Η ένοπλη αναμέτρηση στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1944 ανάμεσα στον ΕΛΑΣ, τους Βρετανούς και τις ελληνικές δυνάμεις της δεξιάς αποτελεί σε μεγάλο βαθμό “terra ingognita” για όσους γεννήθηκαν μετά την πτώση του τείχους, ενώ για τους μεγαλύτερους φαίνεται ότι είναι ακόμη δύσκολο να την προσεγγίσουν απαλλαγμένοι από τα μετεμφυλιακά στερεότυπα.
Του Κωστή Κεκελιάδη
Μια προσπάθεια γνωριμίας με τα γεγονότα και τις συνθήκες που οδήγησαν στην αναμέτρηση των Δεκεμβριανών έγινε στο συνέδριο “Δρόμοι του Δεκεμβρίου: από τον Λίβανο στην Αθήνα”, που διοργάνωσε από την Πέμπτη μέχρι το Σάββατο ο τομέας νεότερης και σύγχρονης ιστορίας του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ. Κατά τη διάρκειά του, στο γεμάτο αμφιθέατρο του ΚΕΔΕΑ δεν έλειψαν οι αντιπαραθέσεις για την “κόκκινη” ή τη “λευκή” τρομοκρατία, παρά το γεγονός ότι η μάχη του Δεκέμβρη έγινε αμέσως μετά από ένα κίνημα αντίστασης που είχε δημιουργήσει συνθήκες κοινωνικής ανατροπής, αναμοχλεύοντας παράλληλα παλιά πάθη και διαιρετικές τομές του Μεσοπολέμου. Άρα, είναι δεδομένο ότι επρόκειτο για μια εποχή βίας.
Στο συνέδριο παρουσιάστηκαν τα αποτελέσματα έρευνας για την πρόσληψη των Δεκεμβριανών μεταξύ των φοιτητών του ΑΠΘ, που έκανε ο καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στη Νομική σχολή Ι. Στεφανίδης. Επιλέχθηκαν συνολικά 160 φοιτητές, πρωτοετείς και τριτοετείς από τα τμήματα ιστορίας και αρχαιολογίας, πολιτικών επιστημών, πληροφορικής και χημικών μηχανικών.
Στο ερώτημα “τι γνωρίζετε για τα γεγονότα του Δεκεμβρίου 1944”, ένας στους τρεις περιέγραψε τα Δεκεμβριανά ως αναμέτρηση της αριστεράς με τους εσωτερικούς της αντιπάλους (“κυβέρνηση”, “δεξιά”, “αστική τάξη”), παραβλέποντας την άμεση εμπλοκή των Βρετανών. Ένα ποσοστό 18,8% από όσους απάντησαν συνέδεσε τα Δεκεμβριανά με τη συμφωνία της Βάρκιζας. Οι απαντήσεις αυτές προήλθαν από φοιτητές που σπουδάζουν ιστορία και πολιτική επιστήμη, εκ των οποίων ένας στους πέντε νομίζει ότι η συμφωνία της Βάρκιζας προηγήθηκε των Δεκεμβριανών, ενώ λιγότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες ήταν σε θέση να αναφέρουν κάποια στοιχεία για τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1944. Ωστόσο, συγκριτικά με τους συναδέλφους τους από τις θετικές επιστήμες, οι φοιτητές ανθρωπιστικών σπουδών έδωσαν υπερδιπλάσια ποσοστά απαντήσεων που δηλώνουν μια σχετική γνώση για τα Δεκεμβριανά, ιδιαίτερα οι τριτοετείς.
Τα Δεκεμβριανά από την πλευρά των Βρετανών
“Νότιοι”, “υπερβολικά συναισθηματικοί”, “αγνώμονες”, “βίαιοι”, αλλά και συχνά “αιμοβόροι” κυρίως στις εσωτερικές τους διαμάχες. Αυτά τα... παραδοσιακά στερεότυπα για τους Έλληνες αναβίωσαν στη Βρετανία κατά την περίοδο των Δεκεμβριανών του 1944 και παρουσιάστηκαν τώρα στο συνέδριο από τον επίκουρο καθηγητή του τμήματος Ιστορίας του ΑΠΘ Λουκή Χασιώτη, στην εισήγησή του με θέμα “Ο Δεκέμβρης των Βρετανών”.
Στις αρχές του Δεκεμβρίου περίπου 15.000 μάχιμοι στρατιώτες και βοηθητικό προσωπικό βρίσκονταν στην Αθήνα, οι οποίοι μέχρι το τέλος των συγκρούσεων έφτασαν τους 75.000. Στον απολογισμό των απωλειών καταμετρήθηκαν 254 νεκροί, περίπου 1.900 τραυματίες και 1.100 αιχμάλωτοι.
Ο στρατηγός Σκόμπι διαβεβαίωσε ήδη από τις 9 Δεκεμβρίου τον πρωθυπουργό Τσόρτσιλ ότι δεν καταγράφηκαν περιστατικά απείθειας ανάμεσα στο στράτευμα, ωστόσο ορισμένοι Εργατικοί διατήρησαν για κάποιο χρονικό διάστημα τις επιφυλάξεις τους. Στη σχετική διαμάχη εντάχθηκαν ενεργά και οι ίδιοι οι στρατιώτες, με τη δημοσιοποίηση επιστολών, οι περισσότερες από τις οποίες υποστήριζαν τον Τσόρτσιλ και επιτίθονταν στους επικριτές του. Ορισμένοι από όσους υπηρετούσαν στην Ελλάδα εξέφρασαν στα ημερολόγια ή στην προσωπική αλληλογραφία τους δυσφορία για τους επικριτές της στρατιωτικής επέμβασης. “Άλλωστε”, σημειώνει ο Λουκής Χασιώτης, “την ίδια σύγχυση μοιράζονταν συνήθως και οι αντίπαλοί τους, γι’ αυτό άλλωστε υπήρξαν αναρίθμητες περιπτώσεις άτυπης ανακωχής μεταξύ Βρετανών και ελασιτών. Οι περισσότερες πάντως μαρτυρίες στρατιωτών δικαιολογούσαν (έστω και με επιφυλάξεις) τη βρετανική παρέμβαση”. Μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου του 1944, για πολλούς βρετανούς στρατιώτες οι ελασίτες μετατράπηκαν από “patriots” και “andartes” σε “communists” και “bolshies” (μπολσεβίκοι), καθώς και “evil-looking ruffians” (διαβολορουφιάνοι). Αν και δεν λείπουν τα θετικά σχόλια για τη μαχητική ικανότητα των ανταρτών, στις περισσότερες μαρτυρίες αναπαράγεται ολόκληρη σχεδόν η αρνητική επιχειρηματολογία για τον ρόλο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, που χρησιμοποιούσαν εκείνη την εποχή οι αντίπαλοί του στην Ελλάδα και στη Βρετανία. Ενίοτε μάλιστα οι βρετανοί στρατιώτες χρησιμοποιούσαν για τους αντάρτες το ειρωνικό παρατσούκλι “Gerry”, με το οποίο ονόμαζαν τους γερμανούς στρατιώτες.
ΟΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΙ ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΙ ΤΟΥ ΤΣΟΡΤΣΙΛ
Όταν έγιναν γνωστά στη βρετανική κοινή γνώμη τα γεγονότα του Δεκεμβρίου στην Αθήνα και η στρατιωτική επέμβαση των Βρετανών, πυροδοτήθηκε η σοβαρότερη αμφισβήτηση της κυβερνητικής πολιτικής από τη στιγμή της ανάληψης της πρωθυπουργίας από τον Τσόρτσιλ. Στα τέλη του 1944 η Βρετανία βρισκόταν σε μεταβατική περίοδο, ενόψει του αναμενόμενου τέλους του πολέμου και των επικείμενων εκλογών. Ο Τσόρτσιλ είχε καταστεί ιδιαίτερα δημοφιλής στους συμπατριώτες του χάρη στην αποφασιστικότητα που έδειξε στις δύσκολες στιγμές του πολέμου, αλλά οι Εργατικοί συνέταιροί του στην κυβέρνηση είχαν επίσης ενισχύσει την επιρροή τους, επιβάλλοντας στην πολιτική ατζέντα ζητήματα κοινωνικής πολιτικής που απέκτησαν μεγάλη απήχηση. Τα δύο στρατόπεδα δεν ήταν συμπαγή: διαφορετικές συμμαχίες μπορούσαν να συγκροτηθούν σε επιμέρους ζητήματα, ενώ οι διαφωνίες και οι ρήξεις ήταν λιγότερο απόλυτες στην κορυφή της πολιτικής και κομματικής ιεραρχίας. Στην πρώτη φάση της σύγκρουσης, στους περισσότερους Βρετανούς η πολιτική της χώρας τους στην Ελλάδα προκάλεσε σύγχυση, προβληματισμό και συχνά αγανάκτηση. Στα αισθήματα αυτά συνέβαλαν αναμφίβολα οι πρώτες ανταποκρίσεις των εφημερίδων από την Αθήνα, που επέρριπταν τις ευθύνες στις ελληνικές αρχές και στη στήριξη που αυτές λάμβαναν από τη Βρετανία. Στο επίκεντρο των επικρίσεων βρέθηκαν ο Τσόρτσιλ, ο πρέσβης στην Αθήνα Λίπερ και ο Σκόμπι. Το κύριο επιχείρημα των επικριτών της πολιτικής του Τσόρτσιλ ήταν ότι επιδίωκε την αποκατάσταση ενός αυταρχικού, συντηρητικού καθεστώτος που θα εξυπηρετούσε τα βρετανικά ιμπεριαλιστικά σχέδια στην Ανατολική Μεσόγειο και θα έθετε στο περιθώριο τη μεγαλύτερη και μαζικότερη ελληνική αντιστασιακή οργάνωση, που εκπροσωπούσε τα γνήσια λαϊκά συμφέροντα. Εξάλλου, η επέμβαση στην Ελλάδα επιβεβαίωνε την ανησυχία που έτρεφαν πολλοί γενικότερα για την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης, επειδή θα μπορούσε να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια της ΕΣΣΔ και των ΗΠΑ και να απομονώσει διπλωματικά τη χώρα...
Η πολιτική κρίση που ξέσπασε στη Βρετανία λόγω των Δεκεμβριανών δεν εξελίχτηκε τελικά και σε κυβερνητική, καθώς η ηγεσία των Εργατικών παρέμεινε πιστή στον Τσόρτσιλ. Ωστόσο, επρόκειτο για τη μεγαλύτερη δοκιμασία που γνώρισε η κυβέρνησή του από την εποχή της Δουνκέρκης για μια σειρά από λόγους: Τη διάψευση της προσδοκίας ότι ο μεταπολεμικός κόσμος θα βασιζόταν στη διεθνή συνεργασία και όχι σε μεμονωμένες επεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων. Τη σύγχυση που προκάλεσε η είδηση της πολεμικής αναμέτρησης με πρώην συμμάχους, αντιστασιακούς, τη στιγμή που ο πόλεμος δεν είχε ακόμα τελειώσει. Την υποψία ότι ο Τσόρτσιλ ακολουθούσε μια παραδοσιακή συντηρητική πολιτική στην Ελλάδα, υποστηρίζοντας τον βασιλιά και το “παλιό καθεστώς” έναντι των ανερχόμενων κοινωνικών δυνάμεων που εξέφραζε το ΕΑΜ.
