ΤΟΥ ΜΑΚΗ ΒΟΪΤΣΙΔΗ
Κάθε φορά η ίδια ιστορία. Ολες οι Εξεταστικές Επιτροπές που συστάθηκαν τα τελευταία είκοσι χρόνια, για να ερευνήσουν ευθύνες υπουργών, κατέληξαν στο χάος. Κάθε κόμμα και πόρισμα, κοκορομαχίες στα τηλεοπτικά παράθυρα και εκκαθαρίσεις πολιτικών αντιπάλων. Δε φταίει ο θεσμός. Αλλά ανάμεσα στο βρετανικό κοινοβουλευτισμό, από τον οποίο έλκει την καταγωγή του το ειδικό καθεστώς καταλογισμού ποινικών ευθυνών σε μέλη κυβερνήσεων και από την πρακτική των ευρωπαϊκών Κοινοβουλίων, μέχρι την ελληνική εκδοχή, η απόσταση είναι μεγάλη. Κάτι που ασφαλώς δε συνιστά εξαίρεση του κανόνα, ότι στη χώρα αυτή είμαστε ικανοί να εξευτελίσουμε και τα σοβαρότερα πράγματα.
Σ' αυτές τις περιπτώσεις, η ζημιά δεν είναι ο χαμένος χρόνος. Πρωτίστως, είναι το χαμένο κύρος. Ενδεχομένως καθ' υπερβολήν, αυτό που αντιλαμβάνονται οι περισσότεροι πολίτες όταν ακούν για Εξεταστικές και Προανακριτικές Επιτροπές του άρθρου 86 του Συντάγματος δεν είναι βουλευτές που κάθονται γύρω από ένα τραπέζι, για να αναζητήσουν την αλήθεια και να αποδώσουν ευθύνες κατά συνείδηση, αλλά εντολοδόχοι πολιτικών κομμάτων, που διεκπεραιώνουν ανατεθειμένες αποστολές. Δεν είναι μόνον η έμφυτη ελληνική διάθεση για συνωμοσιολογική ερμηνεία του κόσμου. Είναι η αδυναμία έστω και μιας Εξεταστικής Επιτροπής να καταλήξει σε ενιαίο πόρισμα, εκείνη που επιβεβαιώνει την προκατάληψη. Μέσα σ' αυτό το σκηνικό, δε φαίνεται γιατί η ανακριτική διαδικασία και η άσκηση της ποινικής δίωξης για τις ευθύνες υπουργών να μην αποτελούν αρμοδιότητα των δικαστικών αρχών, όπως, άλλωστε, συμβαίνει με όλους τους Ελληνες πολίτες. Εκεί, επίσης, μπορεί να παρεισφρήσουν σφάλματα, σπανιότερα και σκοπιμότητες, αλλά οι εγγυήσεις αντικειμενικότητος είναι συντριπτικά μεγαλύτερες.
Βεβαίως, η απαξίωση του Κοινοβουλίου δεν επιτρέπεται να οδηγήσει το εκκρεμές στην άλλη άκρη. Αν, για παράδειγμα, καταργούνταν η πρόβλεψη του 62, παρ. 1 του Συντάγματος, ότι η δίωξη των βουλευτών, για όλα ανεξαιρέτως τα ποινικά αδικήματα, προϋποθέτει άδεια της Βουλής, είναι βέβαιο ότι θα στηνόταν μια «βιομηχανία» μηνύσεων που θα δυσχέραινε την άσκηση των καθηκόντων τους. Αλλά ακόμη και αυτή η -κατ' αρχάς σεβαστή- πρόβλεψη έχει απαξιωθεί στη συνείδηση του κόσμου, γιατί, πολύ απλά, την έχει κακομεταχειριστεί η ίδια η κοινοβουλευτική πρακτική. Εδώ που τα λέμε, άλλο είναι να μη διώκεται ο βουλευτής για το ενδεχομένως δυσφημιστικό περιεχόμενο μιας επερώτησής του, και άλλο να μη διώκεται επειδή έχτισε παραθεριστικό αυθαίρετο.