Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

Η Εγνατία οδός στη Δυτική Μακεδονία

Εξοικονόμηση χρόνου διαδρομής, άρση της απομόνωσης μικρών χωριών και οικισμών, οδική ασφάλεια, βελτίωση της δικτύωσης με την αγορά της Θεσσαλονίκης και αναβάθμιση της σύνδεσης με τις γειτονικές χώρες επέφερε μεταξύ άλλων στη Δυτική Μακεδονία η λειτουργία της Εγνατίας οδού. Συνολικά, η Εγνατία οδός συνεισφέρει στη βελτίωση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της περιοχής για την προσέλκυση επενδύσεων και δραστηριοτήτων βιομηχανίας-βιοτεχνίας, διαμετακομιστικών υπηρεσιών και τουρισμού, που δύναται να συγκρατήσουν αλλά και να προσελκύσουν πληθυσμό.

Επιμέλεια: Φώτης Κουτσαμπάρης

Η ολοκλήρωση του αυτοκινητοδρόμου της Εγνατίας οδού έχει ως αποτέλεσμα τη χρονική μείωση των αποστάσεων. Για παράδειγμα, ο χρόνος διαδρομής Κοζάνη - Θεσσαλονίκη μειώθηκε κατά 1 ώρα, Κοζάνη - Ιωάννινα περισσότερο από 90 λεπτά, Κοζάνη - Κομοτηνή περισσότερο από 2 ώρες, ενώ οι διαδρομές Κοζάνη - Ηγουμενίτσα και Κοζάνη - Κήποι (σύνορα με Τουρκία) μειώθηκαν μέχρι και 3 ώρες. Η χρονοαπόσταση από την Καστοριά προς τη Θεσσαλονίκη μειώθηκε περίπου κατά μία ώρα και 10 λεπτά, ενώ η χρονοαπόσταση από την Καστοριά προς τους Κήπους μειώθηκε κατά περισσότερο από 3 ώρες. Ο χρόνος διέλευσης της περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας μέσω της Εγνατίας οδού εκτιμάται στη 1 ώρα (Α/Κ Παναγίας - Α/Κ Πολυμύλου).
Με τη λειτουργία της Εγνατίας οδού και των καθέτων αξόνων όλος ο πληθυσμός της ζώνης επιρροής του αυτοκινητόδρομου, δηλαδή 3.894.511 κάτοικοι, έχει πρόσβαση στην Κοζάνη σε λιγότερο από 5,5 ώρες. Στην προ Εγνατίας κατάσταση 7% αυτού του πληθυσμού είχε πρόσβαση στην Κοζάνη σε περισσότερο από 5,5 ώρες, ενώ υπήρχε πληθυσμός στο νομό Έβρου που ήταν απομακρυσμένος από την Κοζάνη μέχρι και 8,5 ώρες. Ο πληθυσμός που κατοικεί σε χρονοαπόσταση από την Κοζάνη λιγότερο από 2 ώρες αυξήθηκε για όλες τις κατηγορίες των χρονοαποστάσεων. Η πιο αξιοσημείωτη από αυτές είναι η αύξηση του πληθυσμού που έχει πρόσβαση στην Κοζάνη σε χρόνο μεταξύ μίας και μιάμισης ώρας, και που αφορά τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής της Θεσσαλονίκης. Έτσι, με τη λειτουργία της Εγνατίας οδού και των καθέτων αξόνων, σε μία με μιάμιση ώρα από την Κοζάνη έχουν πρόσβαση περισσότερο από 1,3 εκατ. κάτοικοι, ενώ πριν από την κατασκευή της αυτός ο πληθυσμός δεν ξεπερνούσε τους 260 χιλ. κατοίκους.
Τα παραπάνω συμπεράσματα προκύπτουν μεταξύ άλλων από μελέτη του “Παρατηρητηρίου” της Εγνατίας οδού Α.Ε., του επιστημονικού φορέα ερευνών της εταιρείας, σχετικά με τις χωρικές επιδράσεις του αυτοκινητόδρομου της Εγνατίας οδού στην περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας. Σημειώνεται ότι το Παρατηρητήριο με βάση τεκμηριωμένες επιστημονικές μεθόδους και την ανάπτυξη σύγχρονης υποδομής πληροφοριακών συστημάτων συγκεντρώνει, επεξεργάζεται και παρέχει έγκυρα και ενημερωμένα δεδομένα για δείκτες που αφορούν την κινητικότητα και την ευκολία πρόσβασης στις περιφέρειες, στα αστικά κέντρα, σε αγορές και υπηρεσίες, το επίπεδο ανάπτυξης και την εδαφική συνοχή, τον χωροταξικό-πολεοδομικό σχεδιασμό, την οικιστική ανάπτυξη, τις χρήσεις γης και τη δικτύωση των αστικών κέντρων, τη λειτουργία του αυτοκινητόδρομου αλλά και των λοιπών μέσων μεταφοράς, τις επιβατικές και εμπορευματικές μετακινήσεις, καθώς και την ανάπτυξη συστημάτων συνδυασμένων μεταφορών και την ποιότητα του περιβάλλοντος και την κλιματική αλλαγή.

