Η οικονομική επιβίωση της Ελλάδας εξαρτάται από τον βαθμό ορθολογικότητας των ψηφοφόρων της.
«Το 2015 ίσως αποδειχθεί από πολύ νωρίς “μαύρη χρονιά” για την Ελλάδα. Θα πάνε δε κυριολεκτικά χαμένα πέντε χρόνια θυσιών και προσπαθειών, οι οποίες φέτος θα άρχιζαν να αποδίδουν».
Αυτά τονίζει κορυφαίο στέλεχος της ομάδας οικονομικών προβλέψεων του περιοδικού The Economist, που προβλέπει ότι η μη συνέχιση της οικονομικής πολιτικής της συγκυβέρνησης μόνον περιπέτειες επιφυλάσσει.
Επίσης, ο Βρετανός δημοσιογράφος αποδίδει σοβαρές ευθύνες και στο εκλογικό σύστημα της χώρας, τονίζοντας ότι επιτρέπει στο ένα τρίτο του λαού να κυβερνά ερήμην της πραγματικής πλειοψηφίας.
Δύσκολες ημέρες για την Ελλάδα προβλέπουν, όμως, τόσον ο οίκος αξιολόγησης Fitch όσο και το Ινστιτούτο Peterson για την Διεθνή Οικονομία.
Αμφότεροι οι φορείς υπογραμμίζουν ότι το μεγάλο πρόβλημα της χώρας δεν είναι τόσο το ύψος του χρέους της, όσο η αδυναμία να γίνουν στην οικονομία οι απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα το κάνουν βιώσιμο.
Στην βάση αυτής της διαπίστωσης, οι δανειστές δεν πρόκειται να δεχθούν «κουρέματα» και σοβαρές παρεκκλίσεις από το πρόγραμμα που εφαρμόζει η χώρα, γιατί το αποτέλεσμα θα είναι μηδενικό.
«Η Ελλάδα ποτέ δεν θα μπορέσει να μπει σε φάση ουσιαστικής και βιώσιμης ανάπτυξης αν δεν επαναπροσανατολίσει τις παραγωγικές της δομές προς διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα», τονίζει ο Ρόμπερτ Μέρφυ, σύμβουλος στον οίκο Fitch, που από την αρχή της κρίσης παρακολουθεί την ελληνική οικονομία.
Μία οικονομία που ακόμη παρουσιάζει σοβαρές αγκυλώσεις και που δεν μπορεί να ξεφύγει από ένα καταναλωτικό πρότυπο στηριγμένο στον δανεισμό και την εξωτερική βοήθεια.
Στο πλαίσιο αυτό, ο αναλυτής του Ινστιτούτου Peterson, Γιάκομπ Κίρκεργκαρντ, επισημαίνει σε τελευταία μελέτη του ότι, με δεδομένη την διαρθρωτική λειτουργία της ελληνικής οικονομίας, μία κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα έχει σοβαρό πρόβλημα να επαναδιαπραγματευθεί το ελληνικό δημόσιο χρέος.
Στην έκθεσή του για τις ελληνικές προοπτικές τονίζει ότι δύο είναι οι βασικοί λόγοι που οι δανειστές της χώρας δεν πρόκειται να κάνουν παραχωρήσεις επί του χρέους, πέρα από μία μικρή επιμήκυνσή του.
Εξάλλου, όπως αναφέρουν κάποιες πληροφορίες μας, είναι πολύ πιθανόν να δοθεί παράταση και στο πρόγραμμα που εφαρμόζει η Ελλάδα, το οποίο λήγει στο τέλος Φεβρουαρίου.
Σε γενικές γραμμές, πάντως, κατά το Ινστιτούτο Paterson, στην παρούσα φάση η ευρωζώνη αισθάνεται ότι απειλείται πολύ λιγότερο από μία ελληνική κρίση σε σχέση με το 2012.
Σήμερα η ευρωζώνη έχει διαμορφώσει ισχυρότερους θεσμούς διαχείρισης των κρίσεων, όπως ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM), το πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), η τραπεζική ένωση, κλπ.
Επιπλέον, η προοπτική να εγκαινιάσει η ΕΚΤ έναν γύρο αγοράς ομολόγων –που φυσικά δεν θα περιλαμβάνει τα ελληνικά κρατικά ομόλογα– θα ενισχύσει περαιτέρω την σταθερότητα της ευρωζώνης.
«Έτσι, λοιπόν, δεν υπάρχει λόγος να φοβάται κανείς μετάδοση της ελληνικής οικονομικής κρίσης στην ευρωζώνη, ακόμα και αν αυτή επιδεινωθεί», αναφέρει ο αναλυτής.
Ο άλλος λόγος για τον οποίο το Ινστιτούτο είναι απαισιόδοξο έχει πολιτικά κριτήρια.
