ΜΑΝΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ
Σήμερα, επικαλούμενος την εθνική λήθη, ο Τάσος Γιαννίτσης αναφέρεται στην «αναγκαιότητα» δημιουργίας ενός καινούριου πολιτικού σχηματισμού, υπονοώντας φυσικά ότι θα είχε «εκσυγχρονιστικά» χαρακτηριστικά. Μόνο που πλέον, η ορολογία που προωθείται για την αναγκαία… απενοχοποίηση, είναι αυτή των “μεταρρυθμίσεων”.
Με όχημα την αυτονόητη αναγκαιότητα να αλλάξει η Ελλάδα, να ξεπεραστούν κακώς κείμενα, στρεβλώσεις και παθογένειες δεκαετιών, υπάρχουν πολλοί που προσπαθούν να πείσουν μια κοινωνία σε απόγνωση, ότι αυτό θα συμβεί μέσω του Μνημονίου. Οι «μεταρρυθμίσεις» του οποίου έχουν περιοριστεί μέχρι σήμερα στην επίτευξη εργασιακής ευελιξίας μέσω της… εκτίναξης της ανεργίας, καθώς και σε «τομές» όπως τις νέες αυξήσεις στα διόδια, τον εθνικό παραλογισμό με το χαράτσι των ακινήτων μέσω της ΔΕΗ, τον κοινωνικό αφανισμό της μεσαίας τάξης, μέσω της δραματικής μείωσης της αγοραστικής δυνατότητάς της, και της ισοπέδωσης του βιοτικού επιπέδου της.
Είναι δύσκολο να προσπεράσει κανείς τον πειρασμό να μην καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επιθυμία για νέο κόμμα δεν εκφράζει πρωτίστως και κυρίως τον Τάσο Γιαννίτση, αλλά… τον Κώστα Σημίτη, για παράδειγμα. Που έχει εσχάτως πυκνώσει τις δημόσιες παρεμβάσεις του, όχι με την εθνικά αναγκαία στόχευση να δείξει νέους δρόμους για το μέλλον, αλλά προσπαθώντας κυρίως να υπερασπιστεί την περίοδο της διακυβέρνησής του, που αποδοκιμάστηκε τόσο εκκωφαντικά από την ελληνική κοινωνία.
Ο επί οκταετία πρωθυπουργός και πρώην Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, επιχειρεί ουσιαστικά να αλλάξει το αποτύπωμα της Ιστορίας πάνω στη δική του, προσωπική διαδρομή. Και για να συμβεί αυτό, χρειάζεται «κάτι νέο», από τη στιγμή που το ΠΑΣΟΚ, ακόμη κι αν περάσει στα χέρια του Ευάγγελου Βενιζέλου και του Ανδρέα Λοβέρδου, δεν θα είχε καμία διάθεση να… ξαναγράψει την Ιστορία. Ενώ, το εγχείρημα του Γιώργου Φλωρίδη, δεν δείχνει να μπορεί να ξεπεράσει τα στενά όρια της… φιλοσοφικής κουβέντας.
Αυτή είναι η πραγματικότητα που καλούμαστε να διαχειριστούμε. Ποιος θα ξεχάσει άλλωστε τις πρόσφατες εικόνες από το Βερολίνο. Εκεί όπου μίλησε ο Κώστας Σημίτης σε άπταιστα γερμανικά, εν αντιθέσει με την κάθε άλλο παρά κολακευτική διαχείριση της ελληνικής γλώσσας εκ μέρους του. Εκεί όπου προσπάθησε να πείσει πόσο «ιδιαίτερη» και «ξεχωριστή» ήταν η περίοδος της δικής του διακυβέρνησης. Για να εισπράξει ως απάντηση από το ακροατήριο, οπτικές και ηχητικές προτροπές να απαντήσει για τη διαπλοκή. Και εκείνος δεν έκανε κανένα σχόλιο, παρόλο που τον ρώτησε σχετικά η Γερμανίδα δημοσιογράφος η οποία συντόνιζε τη συζήτηση.
