Το ελληνικό δημόσιο χρέος δεν έχει κανένα πρόβλημα, αρκεί η Ελλάδα να μπει σε φάση ανάπτυξης και να βελτιώσει περαιτέρω τους φοροεισπρακτικούς μηχανισμούς της.
Η εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους, με βάση το σημερινό χαμηλό επιτόκιο, δεν ξεπερνά τα 6 δισεκατ. ευρώ ετησίως και είναι από τις ευνοϊκότερες στην ευρωζώνη
Όσοι ανησυχούν για την βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους μάλλον αγνοούν τα στοιχεία που συνθέτουν την πραγματικότητά του –εκτός και αν προσποιούνται κάτι τέτοιο, διότι τα διαθέσιμα αριθμητικά στοιχεία σε άλλα συμπεράσματα οδηγούν.
Μπορεί το ελληνικό δημόσιο χρέος, από 102% του ΑΕΠ που ήταν το 2007, να πέρασε στο 174% σήμερα, πλην όμως η εξυπηρέτηση αυτού του χρέους είναι απολύτως βιώσιμη.
Πώς γίνεται αυτό; Ως γνωστόν, το μεγάλο πρόβλημα με τα δημόσια χρέη είναι η επιτοκιακή επιβάρυνσή τους, δηλαδή το ύψος των τόκων που μία κυβέρνηση πρέπει να πληρώνει κάθε χρόνο προκειμένου να μπορεί να αναχρηματοδοτεί το χρέος της.
Από την άποψη αυτή, λοιπόν, μετά το «κούρεμα» του 2012 και τα νέα επιτόκια που εξασφάλισε η Ελλάδα από τους εταίρους της, σήμερα η δαπάνη για τόκους δεν υπερβαίνει το 4,5% του ΑΕΠ της χώρας.
Είναι έτσι μία από τις χαμηλότερες στην ευρωζώνη και αντιπροσωπεύει περί τα 6 έως 8 δισεκατ. ευρώ ετησίως.
Τα ποσά αυτά δεν είναι απαγορευτικά για τη χώρα, η οποία, ως φαίνεται, έχει μπει και σε φάση πραγματοποίησης πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων.
Για να υπάρξει βιωσιμότητα χρέους, δεν είναι απαραίτητη η μείωσή του όγκου του χρέους. Αρκεί η τροχιά της επιτοκιακής εξυπηρέτησης του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ να είναι πτωτική.
Είναι δε γνωστό ότι η αλλαγή στην ποσοστιαία σχέση χρέους προς ΑΕΠ εξαρτάται από τέσσερις μεταβλητές: την υπάρχουσα ποσοστιαία σχέση χρέους προς ΑΕΠ, το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα προ πληρωμής τόκων, το ονομαστικό ποσοστό του επιτοκίου που επιβαρύνει το χρέος και το ονομαστικό ποσοστό ανάπτυξης της οικονομίας.
Στην παρούσα λοιπόν φάση της ελληνικής οικονομίας ναι μεν το χρέος είναι πολύ υψηλό, ωστόσο επιβαρύνεται με εξαιρετικά χαμηλό επιτόκιο.
Το τελευταίο βρίσκεται σχεδόν στα επίπεδα της Γερμανίας και είναι πολύ χαμηλότερο από το αντίστοιχο του Βελγίου ή της Γαλλίας, για παράδειγμα.
Την ίδια στιγμή, όπως προκύπτει από τα διαθέσιμα στοιχεία, η Ελλάδα πραγματοποίησε πρωτογενές πλεόνασμα 2,7% του ΑΕΠ το 2014, το οποίο είναι και τα υψηλότερα στην ευρωζώνη.
Για παράδειγμα, η διαφορά μεταξύ του ελληνικού πλεονάσματος και του ισπανικού δείκτη χρέους είναι πέντε ποσοστιαίες μονάδες, γεγονός που λέει πολλά.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει περαιτέρω αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος και για το 2015 –εξέλιξη που, για να έχει διάρκεια, θα πρέπει η Ελλάδα να γνωρίσει και ονομαστική άνοδο του ΑΕΠ της.