ΑΥΞΗΣΗ ΠΡΟΣΠΕΛΑΣΙΜΟΤΗΤΑΣ
Η Κοζάνη χωρίς την Εγνατία οδό (σύμφωνα με ευρωπαϊκό μοντέλο) ήταν η 18η πιο προσπελάσιμη πόλη από τις 29 πόλεις της Βόρειας Ελλάδας. Με την ολοκλήρωση της Εγνατίας οδού, η προσπελασιμότητά της μεταβάλλεται σημαντικά (65%, ενώ ο μέσος όρος μεταβολής είναι 58%), σημειώνοντας έτσι την 9η μεγαλύτερη αύξηση στη Βόρεια Ελλάδα. Αυτό σημαίνει πως η πόλη της Κοζάνης είναι η 9η πιο ευνοημένη πόλη από την ολοκλήρωση της Εγνατίας οδού σε όρους προσπελασιμότητας. Η μεταβολή αυτή έχει ως αποτέλεσμα η Κοζάνη να κερδίσει 7 θέσεις στη σχετική κατάταξη, καθώς γίνεται η 11η πιο προσπελάσιμη πόλη της Βόρειας Ελλάδας. Η μεγάλη αύξηση της προσπελασιμότητας αναμένεται να συμβάλει στην περαιτέρω ανάπτυξη της Κοζάνης και στην εδραίωσή της σε κέντρο διαπεριφερειακής εμβέλειας.
Μια ιδιαίτερη κοινωνική διάσταση στις θετικές επιδράσεις της Εγνατίας οδού, σύμφωνα με το Παρατηρητήριο, αφορά την άρση της απομόνωσης που επιφέρει για σημαντικό αριθμό μικρότερων οικισμών και χωριών, βελτιώνοντας θεαματικά την ευκολία μετακίνησης από και προς τα αστικά κέντρα και ανάλογες κοινωνικές και οικονομικές υπηρεσίες. Για παράδειγμα, εντός μίας ώρας η πόλη της Κοζάνης είναι πλέον προσβάσιμη από 345.740 κατοίκους, ενώ πριν ήταν προσβάσιμη από 132.324 κατοίκους (+160%). Με την πλήρη λειτουργία της Εγνατίας οδού, ο δείκτης αποκοπής οικισμών από το οδικό δίκτυο μειώθηκε κατά 140%, ενώ οι μετακινήσεις μεταξύ των πόλεων αυξήθηκαν τόσο ενδοπεριφερειακά όσο και διαπεριφερειακά (π.χ. κατά 250% μεταξύ Βέροιας και Κοζάνης). Οι μεγαλύτερες αυξήσεις των διαπεριφερειακών μετακινήσεων καταγράφονται με προέλευση / προορισμό τη Δυτική Μακεδονία και την Ήπειρο. Η συντόμευση των διαδρομών και η άμεση βελτίωση της προσβασιμότητας και διασύνδεσης συνοδεύονται από τις αναβαθμισμένες όσον αφορά και την οδική ασφάλεια συνθήκες που προσφέρονται από τους αυτοκινητόδρομους. Συγκεκριμένα, συγκρίνοντας τα έτη πριν από τη λειτουργία της Εγνατίας οδού με τα έτη μετά τη λειτουργία της (μέχρι το 2012) προκύπτει ότι στο βασικό υπεραστικό οδικό δίκτυο η μείωση των ατυχημάτων υπερβαίνει το 70%, ενώ η μείωση των θανάσιμων τραυματισμών ανέρχεται σε 87%.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη Δυτική Μακεδονία παρουσιάζει η εξέλιξη της διασυνοριακής κινητικότητας, την οποία εξυπηρετούν ως διευρωπαϊκοί άξονες η Εγνατίας οδός και οι δύο κάθετοι άξονες. Για τους σταθμούς που διατίθενται στοιχεία, το έτος 2012 τα περισσότερα διερχόμενα οχήματα παρατηρούνται στο σταθμό του Προμαχώνα (σύνορα Βουλγαρίας), αλλά στη δεύτερη θέση είναι ο σταθμός της Κρυσταλλοπηγής (σύνορα Αλβανίας), ξεπερνώντας μετά το 2011 το μεθοριακό σταθμό των Κήπων (Τουρκία). Στη συνέχεια, ακολουθούν ο μεθοριακός σταθμός της Δοϊράνης (σύνορα ΠΓΔΜ) και ο μεθοριακός σταθμός της Νίκης (σύνορα ΠΓΔΜ), ο οποίος όμως το 2012 ξεπέρασε για πρώτη φορά σε συνολική κίνηση το μεθοριακό σταθμό Κακαβιάς (σύνορα Αλβανίας). Είναι χαρακτηριστικό πως την περίοδο 2006-2012 η συνολική κίνηση πολλαπλασιάστηκε στους μεθοριακούς σταθμούς Κρυσταλλοπηγής και Νίκης, παρουσιάζοντας αυξήσεις κατά 88,5% και 209% αντίστοιχα.

ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Η περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας την περίοδο 1996-2010 παρουσίασε τη μεγαλύτερη αύξηση σε τουριστικά καταλύματα (150,98%) και ειδικότερα ο νομός Γρεβενών (380%), αν και σε απόλυτο αριθμό συνεχίζει να διαθέτει τα λιγότερα καταλύματα στη χώρα. Την περίοδο 2007-2010, τη μεγαλύτερη αύξηση στο δυναμικό τουριστικών καταλυμάτων στη χώρα παρουσιάζει η περιφέρεια Ηπείρου (21,94%) και ακολουθείται από την περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας (19,63%), τιμές για τις οποίες μπορεί να θεωρηθεί ότι συνέβαλε καθοριστικά η βελτίωση της προσβασιμότητας αυτών των περιφερειών και ειδικότερα των ορεινών τουριστικών περιοχών, λόγω της πλήρους λειτουργίας της Εγνατίας οδού.
Στο διάστημα 2007-2012 σε όλες τις περιφέρειες της ζώνης των 5 περιφερειών από τις οποίες διέρχεται η Εγνατία οδός αυξήθηκε ο αριθμός των καταλυμάτων. Τη μεγαλύτερη αύξηση σημείωσαν οι περιφέρειες Ηπείρου (24,19%) και Δυτικής Μακεδονίας (14,95%), οι οποίες ξεπέρασαν, σημαντικά την αντίστοιχη αύξηση του συνόλου της ζώνης επιρροής της Εγνατίας οδού. Όμως, σε σχέση με τις διανυκτερεύσεις στα τουριστικά καταλύματα για την περίοδο 2007-2012 η περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας εμφανίζει το μικρότερο ποσοστό συμμετοχής (2,80%) στο σύνολο της ζώνης. Επιπλέον, όσον αφορά τις μεταβολές των διανυκτερεύσεων στα τουριστικά καταλύματα, για την περίοδο 2007-2012 η ζώνη παρουσίασε πολύ μικρή αύξηση (0,14%) διανυκτερεύσεων σε αντίθεση με τη χώρα που παρουσίασε μικρή μείωση (1,83%), όμως η περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας παρουσιάζει τη μεγαλύτερη μείωση των διανυκτερεύσεων (27,56%) και αναλόγως το χαμηλότερο ποσοστό πληρότητας (25,10% έναντι 35,40% στο σύνολο της ζώνης επιρροής της Εγνατίας οδού).
Μία από τις σημαντικότερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις που προέρχονται από τη λειτουργία ενός αυτοκινητόδρομου είναι η έκθεση των ανθρώπων σε υψηλές στάθμες θορύβου. Η επίπτωση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, διότι τα αποτελέσματά της είναι άμεσα εμφανή με την έναρξη της λειτουργίας της οδού και έχουν άμεση αρνητική επίδραση στην υγεία του ανθρώπου, όπως αναφέρεται στη μελέτη του Παρατηρητηρίου της Εγνατίας οδού Α.Ε. Πριν από την κατασκευή της Εγνατίας οδού, η διαμπερής κυκλοφορία των οχημάτων (δηλαδή η κυκλοφορία μεταξύ νομού Γρεβενών και νομού Ημαθίας), διερχόταν εντός των ορίων διαφόρων οικισμών. Η Εγνατία οδός παρέκαμψε όλους τους υφιστάμενους οικισμούς και σε πολύ μεγάλο ποσοστό και τα θεσμοθετημένα όριά τους, τα οποία συχνά είναι πολύ μεγαλύτερα των υφιστάμενων οικισμών. Για παράδειγμα, κάνοντας μια σύγκριση της κατάστασης που υπήρχε πριν και μετά την κατασκευή της Εγνατίας οδού στο νομό Κοζάνης εξάγεται το συμπέρασμα ότι πριν από την κατασκευή της η διαμπερής κυκλοφορία των οχημάτων διερχόταν εντός των θεσμοθετημένων ορίων 6 οικισμών συμπεριλαμβανομένου και του πολεοδομικού συγκροτήματος της Κοζάνης, σε συνολικό μήκος 6.402 μέτρων. Αντίθετα, σήμερα η Εγνατία οδός διέρχεται εντός των θεσμοθετημένων ορίων τριών οικισμών, παρακάμπτοντας εντελώς την πόλη της Κοζάνης σε συνολικό μήκος 1.837 μέτρων. Σημειωτέον ότι και στους τρεις οικισμούς αυτούς η Εγνατία διέρχεται από θεσμοθετημένα όρια και όχι από υφιστάμενο δομημένο και κατοικούμενο τμήμα οικισμού.

ΒΑΣΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Στα βασικά συμπεράσματα της μελέτης του Παρατηρητηρίου της Εγνατίας οδού αναφέρεται ότι για την περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας και τις πόλεις της η λειτουργία της Εγνατίας οδού και των καθέτων αξόνων σηματοδοτεί: (α) Τροποποίηση της υφιστάμενης δικτύωσης και σχέσης με την αγορά της Θεσσαλονίκης, αλλά και της Βέροιας και των άλλων πόλεων της Κεντρικής Μακεδονίας. (β) Δυναμική προοπτική επανεμφάνισης της, ελλιπούς για τα σύγχρονα δεδομένα, δικτύωσης και σχέσης με τα Ιωάννινα, το λιμάνι της Ηγουμενίτσας και την περιφέρεια Ηπείρου γενικότερα. (γ) Προοπτική βελτίωσης της διασύνδεσης με τις αγορές των πόλεων στις γειτονικές χώρες.
Συνολικά, όπως υποστηρίζει το Παρατηρητήριο, η Εγνατία οδός συνεισφέρει στη βελτίωση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων για την προσέλκυση επενδύσεων και δραστηριοτήτων βιομηχανίας-βιοτεχνίας, διαμετακομιστικών υπηρεσιών και τουρισμού, που δύναται να συγκρατήσουν αλλά και να προσελκύσουν πληθυσμό. Η βελτίωση αυτή μπορεί να οδηγήσει στην αναβάθμιση της σχετικής θέσης της περιφερειακής οικονομίας. Δεν αποτελεί όμως τη μόνη και ικανή συνθήκη για την περιφερειακή ανάπτυξη. Οι προσδοκίες που γεννά η Εγνατία οδός ως ραχοκοκαλιά περιφερειακής ανάπτυξης θέτουν επί τάπητος την αναγκαιότητα για ανάπτυξη συντονισμένων δράσεων και αποτελεσματικών συνεργασιών ανάμεσα σε αναπτυξιακούς φορείς, προκειμένου να υπάρξει πλήρης εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων που προκύπτουν.
Οι επιδράσεις της Εγνατίας οδού στο περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή είναι θετικές ως προς κρίσιμα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις μεταφορικές υποδομές και συγκεκριμένα: α) ως προς το θόρυβο, όπου η επίδραση στον πληθυσμό μπορεί να κριθεί ελάχιστη και αντιμετωπίσιμη, β) ως προς την αποκοπή οικισμών (άμεσες επιδράσεις στην ποιότητα ζωής) όπου οι επιδράσεις είναι ιδιαίτερα θετικές, γ) ως προς την αποκοπή φυσικών περιοχών (άμεσες επιδράσεις στους φυσικούς πόρους), όπου οι επιδράσεις είναι πολύ μικρές και αντιμετωπίσιμες.

Ο ΑΞΟΝΑΣ ΤΗΣ ΕΓΝΑΤΙΑΣ
Το τμήμα της Εγνατίας οδού που διασχίζει τη Δυτική Μακεδονία εκτείνεται από την Παναγιά (περιοχή καφέ αρκούδας) μέχρι τον Πολύμυλο και έχει συνολικό μήκος περίπου 110 χλμ. Η κατασκευή του αυτοκινητοδρόμου στη Δυτική Μακεδονία είχε ιδιαίτερες δυσκολίες, καθώς ο αυτοκινητόδρομος διέσχισε τον ορεινό όγκο της Πίνδου, διατρέχοντας περιοχές χλωρίδας και πανίδας ιδιαίτερης περιβαλλοντικής ευαισθησίας, με σημαντικότερη τον “οικότοπο της καφέ αρκούδας”. Η Εγνατία οδός Α.Ε., σε συνεργασία με τις περιβαλλοντικές οργανώσεις και με τη συμβολή εμπειρογνωμόνων, επέλεξε τη συγκεκριμένη χάραξη, προκειμένου να υλοποιηθούν στο μέγιστο βαθμό οι περιβαλλοντικές απαιτήσεις και να μειωθούν οι επιπτώσεις στην περιοχή του οικοτόπου της καφέ αρκούδας. Έτσι, στο πέρασμα κατασκευάσθηκαν γέφυρες διπλού κλάδου συνολικού μήκους 10 χλμ. (5 χλμ. ανά κλάδο) και δίδυμες σήραγγες συνολικού μήκους 22 χλμ. (11 χλμ. ανά κλάδο).