Το «κόμμα Σημίτη» λοιπόν, στο οποίο αναφέρεται συγκεκαλυμμένα ο Τάσος Γιαννίτσης, θα αγκάλιαζε την ενδιαφέρουσα ρητορική των μεταρρυθμίσεων. Και θα στηριζόταν στα… φθαρμένα υλικά, που όλοι υποψιαζόμαστε.
Γιατί εκείνοι που, ακόμη και σήμερα μέσα από το ΠΑΣΟΚ, εξαντλούν τα όρια της κακοποιημένης κοινής λογικής, μιλώντας για μεταρρυθμίσεις, την ώρα που ασκούν ήδη εξουσία, ή έχουν ασκήσει στο παρελθόν, χωρίς να έχουν καταφέρει να ολοκληρώσουν ούτε… μισή αλλαγή στον τομέα ευθύνης τους, θα συνωστίζονται με πρόθυμη αγωνία έξω από τον προθάλαμο του «κόμματος Σημίτη».
Προσδοκώντας και πάλι, ότι οι Έλληνες δεν θυμούνται. Οι Έλληνες δεν πολυκαταλαβαίνουν. Οι Έλληνες ξεχνούν. Στην εποχή τους, την όχι και τόσο μακρινή, όπου η διαχείριση της είδησης βρισκόταν στα χέρια λίγων, ίσως και να είχαν σοβαρές πιθανότητες να τα καταφέρουν.
Ας κατανοήσουν ότι ζούμε στην εποχή του διαδικτύου. Όπου η είδηση, και η ανάγνωσή της, δεν μπορούν να δεχθούν… φίλτρα επιρροής. Το κατεστημένο με το οποίο συνέδεσαν τις προσωπικές διαδρομές τους, βρίσκεται μισή ανάσα από το… άρθρο 99. Και μια επαρκώς υποψιασμένη κοινωνία, απέχει από το να τους διαγράψει από το εθνικό dna, όση είναι και η απόσταση των χεριών κάποιου, από τα πλήκτρο delete ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή.
Αν δεν υπήρχε η αγωνία για την εθνική εκκρεμότητα της ολοκλήρωσης των διαπραγματεύσεων με την τρόικα για τη νέα δανειακή σύμβαση, και την εκ παραλλήλου επίτευξη συμφωνίας για το PSI, τα όσα είπε ο Τάσος Γιαννίτσης στο «Έθνος της Κυριακής» για την «αναγκαιότητα» ίδρυσης νέου πολιτικού φορέα, προφανώς και θα ήταν το κυρίαρχο θέμα της επικαιρότητας.
Ο Υπουργός Εσωτερικών, ο οποίος τοποθετήθηκε στο συγκεκριμένο νευραλγικό πόστο με παρέμβαση του ίδιου του Λουκά Παπαδήμου, και όχι επειδή τον πρότεινε κάποιο από τα κόμματα που προσφέρουν κοινοβουλευτική στήριξη στη σημερινή κυβέρνηση ειδικού σκοπού, τάχθηκε αναφανδόν υπέρ της δημιουργίας νέου κόμματος. Σχολιάζοντας μάλιστα ότι η ίδρυσή του συνιστά αναγκαιότητα προκειμένου να «ξεμπλοκάρει» η πολιτική ζωή του τόπου. Προσθέτοντας, όπως ήταν απόλυτα φυσικό για μια προσωπικότητα με το δικό του τεχνοκρατικό παρελθόν, ότι δεν ενδιαφέρεται για τον εαυτό του, αλλά για τη χώρα.
Η ρητορική Γιαννίτση μοιάζει βγαλμένη από τα πιο… σκονισμένα εγχειρίδια του θρυμματισμένου εκσυγχρονισμού. Δηλαδή, της πολιτικής πρακτικής που «βαφτίστηκε» ιδεολογία, πριν από 16 χρόνια από τον Κώστα Σημίτη, και όσους (συν)διαμορφωτές της κοινής γνώμης αναζητούσαν εναλλακτικούς μοχλούς πίεσης στους δυο παραδοσιακούς σχηματισμούς εξουσίας της Ελλάδας, το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία.