Το εύρος της κριτικής στο εσωτερικό της Βρετανίας αιφνιδίασε την κυβέρνηση, όπως παραδέχτηκε ο ίδιος ο Τσόρτσιλ. Αυτοί όμως που δέχτηκαν τη μεγαλύτερη πίεση ήταν τα ηγετικά στελέχη των Εργατικών, που τελικά κατάφεραν να συγκρατήσουν την οργή της βάσης του κόμματος, περιορίζοντας τις αντιδράσεις και αποτρέποντας μια πιθανή πτώση της κυβέρνησης. Στα τέλη Δεκεμβρίου, η κυβέρνηση άρχιζε να κερδίζει τον πόλεμο της προπαγάνδας και η στάση του Τύπου άρχισε να μεταστρέφεται. Οι ειδήσεις για τις ακρότητες του ΕΛΑΣ, η αποδοχή από τον Τσόρτσιλ της λύσης της αντιβασιλείας, η απουσία σοβιετικών αντιδράσεων και κυρίως η στρατιωτική εξέλιξη της σύγκρουσης στην Αθήνα αντέστρεψαν το αρνητικό κλίμα όχι πλήρως, αλλά αρκετά ώστε να επιβεβαιωθεί τόσο η κυβερνητική συνοχή όσο και η εξωτερική πολιτική. Σε κάθε περίπτωση, το ενδιαφέρον της βρετανικής κοινωνίας για την ελληνική κρίση είχε κάποια όρια, όπως άλλωστε σχεδόν όλα τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής όταν δεν συνδέονται άμεσα με ζητήματα εσωτερικά και καθημερινότητας, όπως ήταν για παράδειγμα οι ελλείψεις σε κάρβουνο μέσα στον πολύ ψυχρό χειμώνα του 1944-1945. Καθώς ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του στην Ευρώπη, ακόμα και οι πλέον σθεναροί επικριτές του Τσόρτσιλ έπρεπε να δράσουν με βάση τους πολιτικούς συσχετισμούς και τις εσωτερικές προτεραιότητες της πολιτικής ατζέντας.
ΟΙ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ
Τις πρώτες μέρες της σύγκρουσης οι ανταποκρίσεις των περισσότερων βρετανικών εφημερίδων από την Αθήνα απέδιδαν την ευθύνη κατά προτεραιότητα στην ελληνική αστυνομία, την κυβέρνηση και τη βρετανική πολιτική που υποστήριζε τον βασιλιά. “Η κυβέρνηση κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να κερδίσει τη μάχη της προπαγάνδας: Στην Ελλάδα οι βρετανικές στρατιωτικές αρχές εμπόδιζαν τις επαφές των ανταποκριτών με το στρατόπεδο του ΕΑΜ και επιχειρούσαν να ελέγξουν τη ροή των πληροφοριών, ενώ οδηγία του ‘political warfare executive’ προς το BBC ζητούσε να αποφεύγεται κάθε θετικό σχόλιο για το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Οι κυβερνητικές παρεμβάσεις αναμφίβολα έπαιξαν κάποιο ρόλο στη σταδιακή αλλαγή της οπτικής του Τύπου, η οποία ωστόσο θα πρέπει να αποδοθεί και σε παράγοντες όπως η στάση της ηγεσίας των Εργατικών, η επίσκεψη του Τσόρτσιλ στην Αθήνα τα Χριστούγεννα του 1944 και η συμφωνία για τον διορισμό του Δαμασκηνού ως αντιβασιλέα, η ομιλία του Τσόρτσιλ στη Βουλή στις 18 Ιανουαρίου και η διακριτική σιωπή της Μόσχας”.
ΚΑΒΑΛΑ Ο άλλος Δεκέμβρης
Στην περίπτωση της Καβάλας και στις διαφορές που εντοπίζονται σε σχέση με όσα έγιναν στην κεντρική σκηνή της Αθήνας τον Δεκέμβρη του 1944 αναφέρθηκαν οι Νίκος Καραγιαννακίδης (Γενικά Αρχεία του Κράτους) και Νίκος Γεωργιάδης (διδάκτορας Ιστορίας στο ΕΚΠΑ).
Η πρώτη βασική διαφορά έγκειται στη στρατιωτική και διοικητική κυριαρχία του ΕΑΜ, με τη συναίνεση της κυβέρνησης της Αθήνας μέχρι και τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Όπως γράφει ο Πρόδρομος Μάρκογλου στο αφήγημα “25η του Δεκέμβρη 1944 μ.Χ.”: “Η πόλη αποκλεισμένη από τα πολεμικά των Άγγλων. Σεπτέμβρη έφυγαν οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι αργότερα. Τα τρόφιμα ελάχιστα... και η ΕΑΜική ‘Λαϊκή Αυτοδιοίκηση’ οργανώνει ανταλλακτικό εμπόριο με τη Λέσβο. Τσιγάρα από το εργοστάσιο ‘Νίκη’, που δούλευε καθόλη τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής με το όνομα ‘Πομπέντα’ (νίκη στα βουλγαρικά), αξιοποιώντας τα καπνά της περιοχής, ανταλλάσσονταν με λάδι. Ανταλλαγές προϊόντων έγιναν και με το Άγιο Όρος...”.
Η δράση της “Λαϊκής Αυτοδιοίκησης” αποτελεί μία ακόμα ιδιαίτερη πτυχή με τη συμμετοχή μελών και στελεχών του ΕΑΜ, τη διακριτική παρουσία του ΚΚΕ, αλλά και τη συμμετοχή μελών των Φιλελευθέρων. Αξιοποιήθηκαν όλες οι διασωθείσες υποδομές και έγινε προσπάθεια να αντιμετωπιστούν οι τεράστιες ανάγκες για τροφή, ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη, εκπαίδευση και ένδυση.
Μια άλλη ιδιαιτερότητα της Καβάλας αφορά την “έξωση” των Βρετανών αμέσως μετά την έναρξη της σύγκρουσης στην Αθήνα. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ, κατά την έναρξη των Δεκεμβριανών, με έναν ιδιότυπο “ειρηνικό” τρόπο ανάγκασαν τους Άγγλους να αποχωρήσουν. Οι ελασίτες έστησαν πυροβόλα προς την κατεύθυνση του λιμανιού, ενώ έκαναν επιδεικτικά δοκιμές αντιαρματικών όπλων και εκρηκτικών στην παραλία της Καλαμίτσας. Παράλληλα έκαναν περιοδεία σε όλα τα κτίρια της Καβάλας όπου διέμεναν Άγγλοι, οι οποίοι έτσι φοβήθηκαν και αποχώρησαν από την πόλη, κρατώντας την ωστόσο σε ναυτικό αποκλεισμό μέχρι τη Συμφωνία της Βάρκιζας.
