Αν στην Ελλάδα δεν απελευθερωθεί πλήρως το δικαίωμα εισόδου στην παραγωγή αγαθών, ώστε να διευκολυνθεί η διαδικασία μεταβολής των σχετικών τιμών, θα περιμένουμε την ανάπτυξη πάρα πολλά χρόνια ακόμα…
Η άποψή μας είναι ότι κομβικά ζητήματα, και κυρίως οι συνέπειές τους στην ελληνική κοινωνία και οικονομία, δεν έχουν εξηγηθεί και αναλυθεί πλήρως στο ευρύ κοινό, με αποτέλεσμα να έχουν αναπτυχθεί μία σειρά από στερεότυπα και παρανοήσεις.
Δύο από τα βασικά ερωτήματα που θα έπρεπε –εάν η Ελλάδα ήταν μία φυσιολογική χώρα– να κυριαρχούν στον δημόσιο διάλογο αυτής της προεκλογικής περιόδου είναι η διαδικασία και ο μηχανισμός μετάβασης στο λεγόμενο «Νέο Αναπτυξιακό Πρότυπο», καθώς και το τί ρόλο θα πρέπει να διαδραματίσουν οι διαρθρωτικές αλλαγές σε αυτή την προσπάθεια.
Η άποψή μας είναι ότι και τα δύο αυτά κομβικά ζητήματα, και κυρίως οι συνέπειές τους στην ελληνική κοινωνία και οικονομία, δεν έχουν εξηγηθεί και αναλυθεί πλήρως στο ευρύ κοινό, με αποτέλεσμα να έχουν αναπτυχθεί μία σειρά από στερεότυπα και παρανοήσεις.
Όσον αφορά το θέμα της μετάβασης στο νέο αναπτυξιακό μοντέλο, η τυποποιημένη και εύκολη απάντηση –την οποία και εμείς έχουμε επαναλάβει αρκετές φορές– είναι ότι η ελληνική οικονομία πρέπει να μεταβεί από ένα μη-ανταγωνιστικό υπόδειγμα ανάπτυξης, το οποίο έχει στο επίκεντρό του την κατανάλωση και μη εμπορεύσιμους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας (όπως, κατασκευές, λιανικό/χονδρικό εμπόριο, παροχή υπηρεσιών), σε ένα υπόδειγμα που θα βασίζεται στην εξωστρέφεια, τις επενδύσεις και τις εξαγωγές.
Σε αυτό το πλαίσιο, μάλιστα, έχουν εκπονηθεί μία σειρά αξιόλογων μελετών από ερευνητικά κέντρα όπως το ΙΟΒΕ και το ΚΕΠΕ, οι οποίες προσπαθούν να ανιχνεύσουν τους νέους κλάδους στους οποίους θα πρέπει να εστιαστεί η αναπτυξιακή προσπάθεια της ελληνικής οικονομίας.
Όμως, το ευρύτερο ερώτημα –στο οποίο δεν έχουν δοθεί επαρκείς εξηγήσεις– είναι το πώς, δηλαδή μέσου ποιου μηχανισμού, θα συντελεστεί η μετάβαση από το ένα υπόδειγμα στο άλλο και τί συνέπειες θα έχει αυτή η μετάβαση.
Κατά την άποψή μας, ο μόνος μηχανισμός για να συντελεσθεί αυτή η μεταφορά ανθρώπινων πόρων, επενδύσεων και κεφαλαίου από τους υφιστάμενους στους αναδυόμενους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, είναι αυτός του Μηχανισμού Μεταβολής των Σχετικών Τιμών.
Με απλά λόγια, αυτό σημαίνει ότι, στο παρελθόν, χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένο σχέδιο, μεγάλο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας είχε στραφεί προς συγκεκριμένους οικονομικούς κλάδους απλά και μόνον επειδή οι κλάδοι αυτοί παρουσίαζαν μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους και δυνατότητες απασχόλησης έναντι των υπολοίπων.
Αυτό σημαίνει ότι δραστηριότητες όπως η μεταποίηση, η πρωτογενής παραγωγή και οι εξαγωγές έφθιναν, καθώς τα περιθώρια κέρδους ήταν πολύ μικρά –έως αρνητικά.
Αντίθετα, κλάδοι όπως οι κατασκευές, το εμπόριο και οι υπηρεσίες προσέφεραν μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους και τιμολογιακή δύναμη στα παρεχόμενα αγαθά και υπηρεσίες –προς ένα αγοραστικό κοινό το οποίο μπορούσε να αντέξει τις υψηλότερες τιμές μέσω τραπεζικού δανεισμού– και εν τέλει υψηλότερους μισθούς και ημερομίσθια.
