Πέμπτη 3 Μαΐου 2012

Αποζημίωση για την άδεια που χάνουν δικαιούνται οι Ευρωπαίοι εργαζόμενοι

Με αφορμή υπόθεση ενός Γερμανού συνταξιούχου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, απεφάνθη σήμερα ότι «κατά τη συνταξιοδότησή του, ένας δημόσιος υπάλληλος δικαιούται χρηματική αποζημίωση σε περίπτωση κατά την οποία δεν έκανε χρήση, λόγω ασθενείας, του συνόλου ή μέρους της ετήσιας αδείας μετ' αποδοχών ελάχιστης διάρκειας τεσσάρων εβδομάδων που δικαιούταν».

Στη σχετική ανακοίνωσή του το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αναφέρει ότι βάσει της οδηγίας 2003/88 περί της οργανώσεως του χρόνου εργασίας τα κράτη μέλη υπέχουν υποχρέωση λήψεως των αναγκαίων μέτρων προκειμένου να παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους ετήσια άδεια μετ' αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων. Αυτή η ελάχιστη περίοδος ετήσιας άδειας μετ' αποδοχών μπορεί να αντικαθίσταται από χρηματική αποζημίωση μόνον σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσεως. Με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο υπενθυμίζει επίσης ότι η οδηγία 2003/88 εφαρμόζεται, καταρχήν, σε όλους τους τομείς δραστηριοτήτων, ιδιωτικού ή δημόσιου χαρακτήρα, με σκοπό τη ρύθμιση ορισμένων στοιχείων της οργανώσεως του χρόνου εργασίας. Επιπλέον, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι, μολονότι η οδηγία επιτρέπει εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής της, αυτές προβλέφθηκαν αποκλειστικώς, προκειμένου να διασφαλισθεί η εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών που είναι απαραίτητες για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας, υγείας και τάξεως σε περιστάσεις εξαιρετικής σοβαρότητας και εύρους.

Εν συνεχεία, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι από την εν λόγω οδηγία προκύπτει ότι κάθε εργαζόμενος δικαιούται ετήσια άδεια μετ' αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων. Εντούτοις, αφότου λυθεί η σχέση εργασίας, δεν είναι πλέον δυνατό να γίνει πραγματική χρήση της ετήσιας αδείας μετ' αποδοχών. Ακριβώς, όμως, για να αποτραπεί σε τέτοια περίπτωση, το ενδεχόμενο ο εργαζόμενος, εξαιτίας της αδυναμίας αυτής, να στερηθεί παντελώς του δικαιώματος αυτού, έστω και σε χρηματική μορφή, η οδηγία ορίζει ότι δικαιούται χρηματική αποζημίωση. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο εκτιμά ότι με τη συνταξιοδότηση δημοσίου υπαλλήλου τερματίζεται η σχέση εργασίας. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι, κατά τη συνταξιοδότησή του, δημόσιος υπάλληλος δικαιούται χρηματική αποζημίωση για την ετήσια άδεια μετ' αποδοχών της οποίας δεν έκανε χρήση εξαιτίας του ότι δεν άσκησε τα καθήκοντά του λόγω ασθενείας.

Πάντως, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η οδηγία δεν απαγορεύει την εφαρμογή εθνικών διατάξεων βάσει των οποίων παρέχονται στον δημόσιο υπάλληλο επιπλέον δικαιώματα αδείας μετ' αποδοχών, πέραν της αδείας μετ' αποδοχών ελάχιστης διάρκειας τεσσάρων εβδομάδων. Στην περίπτωση αυτή, είναι δυνατό η εθνική νομοθεσία να μην προβλέπει την καταβολή χρηματικής αποζημιώσεως εφόσον ο συνταξιοδοτούμενος δημόσιος υπάλληλος δεν ήταν σε θέση να κάνει χρήση αυτών των επιπλέον δικαιωμάτων εξαιτίας του ότι δεν άσκησε τα καθήκοντά του λόγω ασθενείας.

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει συναφώς ότι η οδηγία απλώς καθορίζει τις στοιχειώδεις προδιαγραφές ασφάλειας και υγιεινής όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας, χωρίς να θίγει τη δυνατότητα των κρατών μελών να εφαρμόζουν εθνικές διατάξεις οι οποίες είναι ευνοϊκότερες όσον αφορά την προστασία των εργαζομένων. Ως εκ τούτου, επιτρέπεται το εθνικό δίκαιο να προβλέπει δικαίωμα ετήσιας αδείας μετ' αποδοχών, διαρκείας μεγαλύτερης των τεσσάρων εβδομάδων, το οποίο παρέχεται υπό τις προϋποθέσεις κτήσεως και χορηγήσεως που καθορίζει το εν λόγω εθνικό δίκαιο.

Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο εκτιμά ότι απόκειται στα κράτη μέλη να αποφασίζουν αν θα παρέχονται στους δημοσίους υπαλλήλους επιπλέον δικαιώματα αδείας μετ' αποδοχών, πέραν της αδείας μετ' αποδοχών ελάχιστης διάρκειας τεσσάρων εβδομάδων, προβλέποντας ή όχι δικαίωμα χρηματικής αποζημιώσεως του συνταξιοδοτούμενου δημοσίου υπαλλήλου σε περίπτωση κατά την οποία αυτός δεν ήταν σε θέση να κάνει χρήση αυτών των επιπλέον δικαιωμάτων εξαιτίας του ότι δεν άσκησε τα καθήκοντά του λόγω ασθενείας. Ομοίως, στα κράτη μέλη απόκειται να καθορίζουν τις προϋποθέσεις για την παροχή των δικαιωμάτων αυτών.