Η πρόταση του Αντώνη Σαμαρά για ενιαίο φορολογικό συντελεστή στις επιχειρήσεις είναι αναμφισβήτητα ένα τολμηρό βήμα. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση σπεύδει να το υιοθετήσει, συμπεριλαμβάνοντας την πρόταση στο νέο φορολογικό νομοσχέδιο, σηματοδοτεί την έναρξη ενός νέου φορολογικού περιβάλλοντος, το οποίο σε συνδυασμό με άλλες παραμέτρους που θα εγγυώνται τη σταθερότητα του συστήματος και εν προκειμένω έναν μακροχρόνιο σχεδιασμό, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας.
Ωστόσο αυτό, το από κάθε άποψη τολμηρό βήμα θα ήταν και γενναίο αν συνδυαζόταν και με την καθιέρωση ενός ενιαίου φορολογικού συντελεστή. Διότι πέραν του δημοσιονομικού οφέλους που θα έχει το κράτος, αφού τα έσοδα θα αυξηθούν, είναι προφανές ότι ο ενιαίος συντελεστής φορολόγησης καθιστά εκ των πραγμάτων «δύσκολη» τη φοροδιαφυγή ενώ ταυτόχρονα την κάνει δικαιότερη. Το ισχύον φορολογικό σύστημα ευνοεί κατ ουσία τη φοροδιαφυγή, επιτρέπει και διευκολύνει τις πελατειακές σχέσεις μεταξύ των φορολογουμένων και των ειπρακτικών μηχανισμών, αλλά πάνω απ’ όλα έχει αποδειχθεί αναποτελεσματικό και ιδιαίτερα κοστοβόρο. Αναποτελεσματικό διότι τα δημόσια έσοδα βαίνουν διαρκώς μειούμενα, και κοστοβόρο αφού τα χρήματα που δαπανώνται προκειμένου να συντηρηθούν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί, είναι πολύ περισσότερα από αυτά που αποφέρουν.
Θα αναρωτηθεί κανείς, αφού ο ενιαίος συντελεστής είναι αποδοτικότερος και δικαιότερος, για ποιο λόγο δεν εφαρμόζεται. Γιατί αφενός δεν «συμφέρει» έναν κόσμο που ζει από την πολυπλοκότητα του φορολογικού συστήματος. Αφετέρου γιατί υποχρεώνει έναν «άλλο κόσμο» που ζει σε βάρος των έντιμων φορολογούμενων να πληρώσει. Το επιχείρημα που θέλει τα υψηλότερα εισοδήματα να βαρύνονται με υψηλούς συντελεστές και άρα να πληρώνουν περισσότερα, είναι μύθος. Σήμερα υπερφορολογούνται οι φορολογούμενοι που δηλώνουν τα εισοδήματά τους και δεν «πληρώνουν» όσοι καταφέρνουν να δηλώνουν εισοδήματα σε επίπεδα που οι φορολογικοί συντελεστές είναι χαμηλότεροι και άρα οι φόροι λιγότεροι σε σχέση με τα πραγματικά τους εισοδήματα.