Οι πολιτικές λιτότητας κάνουν εκρηκτικό και το πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους στην Ευρώπη –με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την τραπεζική ένωσή της
του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ένα σοβαρό πρόβλημα που απασχολεί τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) κ. Μάριο Ντράγκι, ενόψει της ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης, δεν είναι τα υψηλά δημόσια χρέη στην ευρωζώνη αλλά τα μη εξυπηρετούμενα ιδιωτικά χρέη, καθώς βέβαια και το ύψος τους. Σε πολλές χώρες της ευρωζώνης, και κυρίως στην Ιρλανδία, την Ισπανία, την Ολλανδία, την Πορτογαλία και την Σλοβενία, τα ιδιωτικά χρέη βρίσκονται στο επίπεδο του 150% του ΑΕΠ των χωρών αυτών και καλύπτουν τόσο τα νοικοκυριά όσο και επιχειρήσεις, όπως και ελεύθερους επαγγελματίες.
Όπως πολύ σωστά επισημαίνει και το βρεταννικό περιοδικό Εκόνομιστ, η ευρωζώνη το 2008, στην αρχή της κρίσης, δυστυχώς δεν έδωσε την απαραίτητη σημασία στο πρόβλημα αυτό, με αποτέλεσμα σήμερα να έχει πάρει διαστάσεις που διακυβεύουν αναπτυξιακές, επενδυτικές και μακροοικονομικές ισορροπίες στην Ευρώπη –όχι, βέβαια, χωρίς να δημιουργούνται και σοβαρότατα κοινωνικά προβλήματα ανεργίας, με χαρακτηριστική την περίπτωση της Ισπανίας. Διότι, όπως είναι επόμενο, το ιδιωτικό χρέος επηρεάζει πολύ αρνητικά και την ζήτηση σε μία χώρα και άρα, έως έναν βαθμό, πλήττει την παραγωγική της δραστηριότητα.
Στο επίπεδο αυτό, όπως προκύπτει από τα μέχρι σήμερα δεδομένα, η Ευρώπη δεν θέλησε να ακολουθήσει το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Συγκεκριμένα, κατά το Εκόνομιστ, στην αμερικανική περίπτωση, χάρη στην διαγραφή στεγαστικών δανείων αλλά και την ταχύτερη ανάπτυξη, τα αμερικανικά νοικοκυριά κατόρθωσαν να απαλλαγούν από τα 2/3 περίπου του υπερβάλλοντος χρέους που είχε συγκεντρωθεί πάνω τους τα χρόνια της απογείωσης.
Οι περισσότερες από τις χώρες της ευρωζώνης, όμως, κατόρθωσαν να πετύχουν πολύ λιγότερη «απομόχλευση», και τούτο για τρεις λόγους. Πρώτον, η δημοσιονομική λιτότητα που επεβλήθη στις οικονομίες της ευρωπαϊκής περιφέρειας οδήγησε εκεί σε βαθύτερη ύφεση –πράγμα που δυσχέρανε την μείωση του ιδιωτικού χρέους. Δεύτερον, οι αδύναμες τράπεζες στάθηκαν διστακτικές να αναγνωρίσουν τα μη-εξυπηρετούμενα δάνεια και, συνεπώς, να εγγράψουν προβλέψεις γι αυτά. Τρίτον, το ευρωπαϊκό πτωχευτικό δίκαιο είναι λιγότερο ευνοϊκό προς τους οφειλέτες απ’ όσο το αμερικανικό –επομένως οδηγεί δυσκολότερα σε αναδιάρθρωση του χρέους. Στην Αμερική, πολλά ενυπόθηκα δάνεια δίνουν την δυνατότητα στον οφειλέτη να παραδώσει τα κλειδιά του ακινήτου και να αποδεσμευτεί, ενώ στην Ευρώπη παραμένει με το βάρος όλου του τυχόν ανεξόφλητου δανείου. Όσο για τις διαδικασίες της πτώχευσης των εταιρειών, συχνά είναι αργόσυρτες και δαπανηρές: στην Ιταλία, μια τέτοια διαδικασία διαρκεί κατά μέσον όρο 7 χρόνια.
Έτσι, το πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους δεν σταματά στο επίπεδο των νοικοκυριών. Πάει πιο μακρυά και επεκτείνεται στις ιδιωτικές επιχειρήσεις και κυρίως, βέβαια, σε όλες αυτές που είναι μικρού και μεσαίου μεγέθους, ή ακόμα και ατομικές. Σε χώρες όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία, σύμφωνα με υπολογισμούς του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), ένα 50%, 40% και 30% αντιστοίχως είναι ποσοστά επιχειρήσεων οι οποίες αδυνατούν να καλύψουν το ύψος των τόκων που οφείλουν. Χειρότερη βεβαίως είναι η κατάσταση στην Ελλάδα του υπερεμπορισμού και της χαμηλής εξωστρέφειας, όπου οι περισσότερες εισαγωγικές επιχειρήσεις έχουν πτωχεύσει και αρκετές εξαγωγικές αντιμετωπίζουν ανυπέρβλητο πρόβλημα ρευστότητας.
