Προσβολή του Χάγιεκ και του έργου του αποτελούν οι πρακτικές μεγάλων εταιρειών οι οποίες, με δεσπόζουσα θέση στην αγορά, νοθεύουν κάθε έννοια ανταγωνισμού
Σύμφωνα με το Φρήντριχ φον Χάγιεκ, όσο αυξάνει ο έλεγχος της οικονομίας από το κράτος, τόσο μειώνονται τα περιθώρια αυτονομίας του ατόμου και μεγαλώνει ο κίνδυνος μιας κρατικής τυραννίας.
Μαινόταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος όταν ο διάσημος (ή, κατά τους ιδεολογικούς του αντιπάλους, διαβόητος) Αυστριακός οικονομολόγος και φιλόσοφος Φρήντριχ φον Χάγιεκ διατύπωνε την άποψη ότι, όσο αυξάνει ο έλεγχος της οικονομίας από το κράτος, τόσο μειώνονται τα περιθώρια αυτονομίας του ατόμου και μεγαλώνει ο κίνδυνος μιας κρατικής τυραννίας.
Είχε δε αποκαλέσει αυτή την πορεία ως «δρόμο προς την δουλεία». Οι θεωρίες του αμφισβητήθηκαν από πολλούς και στον ίδιο, μετά από μερικές δεκαετίες, κόλλησε η ρετσινιά του «νεοφιλελεύθερου».
Ωστόσο, κανείς πια δεν μπορεί να αμφισβητήσει πως αποδείχθηκε ότι η συγκεκριμένη άποψή του περιείχε τουλάχιστον κάποια ψήγματα αλήθειας.
Είναι αλήθεια πως πολλοί είχαν πιστέψει ότι η ανάληψη περισσότερων παρεμβατικών αρμοδιοτήτων στην οικονομία από το κράτος, αν όχι ο πλήρης έλεγχός της, θα είχε ευεργετικά αποτελέσματα για την κοινωνία.
Και, υποκύπτοντας σε αυτό το δολερό δέλεαρ, στήριξαν πολλές ελπίδες σε αυτήν. Στην πράξη, ωστόσο, αποδείχθηκε ότι κατά κανόνα δεν επαληθεύτηκαν παρά περιθωριακά οι προσδοκίες για το κοινωνικό σύνολο.
Αντίθετα, κυρίως επωφελήθηκαν μία κρατικο-κομματική νομενκλατούρα ή/και ένας εσμός κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών με υπόγειες διασυνδέσεις με την εξουσία.
Αλλά «προς την δουλεία» –ή, έστω, προς μία υποτέλεια ή ασύμμετρη εξάρτηση– δεν οδηγεί μόνον ο έλεγχος της οικονομίας από το κράτος, αλλά και η εκχώρηση της δυνατότητας ελέγχου ή η απεμπόληση της ελευθερίας κινήσεων ή επιλογών και σε άλλους τομείς.
Οι σημερινές κοινωνίες αντιλαμβάνονται ολοένα και περισσότερο αυτή την συνεπαγωγή. Οι δε «απόστολοι» αυταρχικών ή ολοκληρωτικών καθεστώτων επιχειρούν να προετοιμάσουν το έδαφος για την έλευσή των μειώνοντας τις δυνατότητες ατομικής επιλογής και εξωραΐζοντας ταυτόχρονα τις μεθοδεύσεις τους.
Δεν είναι τυχαία η ιδεοληπτική προσκόλλησή τους σε ό,τι χαρακτηρίζεται «μαζικό», με πιο εξόφθαλμο τα «μέσα μαζικής μεταφοράς».
Ωστόσο, μία «πορεία προς την εξάρτηση» μπορεί να δρομολογηθεί και μέσα σε καθεστώς ελεύθερης οικονομίας με το δέλεαρ της μεγιστοποίησης του σημερινού κέρδους ή της προσβασιμότητας διαφόρων αγαθών.
Στην πρώτη κατηγορία θα μπορούσε να ενταχθεί η προώθηση από μεγάλες εταιρείες στους καλλιεργητές σπόρων διαφόρων γεωργικών προϊόντων με αδιευκρίνιστες μεν τις μακροχρόνιες επιπτώσεις της μετάλλαξής των, αλλά με δελεαστικές ιδιότητες –όπως, μεγαλύτερη στρεμματική απόδοση, αντοχή στα ζιζάνια, ανοσία στις ασθένειες φυτών, κλπ.
Σε πολλές περιπτώσεις, όμως, αυτοί οι σπόροι έχουν και μία πρόσθετη ιδιότητα: είναι «στείροι». Οι καρποί που θα προκύψουν από αυτούς δεν θα περιέχουν σπόρους ικανούς να επαναλάβουν την παραγωγική διαδικασία.
Όσο αγαθή κι αν είναι η γη όπου θα τους σπείρουν, όχι μόνον δεν θα ποιήσουν «καρπόν εκατονταπλασίονα» αλλά δεν θα ποιήσουν καν «καρπόν».
Ως εκ τούτου, ο καλλιεργητής θα πρέπει να απαρνηθεί την πατροπαράδοτη πρακτική να διαθέτει την παραγωγή του, αφού αφαιρέσει την αναγκαία ποσότητα σπόρων για την επόμενη σπορά.