ΑΡΘΡΟ ναστοχασμοί για τα Δεκεμβριανά
Του Σπυρίδωνα Σφέτα, βαλκανιολόγου
Τα Δεκεμβριανά αποτελούν ακόμη ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα στις ερμηνείες των ιστορικών με ζητούμενο τόσο τη διαλεύκανση των παραγόντων που οδήγησαν στη σύγκρουση του ΚΚΕ με τους Άγγλους όσο και των επιδιώξεών του.
Τα βαλκανικά κομμουνιστικά κόμματα ανήλθαν στην εξουσία με την ουσιαστική βοήθεια του Κόκκινου Στρατού, ανεξάρτητα από το βαθμό αντίστασης κατά των Γερμανών. Τα ποδηγετούμενα από τα κομμουνιστικά κόμματα αντιστασιακά κινήματα καλλιεργούσαν και το όραμα μιας κοινωνικής ανατροπής μετά την απελευθέρωση στο όνομα της ασαφούς Λαϊκής Δημοκρατίας. Αυτό ήταν ιδιαίτερα χαρακτηριστικό για το ΚΚΕ, για το οποίο το ΕΑΜ συμβόλιζε την αναβίωση της τακτικής του αντιφασιστικού “λαϊκού μετώπου” του Μεσοπολέμου. Για ευνόητους λόγους το ΚΚΕ απέφευγε μία συστηματική κομμουνιστική προπαγάνδα, παρότι τελικός στόχος παρέμενε η κατάληψη της εξουσίας. Ούτε λίγο ούτε πολύ η αντίσταση κατά των Γερμανών ταυτιζόταν με τη “σοσιαλιστική επανάσταση”. Για γνωστούς λόγους σε μία άτυπη συμφωνία Άγγλων και Σοβιετικών, ήδη από το Μάιο του 1944, η Ελλάδα επιδικάστηκε στην αγγλική σφαίρα επιρροής και η Ρουμανία στη σοβιετική. Μετά την άτυπη αγγλοσοβιετική συμφωνία του Μαΐου μπορεί να εξηγηθεί η παρέμβαση της σοβιετικής αποστολής υπό τον Ποπόφ προς το ΚΚΕ να σεβαστεί τη συμφωνία του Λιβάνου και να προσχωρήσει στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου με την αποδοχή από το ΕΑΜ των ασήμαντων υπουργείων. Με την είσοδο ωστόσο του Κόκκινου Στρατού στη Ρουμανία και στη Βουλγαρία το ΚΚΕ εκτιμούσε ότι ισχυροποιούνταν οι θέσεις του έναντι της “ανίσχυρης” κυβέρνησης Παπανδρέου. Μετά την πολιτική μεταβολή της 9ης Σεπτεμβρίου 1944 στη Βουλγαρία ο άλλοτε “φασιστικός” βουλγαρικός στρατός στην Ανατολική Μακεδονία και Δυτική Θράκη, που τώρα υπαγόταν στη σοβιετική διοίκηση του Τρίτου Ουκρανικού Μετώπου, ενίσχυε στρατιωτικά τον ΕΛΑΣ. Παρότι ο στρατηγός Τολμπούχιν απέρριψε το αίτημα του Γιώργη Ερυθριάδη για κάθοδο του Κόκκινου Στρατού στην Ελλάδα το Σεπτέμβριο του 1944, και μόνο η παρουσία Κόκκινου Στρατού στα Βαλκάνια και οι αναγνωριστικές επισκέψεις σοβιετικών αξιωματικών στην Ανατολική Μακεδονία και Δυτική Θράκη αναμφισβήτητα δημιούργησαν στο ΚΚΕ την ψευδαίσθηση ότι ο Κόκκινος Στρατός αποτελούσε σημαντική δύναμη.
ΑΝΑΓΚΑΙΟΣ ΕΛΙΓΜΟΣ
Από την άποψη αυτή η υπογραφή της συμφωνίας της Καζέρτας (26 Σεπτεμβρίου 1944) και η τυπική υπαγωγή των δυνάμεων του ΕΛΑΣ στις διαταγές του άγγλου στρατηγού Σκόμπι σε καμία περίπτωση δεν συνιστούσαν συνθηκολόγηση αλλά αναγκαίο ελιγμό. Με την τακτική της “νομιμοφροσύνης” το ΚΚΕ μάλλον αποσκοπούσε σε παραπλάνηση των Άγγλων, ώστε να μη μεταφερθεί μεγάλος όγκος αγγλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση της Αθήνας. Αν ο ΕΛΑΣ επιχειρούσε να καταλάβει την εξουσία αμέσως μετά τη 12η Οκτωβρίου 1944, η ενέργεια αυτή θα καταδικαζόταν από ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Αντίθετα ελέγχοντας τη χώρα μέσω του ΕΛΑΣ και ελπίζοντας σε βοήθεια από τα βαλκανικά κράτη το ΚΚΕ πίστευε ότι στην πράξη θα αναιρούσε τις “υποχωρήσεις” στο Λίβανο και στην Καζέρτα. Εδώ υποτίμησε τον αγγλικό παράγοντα. Το ΚΚΕ ούτε ενημερώθηκε από τους Σοβιετικούς για την αγγλοσοβιετική συμφωνία των ποσοστών του Οκτωβρίου 1944 ούτε πίστευε ότι Άγγλοι και Σοβιετικοί κατένεμαν τα Βαλκάνια σε σφαίρες επιρροής. Με τους άριστους μηχανισμούς προπαγάνδας το ΚΚΕ προσπαθούσε να αποδείξει ότι είχε αμέριστη λαϊκή υποστήριξη.
Εκείνο ωστόσο που προκάλεσε την έντονη αντίδραση του ΚΚΕ ήταν η απόφαση Παπανδρέου για αποστράτευση του ΕΛΑΣ (40.000 άνδρες εν ενεργεία και 30.000 εφεδρικοί) και του ΕΔΕΣ αλλά όχι της ορεινής ταξιαρχίας “Ρίμινι” και του “Ιερού Λόχου”, πριν η χώρα να οδηγηθεί σε εκλογές. Το ΚΚΕ πρότεινε την ταυτόχρονη αποστράτευση της “Ρίμινι” και του “Ιερού Λόχου” και τη στελέχωση του νέου στρατού από τους αξιωματικούς του ΕΛΑΣ. Είναι σαφές ότι ο έλεγχος του στρατεύματος αποτελούσε για το ΚΚΕ την εγγύηση για την επιβολή συμφέρουσας πολιτικής λύσης.
Στον απόηχο της κρίσης του Νοεμβρίου τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου Στέργιος Αναστασιάδης και Λευτέρης Ματσούκας επισκέφθηκαν τη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία για συμβουλές και βοήθεια. Στη συνάντησή του με τον Τίτο (15.11.1944) ο Αναστασιάδης αναφέρθηκε στις δολοπλοκίες των Άγγλων στην Ελλάδα και αποκάλυψε ότι οι όποιες συμφωνίες αποσκοπούσαν στην αποτροπή αγγλικής επέμβασης. Ο Τίτο επισήμανε την ανάμιξη των Άγγλων και στις γιουγκοσλαβικές υποθέσεις και συμβούλεψε το ΚΚΕ να μη δεχτεί τη διάλυση του ΕΛΑΣ. Ο Τίτο υποσχέθηκε στρατιωτική και ηθική βοήθεια. Στην ουσία ενθάρρυνε το ΚΚΕ σε σύγκρουση με την κυβέρνηση Παπανδρέου. Η στάση του είναι ευεξήγητη. Η Γιουγκοσλαβία δεν είχε απελευθερωθεί πλήρως, ο Τίτο φοβόταν αγγλοαμερικανική απόβαση, κάτι που θα σήμαινε αγγλική επιρροή στα εσωτερικά της Γιουγκοσλαβίας προς όφελος της μοναρχίας και της εξόριστης γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης. Μία εμφύλια σύγκρουση στην Ελλάδα θα περισπούσε τους Άγγλους και θα εμπέδωνε την εξουσία του Τίτο.
Καθώς η κρίση του Νοεμβρίου δεν ξεπεράστηκε και ο ίδιος ο Σκόμπι απαίτησε την 1η Δεκεμβρίου τον αφοπλισμό όλων των ανταρτικών ομάδων μέχρι τις 10 Δεκεμβρίου, το ΚΚΕ αποφάσισε να δράσει δυναμικά. Στις 2 Δεκεμβρίου παραιτήθηκαν οι υπουργοί του ΕΑΜ στην κυβέρνηση, για τις 3 προγραμματίστηκε μαζικό συλλαλητήριο και για τις 4 γενική απεργία. Με τα πολιτικά αυτά μέσα το ΚΚΕ αποσκοπούσε να εξαναγκάσει την κυβέρνηση Παπανδρέου σε παραίτηση. Ταυτόχρονα λήφθηκαν και στρατιωτικά μέτρα. Στις αρχές Δεκεμβρίου ο ΕΛΑΣ διέθετε στην Αθήνα 15.000 άνδρες και επικουρικές μεραρχίες θα έρχονταν από την επαρχία. Η κυβέρνηση διέθετε 2.800 άνδρες της “Ρίμινι”, 500 ιερολοχίτες και 300 αστυνομικούς. Οι Άγγλοι είχαν αρχικά στην Αθήνα 5.000 άνδρες. Το ΚΚΕ εκτιμούσε ότι δεν θα επενέβαιναν στη σύγκρουση του ΕΛΑΣ με την “ντόπια αντίδραση” και για το λόγο αυτό δεν προκάλεσε αρχικά τους Άγγλους. Υπολόγιζε ότι λόγω της συμμαχίας Αγγλίας-Σοβιετικής Ένωσης στο διαρκούντα ακόμη πόλεμο κατά της Γερμανίας οι Άγγλοι θα παρέμεναν ουδέτεροι. Αλλά, όταν μετά τα γεγονότα στην πλατεία Συντάγματος ο ΕΛΑΣ άρχισε να επιτίθεται σε αστυνομικά τμήματα, ο Σκόμπι μετά το γνωστό τηλεγράφημα του Τσόρτσιλ (μη διστάσεις να ενεργήσεις σαν να ήσουν σε μία κατακτημένη πόλη, όπου γίνεται εξέγερση) επενέβη δυναμικά. Ούτε ο Τίτο ούτε η Σοβιετική Ένωση παρείχαν ηθική, διπλωματική ή στρατιωτική βοήθεια. Οι ευνοϊκοί όροι του Σκόμπι για ανακωχή στις 12 Δεκεμβρίου, κατά την επίσκεψη του Μιλτιάδη Πορφυρογένη στο στρατηγείο του, απορρίφθηκαν από το Πολιτικό Γραφείο. Ο Σκόμπι δεν έθεσε τώρα ζήτημα αφοπλισμού του ΕΛΑΣ αλλά απομάκρυνσής του από την Αθήνα και αφοπλισμού των πολιτών που είχαν εξοπλιστεί. Στις 15 Δεκεμβρίου 1944 ο ΕΛΑΣ άρχισε τη μεγάλη αντεπίθεση για την κατάληψη του κέντρου της Αθήνας. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο Δημητρόφ συμβούλεψε το ΚΚΕ να συνεχίσει τον αγώνα. Στις 18 Δεκεμβρίου η επιχείρηση του ΕΛΑΣ απέτυχε. Οι Άγγλοι ενίσχυαν τις θέσεις τους, μεταφέροντας στρατό από την Ιταλία. Στις 19 Δεκεμβρίου ο Σιάντος ευχαρίστησε τον Δημητρόφ για τη συμβουλή του, επισημαίνοντας ότι ο παλλαϊκός αγώνας συνεχιζόταν. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων την ίδια ημέρα ο Δημητρόφ κατέστησε σαφές ότι αποκλειόταν εξωτερική βοήθεια.
Η ΣΥΝΘΗΚΟΛΟΓΗΣΗ
Και όταν ο Τσόρτσιλ έφτασε στην Αθήνα τα Χριστούγεννα του 1944, για να γνωρίσει τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, εκτελούντα χρέη αντιβασιλέα, και να εκμαιεύσει πολιτική λύση στη βάση των προτάσεών του ο Σιάντος θεώρησε την έλευση Τσόρτσιλ στην Αθήνα ένδειξη αδυναμίας των Άγγλων. Κατά τη μεγάλη σύσκεψη της 26ης Δεκεμβρίου στο υπουργείο Εξωτερικών ο Σιάντος απαίτησε το σχηματισμό νέας κυβέρνησης με την παραχώρηση του 40-50% των υπουργείων στο ΕΑΜ, οπωσδήποτε τα υπουργεία Εσωτερικών και Δικαιοσύνης και τα υφυπουργεία Στρατιωτικών και Εξωτερικών, και έθεσε απαράδεκτους όρους. Οι διαπραγματεύσεις ναυάγησαν και οι Άγγλοι με τις 25.000 στρατό στα τέλη Δεκεμβρίου απώθησαν τον ΕΛΑΣ από την Αθήνα. Με το βάρος της στρατιωτικής ήττας του ΕΛΑΣ στην Αθήνα και τη συνειδητοποίηση της απομόνωσής του από το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, το ΚΚΕ συνθηκολόγησε.
Ο Στάλιν είχε επιδικάσει την Ελλάδα στην αγγλική σφαίρα επιρροής και δεν επενέβη ούτε διπλωματικά υπέρ του ΚΚΕ. Η αγγλική επέμβαση στην Ελλάδα για την κατάπνιξη του Δεκεμβριανού κινήματος έδινε στους Σοβιετικούς το πράσινο φως για αδίστακτη επέμβαση στα εσωτερικά της Ρουμανίας. Με διαδηλώσεις οι αφιχθέντες από τη Μόσχα ρουμάνοι κομμουνιστές μετά το τελεσίγραφο του Βισίνσκι προς το βασιλέα Μιχαήλ επέβαλαν την ανατροπή της πολυκομματικής κυβέρνησης Ραντέσκου και τη συγκρότηση της ελεγχόμενης από τους ρουμάνους κομμουνιστές κυβέρνησης του Πέτρου Γκρόζα.
ΑΡΘΡΟ 70 χρόνια μετά, συζητούμε
Του Σάκη Μουμτζή, συγγραφέα
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1944, το μέλος του Μακεδονικού Γραφείου του ΚΚΕ Γ. Ερυθριάδης πήγε στη Σόφια και συναντήθηκε με τον επικεφαλής των σοβιετικών στρατευμάτων στρατηγό Τολμπούχιν, από τον οποίο ζήτησε την αποστολή σοβιετικού στρατού σε Μακεδονία και Θράκη.
Στις 14 Οκτωβρίου 1944, ο ίδιος με τηλεγράφημά του ανέφερε στον Στρίγκο (μέλος του ΠΓ, υπεύθυνο για την καθοδήγηση των οργανώσεων της Μακεδονίας) και στον Βαφειάδη (επικεφαλής της Ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας του ΕΛΑΣ και μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ), πως 250 σοβιετικοί στρατιώτες είχαν φθάσει στην Κομοτηνή, την Ξάνθη και τη Δράμα, και αναμενόταν νέες δυνάμεις για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.
Στις 25 Οκτωβρίου 1944, έπειτα από πίεση της ελληνικής κυβέρνησης και οι τελευταίες μονάδες του βουλγαρικού στρατού εγκατέλειψαν το ελληνικό έδαφος. Ας σημειωθεί πως από τις αρχές Σεπτεμβρίου, με τη μεταπολίτευση που έγινε στη Βουλγαρία, ο στρατός της θεωρήθηκε ως “συνεμπόλεμος” με τους συμμάχους και έπαψε να αντιμετωπίζεται ως στρατός κατοχής από τον ΕΛΑΣ (Στις 9 Σεπτεμβρίου 1944, σχηματίστηκε στη Σόφια κυβέρνηση Πατριωτικού Μετώπου με τη συμμετοχή των κομμουνιστών, που κατήγγειλε τη συμφωνία με τον Άξονα και έθεσε τη Βουλγαρία στο πλευρό των συμμάχων).
Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ
Τι συνέβη και όλος ο σχεδιασμός για είσοδο των Σοβιετικών στη Β. Ελλάδα ανατράπηκε; Στις 9 Οκτωβρίου ο Τσόρτσιλ μετέβη στη Μόσχα και την επομένη ημέρα ήρθε σε συμφωνία με τον Στάλιν για τον καθορισμό ζωνών στρατιωτικών επιχειρήσεων. Επειδή αυτή η συμφωνία ήταν καρπός πολύμηνων επαφών των δύο πλευρών, σιωπηρά υπενοείτο ότι πιθανόν αυτές οι στρατιωτικές ζώνες, συν τω χρόνω, να έπαιρναν τη μορφή ζωνών επιρροής και συμφερόντων. Και ο Στάλιν και ο Τσόρτσιλ ήταν άτομα ιδιαίτερης ευφυΐας, άριστοι γνώστες του συσχετισμού δυνάμεων και με μιαν άκρως ρεαλιστική αντίληψη για την πολιτική, που άγγιζε τον κυνισμό. Έτσι κατέληξαν σε μια διευθέτηση, κατά την οποία ο Τσόρτσιλ έδωσε αυτό που δεν είχε (στην Ουγγαρία και Βουλγαρία βρισκόταν ήδη σοβιετικά στρατεύματα) και πήρε αυτό που ήθελε (την Ελλάδα) και ο Στάλιν έδωσε αυτό που δεν τον ενδιέφερε να έχει και κράτησε αυτά που κατείχε, αδιαπραγμάτευτα. Δείγματα αυτής της συμφωνίας, όπως είναι φυσικό, έγιναν αμέσως αντιληπτά από την ηγεσία του ΚΚΕ. Και βέβαια, το κυριότερο δείγμα ήταν πως αντί να κατέλθουν τα σοβιετικά στρατεύματα στην Ελλάδα, αποβιβάστηκαν βρετανικά. Έτσι, με δεδομένο πως η σοβιετική ηγεσία έστειλε σαφές μήνυμα στους έλληνες κομμουνιστές πως η χώρα τους ανήκει στη ζώνη επιχειρησιακής ευθύνης των Βρετανών και πως υπεράνω όλων είναι η συμμαχική ενότητα, το ΠΓ του ΚΚΕ αντιλήφθηκε πως το μοναδικό όπλο που είχε για την πολιτική του κυριαρχία ήταν τα όπλα του ΕΛΑΣ. Γιατί από το καλοκαίρι του 1944, το ΚΚΕ όλες τις παραχωρήσεις τις έκανε κάτω από την ασφάλεια των όπλων του ΕΛΑΣ, που του πρόσφεραν στρατιωτική και πολιτική κυριαρχία στον ελληνικό χώρο. Συγχρόνως, αμετάθετος στόχος του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν ο πλήρης έλεγχος των πολιτικών εξελίξεων, ώστε οι εκλογές και το δημοψήφισμα να διεξαχθούν υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που αυτό θα όριζε. Ο Τσόρτσιλ και αυτός επιζητούσε να κατοχυρώσει το έπαθλό του από τη συμφωνία της Μόσχας μέσα από τον περιορισμό της δύναμης του ΕΑΜ, τη διάλυση του ΕΛΑΣ και τελικά με την επιστροφή του Γεωργίου Β’. Αυτές οι δύο διαμετρικά αντίθετες στρατηγικές συγκρούστηκαν πάνω στο ζήτημα της αποστράτευσης των αντάρτικων σωμάτων και στη συγκρότηση του εθνικού στρατού. Γιατί ήταν και προφανές και λογικό πως εκλογές με ένοπλους αντάρτες δεν μπορούσαν να γίνουν. Όταν λοιπόν ο Γ. Παπανδρέου, στις 10 Νοεμβρίου 1944, έθεσε δημοσίως το θέμα της αποστράτευσης του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, η ηγεσία του ΚΚΕ αντιλήφθηκε πως η ώρα της μεγάλης απόφασης έφτασε. Και ο στρατηγός Σκόμπι την όρισε για τις 10 Δεκεμβρίου 1944. Το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ γνώριζε ότι παραδίνοντας τα όπλα του ΕΛΑΣ υποτασσόταν πλήρως στο παιχνίδι της αστικής δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού, και μάλιστα όχι από θέση υπεροχής αλλά ως ισότιμος συμπαίκτης με τις λοιπές αστικές δυνάμεις, που ήταν όμως απούσες από την αντιστασιακή δράση όλο το διάστημα της Κατοχής. Συγχρόνως, εγκλωβιζόταν σε μια συγκεκριμένη μορφή πάλης, την κοινοβουλευτική, στην οποία ως σταλινικό κόμμα της Τρίτης Διεθνούς δεν πίστευε, στερούμενο εναλλακτικών δράσεων, με δεδομένο ότι τα όπλα του ΕΛΑΣ θα είχαν παραδοθεί. Επιπλέον, η ηγεσία του ΚΚΕ γνώριζε ότι η μεγάλη εθνικοενωτική του επιλογή, η Συμφωνία του Λιβάνου, έγινε ενάντια στη θέληση όλων των οργανώσεων της Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Στερεάς και της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας, αφού τα καθοδηγητικά τους όργανα την αποδοκίμασαν. Ενώ οι καπετάνιοι του ΕΛΑΣ, όλοι μέλη του κόμματος, από το τέλος του καλοκαιριού απαιτούσαν το “ξεκαθάρισμα των λογαριασμών με την αντίδραση”, με αποκορύφωμα τη σύσκεψή τους στη Λαμία, που τη συγκάλεσε ο Ά. Βελουχιώτης στις 17 Νοεμβρίου 1944.
Το πρόβλημα λοιπόν για τον Σιάντο, τον Ιωαννίδη και τον Ζέβγο, που αποτελούσαν τη γραμματεία του ΠΓ, γινόταν δυσεπίλυτο, γιατί γνώριζαν πως οι συνεργαζόμενες προσωπικότητες με το ΚΚΕ, στο πλαίσιο του ΕΑΜ, είχαν καταστήσει σαφές πως δεν θα ακολουθούσαν τους κομμουνιστές εάν αυτοί προχωρούσαν σε μονομερείς ενέργειες. Και μπορεί ο σκελετός του ΕΑΜ να ήταν οι οργανώσεις του ΚΚΕ, την ακτινοβολία και το κύρος όμως στο εθνικό ακροατήριο την προσέδιδαν ο Σβώλος, ο Τσιριμώκος, ο Αγγελόπουλος, ο Χωμενίδης και οι άλλοι φιλελεύθεροι αστοί του ΕΑΜ. Έπρεπε συνεπώς η καθοδήγηση του ΚΚΕ να αποφασίσει αν θα παραδώσει τα όπλα του ΕΛΑΣ και θα προχωρήσει στο δρόμο της ομαλότητας με την προκήρυξη των εκλογών ή αν θα προχωρήσει στη ρήξη και τη σύγκρουση.
