύνταξη.