Σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες αποδεικνύεται η δράση της ρωσικής μαφίας στη Θεσσαλονίκη. Ο φάκελος πέντε ανεξιχνίαστων εκτελέσεων άνοιξε πάλι στα γραφεία του τμήματος ανθρωποκτονιών της ασφάλειας, μετά τη δολοφονία 37χρονου που βρέθηκε την περασμένη Τετάρτη νεκρός με δύο σφαίρες στο κεφάλι σε πρανές της Εγνατίας οδού.
Του Κώστα Καντούρη
Εκβιάσεις, εμπόριο όπλων, έλεγχος της νύχτας, διακίνηση μεταναστών, όπως και οργάνωση διαρρήξεων και ληστειών αποτελούν μερικά από τα κομμάτια του παζλ που συνθέτει τη δράση των μαφιόζων στη Θεσσαλονίκη. Τα συμβόλαια θανάτου είναι η συνήθης τακτική αυτών των ομάδων για την επίλυση των εσωτερικών διαφορών τους. Δεν είναι τυχαίο πως οι εκτελεστές δεν εντοπίζονται, αφού τις περισσότερες φορές είναι απεσταλμένοι από τα διευθυντήρια της μαφίας σε Ρωσία και Γεωργία. Άλλωστε εκεί γίνεται ο κεντρικός έλεγχος, δίνονται οι κατευθύνσεις και αποφασίζεται η δράση κάθε ομάδας. Όσοι πήραν το ρίσκο να αυτομολήσουν ή έστω να παραβιάσουν βασικούς κανόνες του κώδικα των «βορ βζακόνια» (γνωστών ως κλεφτών του νόμου) έπεσαν θύματα… τροχαίων δυστυχημάτων ή δέχτηκαν καταιγισμό πυρών από ενόπλους.
Η εκτέλεση του 37χρονου Ιωάννη Τομπρουκίδη με δύο σφαίρες από πιστόλι στο κεφάλι έκλεισε τον κύκλο της «ηρεμίας» στις δολοφονίες τέτοιου είδους στη Θεσσαλονίκη, καθώς η τελευταία είχε σημειωθεί δυόμισι χρόνια νωρίτερα, όταν τα πτώματα δύο Αρμενίων βρέθηκαν θαμμένα στον Χορτιάτη. Για την υπόθεση εκείνη συνελήφθησαν τέσσερα άτομα και καταδικάστηκαν πρόσφατα σε δις ισόβια ο καθένας. Το τελευταίο θύμα, της περασμένης Τετάρτης, δεν φαίνεται να είχε έντονη ανάμειξη στη δράση μαφιόζικων ομάδων ούτε και να είχε αποκτήσει «βαθμούς» στην ιεραρχία. Από την ασφάλεια δεν αποκλείεται η πρόσφατη δραστηριότητά του, καθώς και αυτός είχε «φάκελο» για υπόθεση εκβίασης, να προκάλεσε εσωτερικές διαμάχες σε συγκεκριμένες ομάδες, που κατέληξαν στην εκτέλεσή του. Μέχρι τώρα όμως παραμένει μυστήριο.
Η οργανωμένη δομή και οι Πόντιοι
Η πρώτη οργάνωση της μαφίας εμφανίζεται στη Θεσσαλονίκη τα τέλη της δεκαετίας του ’90. Τότε αποφασίζεται να συνδεθούν όλες οι ομάδες που δραστηριοποιούνταν στις διαρρήξεις, τις ληστείες και το εμπόριο όπλων, για να σταματήσει ο πόλεμος που είχε ξεσπάσει μεταξύ τους. Την ευθύνη της συγκρότησης φαίνεται να ανέλαβε η οργάνωση του «παππού Χασάν», που σύμφωνα με ρωσικά δημοσιεύματα αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες μαφιόζικες οργανώσεις στη Ρωσία, με πλοκάμια σε όλη την Ευρώπη.
Σύμφωνα με όσα κυκλοφορούν, τόσο στις τάξεις των κακοποιών όσο και στην ασφάλεια, πρώτος επικεφαλής ορίστηκε ένας ομογενής Πόντιος με το προσωνύμιο «Ματβέ», ο οποίος είχε την αντίστοιχη υποδομή. Είχε εκτίσει ποινή σε ρωσικές φυλακές και είχε κερδίσει τον τίτλο του «βορ βζακόνια». Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 όμως φαίνεται ότι παρεκκλίνει από τον «κώδικα τιμής» της μαφίας και δίνεται εντολή να αντικατασταθεί. Στη θέση του «βαφτίζεται» ένας νεαρός, μόλις 31 χρόνων, με το προσωνύμιο «Λιόβας», η ανάδειξη του οποίου προκαλεί και τις πρώτες τριβές μεταξύ των διαφορετικών ομάδων της Θεσσαλονίκης, καθώς θεωρήθηκε ότι δεν ήταν έτοιμος, αφού δεν είχε καν καταδικαστεί. Το 2003, στο πλαίσιο της απόφασης των αλλαγών στη μαφία της Θεσσαλονίκης, ο «Ματβέ» σε ένα ταξίδι του στη Ρωσία πέφτει νεκρός σε τροχαίο, χωρίς ποτέ να διευκρινιστούν τα αίτια(;).
Στα επόμενα χρόνια η κατάσταση στα εσωτερικά των οργανώσεων, ύστερα από έναν αιματηρό κύκλο εκτελέσεων, αρχίζει να εξομαλύνεται και ο «Λιόβας» τελικά επικρατεί. Όμως τον Μάιο του 2010, η σύζυγός του τον βρίσκει νεκρό από παθολογικά αίτια. Η πιθανότητα να πρόκειται για δολοφονία ξεσήκωσε τα «κεντρικά» της μαφίας στη Ρωσία και είναι ενδεικτικό πως μέχρι και τα σπλάχνα του μεταφέρθηκαν στη Μόσχα, για να εξεταστούν. Δείγμα της δύναμης που είχε ήταν ότι στην κηδεία του στη δυτική Θεσσαλονίκη, όπως ανέφεραν ρωσικά δημοσιεύματα, συμμετείχαν περισσότεροι από 5.000, ενώ το πρώτο μνημόσυνο τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου μετατράπηκε σε συνάντηση των ηγετικών στελεχών της μαφίας.
Για έναν χρόνο μετά τον θάνατό του επιχειρήθηκε να τον διαδεχτεί στενός συγγενής του, αλλά τα σχέδια της οργάνωσης χάλασαν ύστερα από αστυνομική επιχείρηση εξάρθρωσης της οργάνωσης στη Θεσσαλονίκη τον περσινό Σεπτέμβριο. Ο στενός συγγενής, που φαίνεται ότι απέφευγε τη διαδοχή, διέφυγε στη Ρωσία, οι υπόλοιποι αρχικά προφυλακίστηκαν και στη συνέχεια αφέθηκαν ελεύθεροι, περιμένοντας τη δίκη τους για απλές υποθέσεις εκβιάσεων.
Πέντε τα «χτυπήματα»
Πέντε μαφιόζικα «χτυπήματα» στη Θεσσαλονίκη παραμένουν ανεξιχνίαστα, αλλά και «άγνωστης αιτίας», με την έννοια πως δεν έχουν ξεκαθαριστεί οι διαφορές των θυμάτων με τους δράστες.
13 Αυγούστου 2003: Στο μπαλκόνι του διαμερίσματός του δολοφονείται με Καλάσνικοφ από σκοπευτή ο 40χρονος Γιώργος Τσακαλίδης, γνωστός ως «Τζούμπικ», ομογενής από τη Γεωργία. Το όνομα του θύματος είχε εμπλακεί σε μακελειό που προηγήθηκε μεταξύ παράνομων ομάδων στην Ευκαρπία. Απέναντι από το σπίτι του, στην Καλαμαριά, βρέθηκε το Καλάσνικοφ, ενώ οι δράστες άφησαν και ένα πιστόλι Τοκάρεφ.
19 Ιανουαρίου 2007: Ο ιδιοκτήτης του κέντρου «Αραράτ», 40χρονος Αρμένιος Βρουρ Κοτσαριάν, γνωστός ως «Βούρος», δέχεται έξω από το κατάστημά του καταιγισμό πυροβολισμών με Καλάσνικοφ, ενώ επέβαινε στο αυτοκίνητό του. Η δολοφονία του θεωρήθηκε πως προκλήθηκε από κύκλους Αρμενίων που είχαν διαφορές μαζί του.
20 Μαρτίου 2007: Ο 42χρονος Γεωργιανός Βασίλης Ποπώφ δέχεται πυροβολισμούς μέσα στο αυτοκίνητό του, στην οδό Γεωργικής Σχολής, από δύο μοτοσικλετιστές. Η εκτέλεσή του γίνεται μπροστά στα μάτια δεκάδων άλλων οδηγών αυτοκινήτων. Το κίνητρο των δραστών εκτιμάται ότι ήταν η αντεκδίκηση, για παλιότερο επεισόδιο με την εμπλοκή του θύματος.
1 Φεβρουαρίου 2008: Άγνωστοι «γαζώνουν» το γραφείο μεταφορών του Γεωργιανού Ζάζα Αμπζαντίτζε, στην οδό Χαλκέων, στο κέντρο της πόλης. Εκτιμάται πως αιτία της δολοφονικής επίθεσης, που έγινε μέρα μεσημέρι μπροστά στα μάτια δεκάδων περαστικών που τρομοκρατήθηκαν, ήταν ο έλεγχος των μεταφορών δεμάτων και χρημάτων από τη Θεσσαλονίκη στη Γεωργία.
17 Φεβρουαρίου 2010: Άγνωστοι σπάζουν ένα παράθυρο στην ταβέρνα «Τυφλίδα» σε κεντρικό δρόμο της Πολίχνης και εκτελούν 35χρονο Αρμένιο με το προσωνύμιο «Γκιόργκι». Οι δράστες αδειάζουν 22 σφαίρες στο θύμα, που ήταν πρωτοπαλίκαρο μαφιόζου, ο οποίος ήταν έγκλειστος στις φυλακές. Τον θάνατό του ακολούθησαν δύο εκτελέσεις Αρμενίων, που βρέθηκαν θαμμένοι στον Χορτιάτη.