Στη συνεδρίαση του ΠΓ, που έγινε στις 27 Νοεμβρίου 1944 στο “Αρεταίειο” νοσοκομείο λόγω της ασθένειας του Ιωαννίδη, αποφασίστηκε να αναιρεθεί η συμφωνία που υπογράφηκε λίγες ώρες πριν με τον Γ. Παπανδρέου για τον αφοπλισμό των ανταρτών και τη συγκρότηση του Εθνικού Στρατού, και να προχωρήσουν στην εμφύλια σύγκρουση. Ιεράρχησαν οι ηγέτες του ΚΚΕ την πολιτική τους κυριαρχία υπεράνω της εαμικής συμμαχίας, εφόσον γνώριζαν πως αυτή δεν θα άντεχε στην αδελφοκτόνο σύρραξη και θα διαλυόταν. Όπως και έγινε. Συγχρόνως έκριναν πως ο μικρός αριθμός των βρετανικών στρατευμάτων μάλλον σήμαινε ότι οι Βρετανοί δεν θα ενεπλέκοντο στην εμφύλια σύγκρουση. Έτσι ο Σιάντος τη 1 Δεκεμβρίου ανασυγκρότησε την Κ.Ε. του ΕΛΑΣ, στις διαταγές της οποίας υπήχθη ο ΕΛΑΣ, ακυρώνοντας πραξικοπηματικά τη συμφωνία της Γκαζέρτας, βάσει της οποίας όλοι οι στρατιωτικοί σχηματισμοί (εθελοντικοί και μη) υπήγοντο στη δικαιοδοσία του Σκόμπι. Αμέσως μόλις συγκροτήθηκε η Κ.Ε., εξέδωσε συγκεκριμένες διαταγές προς συγκεκριμένες μονάδες του ΕΛΑΣ για προσβολή συγκεκριμένων κυβερνητικών στόχων. Επιπροσθέτως τα δύο μέλη του ΠΓ του ΚΚΕ, η Χρύσα Χατζηβασιλείου και ο Γιάννης Ζεβγος, μετέβησαν το βράδυ της 2ας Δεκεμβρίου στην έδρα της 2ας μεραρχίας του ΕΛΑΣ και επέδωσαν διαταγή επιθέσεως του 2ου συντάγματος τα ξημερώματα της 4ης Δεκεμβρίου κατά της ορεινής ταξιαρχίας, στο Γουδή. Δηλαδή παρατηρούμε πως όλες οι διαταγές προσβολής αντιπάλου εκδόθηκαν πριν να πέσουν οι σφαίρες και οι νεκροί στην πλατεία Συντάγματος. Έτσι μπορούμε να πούμε πως τα γεγονότα της 3ης Δεκεμβρίου 1944 ελάχιστη σχέση είχαν με τα όσα επακολούθησαν. Η απόφαση για τη σύγκρουση είχε ληφθεί από την ηγεσία του ΚΚΕ το βράδυ της 27ης Νοεμβρίου και μάλιστα ερήμην των εαμικών συμμάχων, οι οποίοι εξαπατήθηκαν με τις διαβεβαιώσεις του Παρτσαλίδη πως η κατάσταση βαίνει προς εκτόνωση.
Η ΒΙΑ
Από το απόγευμα της 4ης Δεκεμβρίου 1944, μετά την κηδεία των θυμάτων, άρχισε η επίθεση του ΕΛΑΣ κατά των κυβερνητικών θέσεων. Τα όσα έγιναν αυτές τις 33 ημέρες άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους στις μετέπειτα εξελίξεις. Τα πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα εγκλήματα της ΟΠΛΑ και της Πολιτοφυλακής, η ομηρία και οι εκτελέσεις τροτσκιστών, αρχειομαρξιστών, ανεξάρτητων συνδικαλιστών και εύπορων αστών, δημιούργησαν μίαν αποπνικτική κατάσταση, από την οποία αναδύθηκε αυτό που η Αριστερά και οι δημοκρατικοί κεντρώοι αποκάλεσαν “Λευκή τρομοκρατία”, δηλαδή η απαίτηση των θυμάτων και των οικείων τους για εκδίκηση. Εάν δεν καταγράψουμε την κόκκινη τρομοκρατία, δεν θα μπορέσουμε να εξηγήσουμε νοημόνως τη λευκή. Την ιστορική αλληλουχία γεγονότων τη συνδέει πάντα μια κλωστή λογικής, που οφείλει να την ανακαλύψει ο ιστορικός.
Σήμερα, 70 χρόνια μετά, δύο ερωτήματα επιζητούν απαντήσεις.1) Τι επεδίωκε το ΚΚΕ με τη σύγκρουση; Με τη στρατιωτική του επικράτηση στην Αθήνα θα επέβαλε τους πολιτικούς του όρους, ώστε όλες οι εξελίξεις να πραγματωθούν υπό τον απόλυτο έλεγχό του. Συγχρόνως, στόχευε στην πολιτική ομογενοποίηση του χώρου της Βαλκανικής, την οποία κατείχε ο Κόκκινος Στρατός και στον συντονισμό των βημάτων της ελληνικής πολιτικής ζωής με τα αντίστοιχα των χωρών που απελευθέρωσαν οι Σοβιετικοί. 2) Ήταν η δεκεμβριανή σύγκρουση αναπόφευκτη; Νομίζω πως δεν μπορούσε να αποφευχθεί. Ήταν η λογική κατάληξη μιας εμφύλιας σύγκρουσης που άρχισε την άνοιξη του 1943 στη Δ. Μακεδονία και εξαπλώθηκε σε όλη σχεδόν τη χώρα, με πρωτοφανείς πράξεις βίας, με αποκορύφωμα τα όσα έγιναν το καλοκαίρι του 1944 στις συνοικίες της Αθήνας από τα Τάγματα Ασφαλείας και στην Πελοπόννησο λίγο αργότερα με την αποχώρηση των Γερμανών (Σεπτέμβριος 1944), όταν εξοντώθηκαν μαζικά από τον ΕΛΑΣ ταγματασφαλίτες και χιλιάδες χωρικοί που τους ακολουθούσαν. Ήταν επόμενο πως όταν απελευθερώθηκε η χώρα, αυτό το αδιάκοπο και αιματηρό παιχνίδι εξουσίας δεν μπορούσε πλέον να διοχετευθεί μέσα στα κανάλια των δημοκρατικών θεσμών και διαδικασιών. Η λύση θα ερχόταν με την τελική σύγκρουση. Και όπως έγραψε ο αντιστασιακός και αντικομουνιστής Χρήστος Ζαλοκώστας: “Την Ελλάδα θα την κρατήσουν στο τέλος είτε οι ασίκηδες της Αριστεράς είτε οι ασίκηδες της Δεξιάς”.
Η λογική της εμφύλιας σύγκρουσης, που είναι η λογική της συντριβής του αντιπάλου, είχε επικρατήσει.