Tου Nικου Γ. Ξυδακη
Σκεφτόμουνα πώς θα πω στον πατέρα μου ότι η σύνταξή του ψαλιδίζεται γιατί είναι δημοσιονομικά άδικη, ύστερα από 40 χρόνια ένσημα βαρέα και ανθυγιεινά. Δεν θα του πω τίποτε, θα το έχει ακούσει από τον υπουργό του LSE, καμουφλαρισμένο, με τις μετωνυμίες του Τρίτου Δρόμου, και θα το καταλάβει όταν πάει στην τράπεζα να εισπράξει. Τότε θα βαρυγκομήσει για τους Παπαντρέου που τους ψηφίζει τρεις γενιές, όπως το ‘χει κάνει πρόσφατα. Κι ύστερα θα γυρίσει στις γάτες του, στις λεμονιές και στο αγέρι του νησιού: αυτά δεν μπορούν να του τα πάρουν όσο ζει.
Τον ζηλεύω. Τουλάχιστον για τα στερνά του στο νησί. Περνούν ακύμαντα. Δούλεψε μια ζωή στο άστυ, έφτιαξε ενάμισι σπίτι, σπούδασε δύο παιδιά, είδε εγγόνια, κι ύστερα στο νησί ψάρεψε, κυνήγησε, ήπιε ρετσίνες με λιτό μεζέ, ανάστησε μερικά δέντρα. Χορταίνει φως και μελτέμι.
Εγώ, ο σπουδασμένος γεννήθηκα στο άστυ, και εδώ παραμένω. Ημουν περήφανος για την πόλη, έμαθα να κολυμπάω στις λεωφόρους και τα σοκάκια, τη γύρισα με το παπί, με τα πόδια, με λεωφορεία. Σπούδασα ζωή σε καφενεία, ποτάδικα, ροκ κλαμπ, διανυκτερεύοντα γαλατάδικα με αυγά τηγανητά, εξωτικά εσπρεσάδικα του ’70-’80, σε εργαστήρια και ατελιέ, μπήκα σε τσιγκογραφεία και μονοτυπίες, έκανα δουλειές με αρτιζάνους και μάστορες, με γλυκομίλητους τεχνίτες, με ποιητές των δρόμων, με μεγάλους λόγιους σε μικρά γραφεία, έμαθα τρόπους και φερσίματα, άκουσα μικρά, σπουδαία.
Αυτή η πόλη υπάρχει ακόμη. Πιο φανταχτερή, πιο επιπόλαιη και ξιπασμένη, καμπόσα χρόνια τώρα, όλο και πιο σύνθετη, πολύπλοκη, πιο δύσκολη αλλά και αμείωτα γοητευτική. Μητρόπολη. Τον τελευταίο καιρό όμως τη χάνω. Ισως γιατί μεγάλωσα και οι ανακαλύψεις μου μειώνονται, ίσως. Αλλά η πόλη μου διαφεύγει και με φοβίζει και με θυμώνει, με συμβάντα που ξεπερνούν τα όρια της ανοχής μου, που δοκιμάζουν την αντοχή.
Δεν μπορώ να αποδεχτώ το παζάρι μαϊμούδων καθημερινά μπροστά στο Πνευματικό Κέντρο και τις Κυριακές σε όλα τα Προπύλαια. Δεν μπορώ να αποδεχτώ τα πρεζάκια να σέρνονται ανάμεσα Πανεπιστήμιο και Ακαδημία, να κόβουνε δόσεις στα χαρτόνια και τα βαποράκια να μοιράζουν δόσεις σφυρίζοντας την τιμή «πέντε, πέντε!» Δεν μπορώ να αποδεχτώ ότι η πλατεία Κλαυθμώνος είναι χωματερή αστέγων και ναυαγίων, μπροστά από το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών. Δεν μπορώ να αποδεχτώ ότι η Σανταρόζα είναι αποθετήριο νεκροζώντανων της πρέζας. Δεν μπορώ να αποδεχτώ ότι η οδός Σκουφά είναι πασαρέλα ζητιάνων και τοξικομανών με κλεμμένα IPhone. Δεν μπορώ να αποδεχτώ ότι τον ιστορικό χώρο ανάμεσα Εθνικό Μουσείο και Μετσόβιο θα τον καταλαμβάνει ο θάνατος, η νόσος και η δυσωδία.
Ισως φταίει που μεγάλωσα και κάμπτεται η αντοχή μου ενώπιον της εξαθλίωσης. Το πιθανότερο είναι ότι έσφαλα. Ξαστόχησα. Θεώρησα ότι η Ελλάδα είχε ξεφύγει από την επαιτεία, νόμιζα ότι η Αθήνα δεν θα γέμιζε άστεγους, απελπισμένους πλάνητες, φερέοικους, νόμιζα ότι οι νεκροζώντανοι της πρέζας δεν θα επεδείκνυαν τα γαγγραινιασμένα μέλη τους στο προσκήνιο, στα πιο ιστορικά μέρη, στα πιο συμβολικά σημεία της πρωτεύουσας. Νόμιζα ότι η κοινωνία μας, παρ’ όλα τα λάθη και τις αδυναμίες της, θα προφύλασσε τον συμβολικό της πυρήνα, το ιστορικό της κέντρο, έναν δεσμό υπερταξικής συνοχής, τα εθνικά της ορόσημα. Τι άλλο είναι το Καποδιστριακό, η Ακαδημία, το Εθνικό Μουσείο, το Μετσόβιο, το ιστορικό κέντρο; Η συμβολική καρδιά του κρατιδίου, κοντά δύο αιώνες.
Εσφαλα. Μόνο εγώ βλέπω έτσι. Μόνο εγώ πονάω, οργίζομαι, θλίβομαι, μαραζώνω, με το χάλι του ιστορικού κέντρου, με τον εκφυλισμό του δημόσιου χώρου, με την κατάρρευση της συμβολικής τάξης, με τη συρρίκνωση του δημοκρατικού κράτους. Εγώ και κάτι άλλοι μυγιάγγιχτοι, που επιμένουν να ζουν στο κέντρο, στην παλιά Αθήνα και να συναντιούνται στα καφενεία της.
Ο δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης, ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως Χρήστος Παπουτσής, ο υπουργός Πολιτισμού Παύλος Γερουλάνος, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο πρόεδρος της Βουλής Φιλ. Πετσάλνικος, υπεύθυνοι θεσμικά για την προάσπιση της συμβολικής τάξης, του νόμου, του δημοκρατικού χώρου και της ιστορικής συνέχειας, δεν βλέπουν τίποτε, δεν τους ενοχλεί τίποτε, δεν κάνουν τίποτε. Εγκατέλειψαν αμαχητί. Παρέδωσαν την πρωτεύουσα στη σαβούρα, τη νόσο και τον θάνατο. Πρόδωσαν την Αθήνα. Η ιστορία θα είναι ανελέητη, για όλους.
Είχα μια πόλη, την έμαθα και με έμαθε. Τώρα με πονάει όταν την περπατάω, και με ανησυχεί. Ζηλεύω τους γέροντες των νησιών και των ορέων.