Ένας πιο επιστημονικός τρόπος για να περιγράψεις την διαδικασία αυτή είναι ότι οι σχετικές τιμές υπηρεσιών και προϊόντων κάποιων κλάδων αυξάνονταν πολύ πιο γρήγορα έναντι των υπολοίπων, οι οποίες παρέμεναν σταθερές ή και μειώνονταν.
Με το ίδιο σκεπτικό, αυτό που πρέπει να συμβεί τώρα είναι η αναστροφή της πορείας των σχετικών τιμών προς όφελος των πιο δυναμικών και εξωστρεφών κλάδων και σε βάρος των κλάδων εσωτερικής ζήτησης.
Η μισή αλήθεια που έχει ειπωθεί αφορά στην ανάδειξη των νέων αυτών κλάδων που θα κυριαρχήσουν στο μέλλον.
Η άλλη μισή σχετίζεται με το γεγονός ότι όλοι οι κλάδοι που είχαν γνωρίσει άνθιση τις προηγούμενες δεκαετίες, καθώς και όλα τα συναφή επαγγέλματα, θα πρέπει να εισέλθουν σε μία φθίνουσα τροχιά, με συνεχή απώλεια κερδών και θέσεων εργασίας, προκειμένου να απελευθερωθούν πόροι (κεφάλαια και ανθρώπινο δυναμικό) για τους αναδυόμενους κλάδους.
Ταυτόχρονα, μία σειρά φορολογικών και άλλων κινήτρων και επιδοτήσεων, που όλες τις προηγούμενες δεκαετίες «πριμοδοτούσαν» τους παραδοσιακούς κλάδους, θα πρέπει να επανακατευθυνθούν προς την ενίσχυση του νέου αναπτυξιακού προτύπου.
Πώς, λοιπόν, μπορεί να διευκολυνθεί και να επιταχυνθεί αυτή η διαδικασία μεταβολής των σχετικών τιμών; Η απάντηση δεν είναι άλλη από τις «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις».
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις έχουν ως βασικό σκοπό να αυξήσουν την πλευρά της προσφοράς (supplycapacity) τονώνοντας το δυνητικό ΑΕΠ, καταπολεμώντας τρεις βασικές αγκυλώσεις: την μη προσαρμογή των ονομαστικών αμοιβών, την μη μεταβολή των τιμών και την ύπαρξη εμποδίων εισόδου στην παραγωγή αγαθών και την προσφορά υπηρεσιών.
Ξεκινώντας από το τελευταίο, το οποίο ίσως είναι και το πιο κατανοητό, η κατάργηση των εμποδίων εισόδου στην παραγωγή αφορά στην διαμόρφωση ενός πλαισίου που θα δίνει την δυνατότητα στον οποιονδήποτε πιστεύει ότι μία συγκεκριμένη δραστηριότητα παρουσιάζει υψηλά περιθώρια κέρδους, ή πιστεύει ότι μπορεί να προσφέρει καλύτερες/ διαφοροποιημένες υπηρεσίες, να το πράξει –είτε αυτό αφορά συνοικιακό κομμωτήριο, είτε αφορά νέα εταιρεία παραγωγής ενέργειας ή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών.
Οι άλλοι δύο τομείς αφορούν στην προσαρμοστικότητα αμοιβών (μισθών, ημερομισθίων), αφ’ ενός, και τιμών αγαθών και υπηρεσιών, αφ’ ετέρου, στα δεδομένα της εκάστοτε οικονομικής συγκυρίας.
Από την μία πλευρά, οι αμοιβές θα πρέπει να μεταβάλλονται ανάλογα με την παραγωγικότητα και η αγορά εργασίας θα πρέπει να παρέχει την απαιτούμενη ευελιξία ώστε οι επιχειρήσεις να μπορούν να ανταπεξέλθουν σε περιόδους ύφεσης, ενώ, από την άλλη, οι τιμές των προϊόντων/ υπηρεσιών θα πρέπει να μειώνονται σε περιόδους μειωμένης ζήτησης ή υποχώρησης του κόστους παραγωγής.
Στην Ελλάδα, υπό την συνεχή πίεση της τρόϊκας, παρά το γεγονός ότι η αγορά εργασίας έχει πλήρως απελευθερωθεί, δεν έχουν γίνει παρά ελάχιστες μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων, ενώ, στο θέμα της εισόδου νέων επιχειρήσεων, ελάχιστα εμπόδια έχουν καταργηθεί.
Η άμεση συνέπεια της ημιτελούς μεταρρυθμιστικής προσπάθειας είναι ότι, ενώ οι αμοιβές έχουν καταρρεύσει και οι εργασιακές σχέσεις έχουν ελαστικοποιηθεί πλήρως, οι τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών εξακολουθούν να παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, ενώ και η νέα επιχειρηματικότητα εξαντλείται στον χώρο της εστίασης.
Μισές δουλειές, δηλαδή…
*Chief Economist στον Όμιλο της Τράπεζας Πειραιώς