Μέσα σε αυτό το αποπνικτικό για την μικρομεσαία επιχειρηματική δραστηριότητα περιβάλλον, ακόμα και οι πιο πιστοί οπαδοί της μακροοικονομικής λιτότητας επισημαίνουν ότι, για να ενισχυθεί η ανάκαμψη της ευρωζώνης, είναι πλέον ζωτική ανάγκη να ελαφρυνθεί βάρος του ιδιωτικού τομέα. Κατά την εκτίμηση του ΔΝΤ, στην παρούσα φάση της ευρωζώνης, το ιδιωτικό χρέος λειτουργεί ανασταλτικά για την ανάπτυξη της Ευρώπης, φαίνεται δε να είναι πιο επικίνδυνο από το δημόσιο χρέος.
Συνεπώς, παρά κάποιες αντιρρήσεις, προαπαιτούμενο για να ξεφύγει η Ευρώπη από την σημερινή κατάσταση υποτονικής ανάπτυξης είναι ο περιορισμός της λιτότητας. Στο επίπεδο αυτό, όμως, είναι εξαιρετικά δύσκολο να περιορίσει ο ιδιωτικός τομέας το χρέος του όταν και οι κυβερνήσεις πασχίζουν να μειώσουν την δική τους δανειακή έκθεση. Άλλο αναγκαίο: να αναγνωρίσουν οι τράπεζες τα μη-εξυπηρετούμενα δάνεια του χαρτοφυλακίου τους και να προχωρήσουν σε διαγραφές.
Εδώ ακριβώς η επιθεώρηση της ΕΚΤ θα παίξει καίριο ρόλο. Η ΕΚΤ οφείλει να εξασφαλίσει ότι η αξιολόγησή της θα είναι ταυτόχρονα εξονυχιστική και αξιόπιστη. Ο Μάριο Ντράγκι πρέπει να αντισταθεί σε οποιαδήποτε πολιτική πίεση, προκειμένου να υποβαθμίσει το μέγεθος του προβλήματος των κόκκινων δανείων, και τούτο προκειμένου να περιοριστεί η ενδεχόμενη ανάγκη για ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών. Παράλληλα, οι Ευρωπαίοι πολιτικοί θα χρειαστεί να φανούν πρόθυμοι να παράσχουν τους αναγκαίους πόρους για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών που θα χρειαστεί.
Τέλος, μία ειλικρινέστερη απεικόνιση των ισολογισμών των τραπεζών θα πρέπει να μεταφρασθεί σε προθυμία των ίδιων να πουλήσουν ή να αναδιαρθρώσουν τα χαρτοφυλάκιά τους των ενυπόθηκων ή και των επιχειρηματικών δανείων. Η Άνγκελα Μέρκελ υπήρξε πολύ πιο αυστηρή με την Ελλάδα παρά με τις γερμανικές τράπεζες που δάνεισαν τόσο πολύ στους Έλληνες. Οι κυβερνήσεις μπορούν να δημιουργήσουν «bad banks», ή εξειδικευμένους φορείς διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού προκειμένου να χειριστούν και να «διώξουν» από πάνω τους τα μη-εξυπηρετούμενα δάνεια. Μπορούν επίσης να βοηθήσουν να αναπτυχθούν δευτερογενείς αγορές για τα απαξιωμένα δάνεια, με φορολογικά κίνητρα και ρυθμιστικές παρεμβάσεις. Μπορούν δε και να μεταρρυθμίσουν την πτωχευτική και φορολογική νομοθεσία, έτσι ώστε να είναι πλέον ευκολότερη η αναδιάρθρωση του ιδιωτικού και του επιχειρηματικού χρέους, επισημαίνει το Εκόνομιστ. Τονίζει δε ότι, αν αυτό το σοβαρό πρόβλημα δεν βρει μία αξιόπιστη και αποτελεσματική λύση, η τραπεζική ένωση της Ευρώπης θα αποτελέσει σημείο τριβών.
Όμως, ως φαίνεται, υπό την πίεση της ΕΚΤ –η οποία παίζει πλέον και πολιτικό ρόλο στην Ευρωπαϊκή Ένωση– αρκετές χώρες προχωρούν σε μεταρρυθμίσεις ως προς την αντιμετώπιση του ιδιωτικού χρέους στις οικονομίες τους. Η Ισπανία και η Ιρλανδία έχουν σχηματίσει «bad banks». Πολλές χώρες έχουν βελτιώσει τις πτωχευτικές διαδικασίες τους –και όχι μόνον στην περιφέρεια. Οι ρυθμοί είναι αργοί, εκτιμά το Εκόνομιστ. Πλην όμως, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι συνεχώς επιταχύνονται. Εξάλλου, το όλο θέμα έχει πλέον και έντονη πολιτική χροιά, από κάθε άποψη. Διότι, η έξοδος της Ευρώπης από την παγίδα του ιδιωτικού χρέους σίγουρα θα αποφέρει και πολιτικά οφέλη, τα οποία σήμερα κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει.
Σε κάθε περίπτωση, μια παρόμοια διαδικασία θα μπορούσε να αλλάξει επί τα βελτίω και τον επιχειρηματικό χάρτη της Ευρώπης. Κατά την εκτίμησή μας, στην ευρωζώνη του 2014 το θέμα των ρυθμίσεων και της αντιμετώπισης των ιδιωτικών χρεών θα είναι, από κάθε οπτική γωνία, ένα από τα κρισιμότερα. Είναι σαφώς ένα πρόβλημα που θα επηρεάσει και τις δημοσιονομικές χρήσεις των χωρών μελών. Οδηγεί δε και στην επαναδιάρθρωση των σχέσεων κρατών και τραπεζών, με αμφίρροπη για την ώρα έκβαση.