Με απλά λόγια, είναι ανάγκη η χώρα να εισέλθει σε περίοδο θετικής ονομαστικής ανάπτυξης ώστε, σε συνδυασμό με τα πρωτογενή πλεονάσματα, να γίνει δυνατή η ποσοστιαία μείωση του χρέους προς το ελληνικό ΑΕΠ.
Μια τέτοια εξέλιξη έχει μεγάλη σημασία, γιατί στην ελληνική περίπτωση η εκτίναξη της ποσοστιαίας σχέσης χρέους προς ΑΕΠ στο 175% οφείλεται αποκλειστικά στην κατά 26% πτώση του ονομαστικού εισοδήματος τα έξι τελευταία χρόνια.
Ακόμα και με μηδενικό επιτόκιο, όταν σε μία οικονομία δεν υπάρχει ανάπτυξη, τότε, για απλούς «μηχανικούς» λόγους, ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ αυξάνεται κατά 8,75% ετησίως.
Είναι δε σημαντικό να ειπωθεί ότι η εξέλιξη αυτή είναι ανεξάρτητη από τις απώλειες στα δημοσιονομικά έσοδα και τις αυξήσεις στις δαπάνες.
Συμπερασματικά, λοιπόν, μπορεί να γίνει η εκτίμηση ότι το ελληνικό χρέος, στην φάση που βρίσκεται σήμερα, είναι βιώσιμο και πιθανότατα περισσότερο από αντίστοιχα χρέη άλλων χωρών οι οποίες δεν είναι σε πρόγραμμα.
Παράλληλα, παρά την κατά 25% μείωση που έγινε, το μέσο εισόδημα στην Ελλάδα είναι κατά 8% υψηλότερο από ό,τι πριν την υιοθέτηση του ευρώ, όπως είναι στην Ισπανία, την Γαλλία και τον μέσον όρο της ευρωζώνης, και καλύτερα από ό,τι ισχύει για την Ιταλία και την Πορτογαλία.
Η αιτία είναι πως κατά τα οκτώ χρόνια προ της κρίσης –μεταξύ του 1999 και του 2007– το μέσο εισόδημα στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 36%, ποσοστό τριπλάσιο από τον μέσον όρο της ευρωζώνης, που σαφώς δεν ήταν βιώσιμο και συνέβαλε στην έκρηξη της φούσκας.
Έτσι, το ελληνικό χρέος δεν δείχνει τόσο άσχημο όσο φαίνεται με μία απλή αναφορά στο «175% του ΑΕΠ».
Κατά συνέπεια, το αίτημα για ουσιαστική διαγραφή του χρέους δεν μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον στην βάση της βιωσιμότητας.
Φαίνεται μάλλον ότι στοχεύει στο να δημιουργηθούν τα περιθώρια χρηματοδότησης μίας πιο επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής.
Αυτό, ωστόσο, περιλαμβάνει τον κίνδυνο επιστροφής στις πολιτικές που εφαρμόζονταν προ κρίσης, με αύξηση των δημοσίων δαπανών και εγκατάλειψη όλων των μεταρρυθμίσεων που χρειάζονται για να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, ώστε να γίνει ένα μόνιμο μέλος της νομισματικής ένωσης.
Η διαφορά θα αφορά στην χρηματοδότηση, η οποία αυτή την φορά έρχεται από άλλους φορολογούμενους της ευρωζώνης και όχι από τις αγορές.
Δυστυχώς, η εμπειρία δείχνει ότι το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής θα είναι πιθανότατα το αίτημα μιας νέας διαγραφής χρέους μέσα σε λίγα χρόνια.
* Ερευνητής στο Ινστιτούτο Μακροοικονομίας και Ερευνών Οικονομικής Συγκυρίας στην Γερμανία.
EBR