Και θα πρέπει να προσφύγει εκ νέου στους παραγωγούς και εμπόρους των «θαυματουργών» σπόρων.Όσο η διάδοση των τελευταίων είναι περιορισμένη, οι κίνδυνοι από την εξάρτησή τους είναι και αυτοί περιορισμένοι.
Όσο, όμως, οι «καρπεροί» σπόροι υποχωρούν εμπρός στο δέλεαρ των «στέρφων», οι κίνδυνοι μεγαλώνουν.
Όταν δε τα αποθέματα των πρώτων δεν μπορούν να καλύψουν τις αναπαραγωγικές ανάγκες, οι τύχες όχι μόνον των αγροτών αλλά και ολόκληρων πληθυσμών θα βρίσκονται στο έλεος των παραγωγών των σπόρων, μέσα σε σχεδόν μονοπωλιακές συνθήκες και χωρίς διεθνή ή/και εθνικά ρυθμιστικά πλαίσια.
Αυτοί, χωρίς ανταγωνισμό –δηλαδή, ουσιαστικά με αναίρεση μιας απαραίτητης προϋπόθεσης της ελεύθερης οικονομίας– θα μπορούν να χειραγωγούν τιμές, διαθέσιμες ποσότητες αλλά και ροές αυτών, κρατώντας σε οικονομική ομηρεία τους καλλιεργητές. Αλλά και να εκβιάζουν επιλεκτικά κοινωνίες, απειλώντας τις ακόμα και με σιτοδεία!
Στην δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνεται η κυρίαρχη θέση ορισμένων εταιρειών στην ηλεκτρονική αγορά πολιτισμικών αγαθών. Με πολιορκητικό κριό την υπεροπλία τους στα ηλεκτρονικά δίκτυα επιχειρούν να φέρουν στα μέτρα τους την αγορά στο σύνολό της.
Στην εμπροσθοφυλακή η εταιρεία που κυριαρχεί στις εξ αποστάσεως πωλήσεις βιβλίων, άλλων εντύπων, δίσκων μουσικής, ταινιών κλπ. και στην προσφορά τους σε αναπαράξιμη ηλεκτρονική / ψηφιακή μορφή.
Με όχι τόσο κομψό τρόπο απαιτεί, πέρα από την συμπίεση των περιθωρίων κέρδους των εκδοτών ή παραγωγών, να αποσύρεται από την αγορά η υλική έκδοσή τους μόλις είναι διαθέσιμη η άϋλη, δηλαδή η ψηφιακή έκδοσή τους, που μπορεί να «τηλε-φορτώσει» –επί πληρωμή, βέβαια– στο ηλεκτρονικό μέσο του ο κατά περίπτωση αναγνώστης, ακροατής ή θεατής.
Η προσφιλής της μέθοδος είναι η απειλή. Όπως, για παράδειγμα, της απόσυρσης από τους καταλόγους της ενός δημοφιλούς συγγραφέα που αποτελεί για τον εκδότη του μεγάλο κεφάλαιο.
Αυτή θα έχει ως αλληλουχία συνεπειών την πτώση της δημοτικότητάς του και της αναγνωρισιμότητάς του, την μείωση των πωλήσεων των μελλοντικών βιβλίων του και την οικονομική ζημία τόσο του ιδίου όσο και του εκδότη του.
Ως άλλοθι επικαλείται την απαλλαγή της αγοράς από παράσιτους μεσάζοντες –με ανομολόγητο, βέβαια, τελικό στόχο να μεσολαβεί ανάμεσα στον πολιτισμικό δημιουργό και τον καταναλωτή του πολιτισμικού αγαθού μόνον ένα …υπέρ-παράσιτο!
Το οποίο, βέβαια, θα μπορεί να ποδηγετεί την πολιτισμική παραγωγή, δίκην οργουελλιανού «μεγάλου αδελφού». Αυτό θα είναι το τίμημα της παγίδας της αρχικής της προσφοράς, που ήταν προς την αντίθετη κατεύθυνση: έδινε την δυνατότητα της πρόσβασης σε πολιτισμικά αγαθά σε άτομα που δεν την διέθεταν είτε λόγω απόστασης, είτε λόγω μικρής τοπικής αγοράς, είτε λόγω κάποιου άλλου παράγοντα.
Ήδη, ξεσηκώνει αντιδράσεις. Όχι μόνον στο ευρωπαϊκό (γαλλικό και γερμανικό) έδαφος, αλλά ακόμα και στην ίδια την πατρίδα της και κοιτίδα της ανεξέλεγκτης αγοράς, όπου ένα εκατομμύριο(!) Αμερικανοί συγγραφείς κινήθηκαν εναντίον της.
Ίσως είναι καιρός να αντιληφθούν τον κίνδυνο και οι μικρές αγορές, όπως η ελληνική, που –προς το παρόν– δεν κινδυνεύουν άμεσα γιατί προηγείται το ενδιαφέρον για αγορές σαφώς μεγαλύτερου μεγέθους και ευρύτερης εμβέλειας.
Δεν πρέπει, όμως, να εφησυχάζουν αλλά να προετοιμάζουν την άμυνά τους, προτού έχουν την καβαφική τύχη να βρεθούν «ανεπαισθήτως» και «χωρίς αιδώ» πνευματικά περίκλειστοι από «τείχη», γιατί όταν το θηρίο καταφέρει να «χωνέψει» την μεγαλόσωμη βορά του θα έρθει και η δική τους σειρά.
* Πολιτικός Μηχανικός, Project Director στην «Άκτωρ»
EBR