Τονίζεται, έτσι, ότι οι βουλευτικές εκλογές που είναι προγραμματισμένες σε χώρες όπως η Πολωνία και η Φινλανδία για τον Μάρτιο, συνεπάγονται ότι αυτές οι χώρες θα ταχθούν εναντίον της παροχής μεγαλύτερης οικονομικής βοήθειας προς την Ελλάδα.
Επιπλέον, και οι κυβερνήσεις της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, που αντιμετωπίζουν και αυτές εκλογικές προκλήσεις από τους λαϊκιστές στα τέλη του 2015, θα έχουν κάθε κίνητρο να εναντιωθούν σε μεγαλύτερες παραχωρήσεις προς μία κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Γίνεται έτσι προφανές ότι, για την Ελλάδα, η έξοδος από την πιστωτική ασφυξία περνάει μέσα από την παράταση του μνημονιακού διαδρόμου και μία πιθανή επέκτασή του.
Περί «κουρέματος», όμως, δεν υπάρχει καν θέμα –κάτι που ξεκαθάρισε και ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών.
Όλα αυτά οδηγούν στο βάσιμο συμπέρασμα ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα θα περάσει πολύ δύσκολες ώρες, καθώς η ΕΚΤ ενδέχεται να παύσει να δέχεται τα ελληνικά ομόλογα ως εγγυητικά στοιχεία.
Αυτό σημαίνει μηδενική ρευστότητα για την οικονομία και πολύ άσχημες μέρες για τις επιχειρήσεις.
Το Ινστιτούτο Peterson τονίζει στο σημείο αυτό ότι μία ενδεχόμενη κυβέρνηση που θα κυριαρχείται από τον ΣΥΡΙΖΑ θα προσπαθήσει να τηρήσει μία γραμμή πλεύσης που να αποφεύγει τόσο την οικονομική κρίση που θα προκαλούσε μία ανοικτή σύγκρουση με τους πιστωτές, όσο και μία κυβερνητική κρίση την οποία θα προκαλούσε ενδεχόμενη αποχώρηση των ακροαριστερών ομάδων από το κόμμα.
Όμως, σύμφωνα με την έκθεση, μια τέτοια εξισορροπητική προοπτική δεν έχει μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας, με αποτέλεσμα η χώρα να συρθεί ξανά σε εκλογές που θα γίνουν την άνοιξη ή το καλοκαίρι.
Στο μεταξύ, η οικονομική κατάσταση της χώρας θα έχει επιδεινωθεί σημαντικά και οποιεσδήποτε δημοσιονομικές βελτιώσεις που είχαν επιτευχθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση θα έχουν εξανεμισθεί.
«Οι προοπτικές για το 2015 για την Ελλάδα δεν είναι ευνοϊκές», καταλήγει η έκθεση. «Μία δραματική επιδείνωση της κατάστασης δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Το χειρότερο με την κατάσταση είναι ότι είναι το αποτέλεσμα λανθασμένων προσλήψεων και υποθέσεων των Ελλήνων πολιτικών αρχηγών.
Ό,τι και να λένε πολλοί αναλυτές, το γεγονός παραμένει ότι η Ελλάδα είναι η τελευταία χώρα που μπορεί να απαλλαγεί από την πολιτική της λιτότητας.
Παραμένει μία μικρή χρεοκοπημένη χώρα, που χρειάζεται εξωτερική βοήθεια και βρίσκεται γεωγραφικά σε μία “σκληρή” γειτονιά.
Στον βαθμό που δεν υπάρχει κίνδυνος μετάδοσης της κρίσης, η Ελλάδα έχει μηδενική διαπραγματευτική ισχύ και θα χάσε σε οποιαδήποτε απόπειρα κάνει να εκβιάσει τους εταίρους της στην ευρωζώνη.
Θα χάσει, επίσης, όλους τους καρπούς της οικονομικής σταθεροποίησης που κέρδισε με τόση δυσκολία, ενώ θα δώσει το δικαίωμα στα “γεράκια” στην ευρωζώνη να την χρησιμοποιούν ως παράδειγμα για το τί παθαίνει μία χώρα που παραβαίνει τις ευρωπαϊκές συμφωνίες».
Αυτό που δεν αναφέρει το Ινστιτούτο Paterson ως σενάριο είναι μία εξέλιξη σε στυλ Κύπρου, η οποία θα γύριζε την ελληνική οικονομία πάρα πολλά χρόνια πίσω.
Το πόσο τα καταλαβαίνουν όλα αυτά οι Έλληνες ψηφοφόροι είναι ένα άλλο σημαντικό κεφάλαιο, που δεν πρέπει να το αφήνουμε στην άκρη.