Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

Στις φυλακές τρεις για αρχαιοκαπηλία

Στις φυλακές οδηγήθηκαν τρία άτομα που κατηγορήθηκαν για αρχαιοκαπηλία, και συγκεκριμένα για την εμπορία ενός χρυσού μακεδονικού στεφανιού και ενός βραχιολιού, η αξία των οποίων προσδιορίστηκε από τους αρχαιολόγους σε 1,6 εκατομμύρια ευρώ.

Του Κώστα Καντούρη

Το τριμελές εφετείο κακουργημάτων τους καταδίκασε χθες σε κάθειρξη 9 ετών για υπεξαίρεση μνημείων, ενώ για την ίδια υπόθεση καταδικάστηκαν ακόμη έξι άτομα σε ποινές από 5 έως 9 χρόνια κάθειρξη, όμως αφέθηκαν ελεύθεροι καθώς οι εφέσεις τους έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα.
Το στεφάνι είχε βρεθεί τον Ιούνιο του 2012 στην κατοχή ενός 42χρονου ελαιοχρωματιστή, που καταδικάστηκε σε κάθειρξη εννέα χρόνων και έμεινε στη φυλακή. Ο 42χρονος επέβαινε στο αυτοκίνητο που οδηγούσε 61χρονος συνταξιούχος αστυνομικός, ο οποίος καταδικάστηκε σε κάθειρξη 6 χρόνων και 2 μηνών για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος σε βάρος του δημοσίου και αφέθηκε ελεύθερος. Στο πλαίσιο της ανάκρισης ξετυλίχτηκε το κουβάρι των αγοραπωλησιών και σύμφωνα με το κατηγορητήριο ο 42χρονος αναζητούσε αγοραστή για να προωθήσει το χρυσό στεφάνι στον νομό Θεσσαλονίκης.

ΠΟΛΥΤΙΜΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ
Το μακεδονικό στεφάνι είναι κοσμημένο με φύλλα και καρπούς βελανιδιάς και χρονολογείται στον 4ο π.Χ. αιώνα, ενώ είναι από ατόφιο χρυσάφι 23 καρατίων. Είναι το βαρύτερο απ’ όσα έχουν βρεθεί μέχρι τώρα, καθώς ζυγίζει 960 γραμμάρια. Το μακεδονικό βραχιόλι, που επίσης είχε μαζί του ο ελαιοχρωματιστής, αποτελείται από φίδια που συμπλέκονται σχηματίζοντας τον κόμβο του Ηρακλή και είναι διακοσμημένο με κόκκινο ημιπολύτιμο λίθο.
Σύμφωνα με τον αστυνομικό της δίωξης αρχαιοκαπηλίας Θεσσαλονίκης που κατέθεσε στη δίκη, υπήρχαν πληροφορίες για τη διακίνηση των πολύτιμων μακεδονικών ευρημάτων και έτσι στήθηκε μπλόκο στην Ασπροβάλτα και κατασχέθηκαν στεφάνι και βραχιόλι, που είχε κρυμμένα ο 42χρονος σε μια σακούλα κάτω από τα πόδια του. Κατά τη διάρκεια της δίκης ο ελαιοχρωματιστής αλλά και ένας 34χρονος, το όνομα του οποίου υποδείχτηκε από τον πρώτο, ομολόγησαν την εμπλοκή τους, υποδεικνύοντας και τους υπόλοιπους κατηγορούμενους. Τόνισαν όμως πως δεν γνώριζαν για την αξία των ευρημάτων, ενώ ο πρώτος θεωρούσε πως ήταν “βουλγαρικές αντίκες”. Αντίθετα, οι άλλοι πέντε κατηγορούμενοι αρνήθηκαν στις απολογίες τους τις κατηγορίες, υποστηρίζοντας ότι δεν μπορούν να ενοχοποιηθούν μόνο από τις τηλεφωνικές συνομιλίες που είχαν, χωρίς να είναι γνωστό το περιεχόμενό τους. Ακόμη δύο κατηγορούμενοι δεν εμφανίστηκαν στο δικαστήριο και δικάστηκαν με τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Εκτός των τριών που οδηγήθηκαν στις φυλακές, σε κάθειρξη εννέα χρόνων καταδικάστηκε ιδιοκτήτης ταβέρνας επίσης για την κατηγορία της υπεξαίρεσης μνημείου, ο οποίος αφέθηκε ελεύθερος, αφού η έφεσή του έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, με την προϋπόθεση καταβολής εγγύησης 20.000 ευρώ. Τρεις καταδικάστηκαν σε κάθειρξη επτά χρόνων για απλή συνέργεια στην υπεξαίρεση και απλή συνέργεια στην αποδοχή προϊόντων εγκλήματος και ένας χρυσοχόος καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια κάθειρξη για απλή συνέργεια στην αποδοχή προϊόντων εγκλήματος.