Μπορεί ο Κώστας Σημίτης να είχε κληρονομήσει το «παπανδρεϊκό» ΠΑΣΟΚ, η δική του παρουσία στο πολιτικό σκηνικό ωστόσο προβλήθηκε ως παράμετρος διεμβολισμού ποικίλων και σύνθετων δυνάμεων: Από την Κεντροδεξιά μέχρι την Κεντροαριστερά.
Φυσικά, το εγχείρημα είχε τραγική για την Ελλάδα κατάληξη. Και έθεσε τις βάσεις για την εθνική κατρακύλα, μέχρι το αδιέξοδο του Μνημονίου. Με την πρακτική της δημιουργικής λογιστικής να μην περιορίζεται στην οικονομία, και εκείνη των απευθείας αναθέσεων να μην στέκεται μονάχα στα μεγάλα έργα. Αμφότερες, είχαν πολιτικά ισοδύναμα, από την ανάφλεξη της εθνικής μακαριότητας μιας χώρας που την έμαθαν να ζει πέρα και πάνω από τις δυνατότητές της, μέχρι τη διαδοχή στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, με έναν και μόνο υποψήφιο. Όπως δηλαδή επιχειρείται να συμβεί και σήμερα, με την επίκληση μιας ενότητας που έχει προ πολλού χαθεί.
Από εκείνη την περίοδο ωστόσο, και παρά τη θορυβώδη αποδοκιμασία του αυτοαποκαλούμενου «εκσυγχρονισμού», οι κομιστές μιας πολιτικής που απέτυχε στην πράξη, δεν σταμάτησαν ποτέ να επιδιώκουν τη μεγάλη ρεβάνς. Εφόσον φυσικά οι συγκυρίες τους ευνοούσαν.Σήμερα, επικαλούμενος την εθνική λήθη, ο Τάσος Γιαννίτσης αναφέρεται στην «αναγκαιότητα» δημιουργίας ενός καινούριου πολιτικού σχηματισμού, υπονοώντας φυσικά ότι θα είχε «εκσυγχρονιστικά» χαρακτηριστικά. Μόνο που πλέον, η ορολογία που προωθείται για την αναγκαία… απενοχοποίηση, είναι αυτή των “μεταρρυθμίσεων”.
Με όχημα την αυτονόητη αναγκαιότητα να αλλάξει η Ελλάδα, να ξεπεραστούν κακώς κείμενα, στρεβλώσεις και παθογένειες δεκαετιών, υπάρχουν πολλοί που προσπαθούν να πείσουν μια κοινωνία σε απόγνωση, ότι αυτό θα συμβεί μέσω του Μνημονίου. Οι «μεταρρυθμίσεις» του οποίου έχουν περιοριστεί μέχρι σήμερα στην επίτευξη εργασιακής ευελιξίας μέσω της… εκτίναξης της ανεργίας, καθώς και σε «τομές» όπως τις νέες αυξήσεις στα διόδια, τον εθνικό παραλογισμό με το χαράτσι των ακινήτων μέσω της ΔΕΗ, τον κοινωνικό αφανισμό της μεσαίας τάξης, μέσω της δραματικής μείωσης της αγοραστικής δυνατότητάς της, και της ισοπέδωσης του βιοτικού επιπέδου της.
Είναι δύσκολο να προσπεράσει κανείς τον πειρασμό να μην καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επιθυμία για νέο κόμμα δεν εκφράζει πρωτίστως και κυρίως τον Τάσο Γιαννίτση, αλλά… τον Κώστα Σημίτη, για παράδειγμα. Που έχει εσχάτως πυκνώσει τις δημόσιες παρεμβάσεις του, όχι με την εθνικά αναγκαία στόχευση να δείξει νέους δρόμους για το μέλλον, αλλά προσπαθώντας κυρίως να υπερασπιστεί την περίοδο της διακυβέρνησής του, που αποδοκιμάστηκε τόσο εκκωφαντικά από την ελληνική κοινωνία.
Ο επί οκταετία πρωθυπουργός και πρώην Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, επιχειρεί ουσιαστικά να αλλάξει το αποτύπωμα της Ιστορίας πάνω στη δική του, προσωπική διαδρομή. Και για να συμβεί αυτό, χρειάζεται «κάτι νέο», από τη στιγμή που το ΠΑΣΟΚ, ακόμη κι αν περάσει στα χέρια του Ευάγγελου Βενιζέλου και του Ανδρέα Λοβέρδου, δεν θα είχε καμία διάθεση να… ξαναγράψει την Ιστορία. Ενώ, το εγχείρημα του Γιώργου Φλωρίδη, δεν δείχνει να μπορεί να ξεπεράσει τα στενά όρια της… φιλοσοφικής κουβέντας.
Αυτή είναι η πραγματικότητα που καλούμαστε να διαχειριστούμε. Ποιος θα ξεχάσει άλλωστε τις πρόσφατες εικόνες από το Βερολίνο. Εκεί όπου μίλησε ο Κώστας Σημίτης σε άπταιστα γερμανικά, εν αντιθέσει με την κάθε άλλο παρά κολακευτική διαχείριση της ελληνικής γλώσσας εκ μέρους του. Εκεί όπου προσπάθησε να πείσει πόσο «ιδιαίτερη» και «ξεχωριστή» ήταν η περίοδος της δικής του διακυβέρνησης. Για να εισπράξει ως απάντηση από το ακροατήριο, οπτικές και ηχητικές προτροπές να απαντήσει για τη διαπλοκή. Και εκείνος δεν έκανε κανένα σχόλιο, παρόλο που τον ρώτησε σχετικά η Γερμανίδα δημοσιογράφος η οποία συντόνιζε τη συζήτηση.
Το «κόμμα Σημίτη» λοιπόν, στο οποίο αναφέρεται συγκεκαλυμμένα ο Τάσος Γιαννίτσης, θα αγκάλιαζε την ενδιαφέρουσα ρητορική των μεταρρυθμίσεων. Και θα στηριζόταν στα… φθαρμένα υλικά, που όλοι υποψιαζόμαστε.
Γιατί εκείνοι που, ακόμη και σήμερα μέσα από το ΠΑΣΟΚ, εξαντλούν τα όρια της κακοποιημένης κοινής λογικής, μιλώντας για μεταρρυθμίσεις, την ώρα που ασκούν ήδη εξουσία, ή έχουν ασκήσει στο παρελθόν, χωρίς να έχουν καταφέρει να ολοκληρώσουν ούτε… μισή αλλαγή στον τομέα ευθύνης τους, θα συνωστίζονται με πρόθυμη αγωνία έξω από τον προθάλαμο του «κόμματος Σημίτη».
Προσδοκώντας και πάλι, ότι οι Έλληνες δεν θυμούνται. Οι Έλληνες δεν πολυκαταλαβαίνουν. Οι Έλληνες ξεχνούν. Στην εποχή τους, την όχι και τόσο μακρινή, όπου η διαχείριση της είδησης βρισκόταν στα χέρια λίγων, ίσως και να είχαν σοβαρές πιθανότητες να τα καταφέρουν.
Ας κατανοήσουν ότι ζούμε στην εποχή του διαδικτύου. Όπου η είδηση, και η ανάγνωσή της, δεν μπορούν να δεχθούν… φίλτρα επιρροής. Το κατεστημένο με το οποίο συνέδεσαν τις προσωπικές διαδρομές τους, βρίσκεται μισή ανάσα από το… άρθρο 99. Και μια επαρκώς υποψιασμένη κοινωνία, απέχει από το να τους διαγράψει από το εθνικό dna, όση είναι και η απόσταση των χεριών κάποιου, από τα πλήκτρο delete ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή.