Η περίοδος της Μεταπολίτευσης που διαδέχτηκε την επταετή δικτατορία, έχει σημειολογικά τρεις ιστορικούς πρωταγωνιστές για την Ελλάδα: Τον Εθνάρχη Κωνσταντίνο Καραμανλή, τη Γενιά του Πολυτεχνείου και το ΠΑΣΟΚ, το Κίνημα που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Ο ιστορικός ηγέτης της Κεντροδεξιάς ήταν εκείνος που αποκατέστησε αναίμακτα τη Δημοκρατία, έλυσε το πολιτειακό, έβαλε την Ελλάδα στην ευρωπαϊκή οικογένεια, απέναντι στις ακραίες φωνές λαϊκισμού και… επαρχιωτισμού εκείνης της εποχής. Μας έβαλε στη θάλασσα, και μας έδωσε τη δυνατότητα να μάθουμε να κολυμπάμε. Το αν… κοντεύουμε να πνιγούμε, είναι προφανώς δικό μας «επίτευγμα».
Η Γενιά του Πολυτεχνείου, είναι η πιο χιλιοτραγουδισμένη και αναγνωρίσιμη στην ιστορική διαδρομή του τόπου. Κουβαλώντας φορτίσεις και προσδοκίες, είναι εκείνη που φέρει τη βασική ευθύνη για την επικράτηση μιας νοοτροπίας «πλιάτσικου» σχεδόν σε κάθε τομέα της εθνικής πραγματικότητας. Από την παιδεία και τον πολιτισμό, μέχρι την οικονομική δραστηριότητα και φυσικά την πολιτική εξουσία.
Το ΠΑΣΟΚ υπήρξε το κατεξοχήν κόμμα εξουσίας. Ακόμη και σε περιόδους που στην κυβέρνηση βρισκόταν το αντίπαλο διπολικό δέος, η Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ ήταν εκείνο που ασκούσε στην πραγματικότητα την εξουσία. Μέσω των πανίσχυρων θυλάκων του στον συνδικαλισμό των… χορηγών, και της διαχρονικής σχέσης… πάθους που είχε με τα ΜΜΕ. Κυρίως τα τηλεοπτικά, και πλέον παρεμβατικά.
Η σημερινή Ελλάδα της βαθιάς κρίσης, που υπέστειλε σημαίες όπως την εθνική ανεξαρτησία και αξιοπρέπεια, την εθνική υπερηφάνεια και το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό για το μέλλον, είναι μια Ελλάδα που παρακολουθεί άφωνη το ΠΑΣΟΚ, να επιχειρεί να διατηρήσει την προνομιακή θέση του στο εθνικό dna, υποσχόμενο… μετάλλαξη.
Κάπως έτσι, το «επόμενο ΠΑΣΟΚ» επιδιώξει να καταρρίψει πολιτικές και φυσικές σταθερές, που θέλουν κάθε τι μη αναγκαίο ή ξεπερασμένο, να αυτοδιαλύεται. Και να παραχωρεί τη θέση του σε κάτι καινούριο, ουσιαστικά διαφορετικό και εξόφθαλμα περισσότερο «σωφρονισμένο» από τα λάθη του παρελθόντος.
Το ΠΑΣΟΚ που… έρχεται, είναι το κόμμα που ταυτίστηκε περισσότερο από κάθε άλλο με το Μνημόνιο. Όχι με την ανάγκη να αποφύγει η χώρα την κατάρρευση, να ξεπεράσει παθογένειες και στρεβλώσεις δεκαετιών, να διεκδικήσει ένα καλύτερο, και περισσότερο ισορροπημένο μέλλον. Με ένα Μνημόνιο εκτός κοινωνικής και εθνικής λογικής, που δεν συνιστά οδικό χάρτη για την έξοδο από την κρίση αλλά μονοπάτι για την εμβάθυνση και ένταση της ύφεσης.
Το ΠΑΣΟΚ μοιάζει σήμερα να υπάρχει μονάχα στη Βουλή. Και εκεί ακόμη όμως, έχει προ πολλού απολέσει την κοινοβουλευτική δεδηλωμένη, και εμφανίζεται πολυδιασπασμένο. Κατακρεουργημένο στις προσωπικές διαδρομές, αφηγήσεις και επιδιώξεις προβεβλημένων στελεχών.
Το ΠΑΣΟΚ αντίθετα, δεν δείχνει να υπάρχει σε επίπεδο κοινωνίας. Κανένα από τα «πολλά ΠΑΣΟΚ» που διεκδικούν να εκφράσουν τη συνέχιση της ιδεολογικής κληρονομιάς της 3ης του Σεπτέμβρη, έστω και… κουρεμένης, στα πρότυπα του εθνικού χρέους, δεν καταφέρνει να συγκινήσει, να εμπνεύσει, να παρασύρει μαζί του στην κάλπη επαρκείς κοινωνικές δυνάμεις, που θα του επιτρέψουν να υπάρχει.
Σε αυτή την πολιτική και κοινωνική εξαϋλωση του ΠΑΣΟΚ, δεν μπορεί να βάλει φρένο ούτε η αγχώδης και άτακτη εξομολόγηση της προσδοκίας να συνεχιστεί η συνδιαχείριση ή έστω συμμετοχή στη νομή της εξουσίας, μέσω των σεναρίων περί συγκυβέρνησης. Πολύ μακριά από τις πραγματικές ανάγκες και επιθυμίες της κοινωνίας. Ακόμη πιο μακριά από τις νέες εθνικές προτεραιότητες. Από τις οποίες, το ΠΑΣΟΚ περισσεύει.