Απάντηση της Επιτρόπου Δαμανάκη στον Ευρωβουλευτή της ΝΔ Καθηγητή Ιωάννη Α. Τσουκαλά
«Η παύση της σπάταλης πρακτικής των απορρίψεων είναι ζωτικής σημασίας για την στροφή προς βιωσιμότερες αλιευτικές μεθόδους. Η Επιτροπή έχει ήδη λάβει μέτρα για τη μείωση των απορρίψεων, διατυπώνοντας προτάσεις που υιοθετήθηκαν αργότερα ως νομικές πράξεις, με τις οποίες απαγορεύθηκε η διαλογή αλιευμάτων ανώτερης κατηγορίας (δηλαδή η απόρριψη ψαριών χαμηλής αξίας για να κρατηθεί επί του σκάφους χώρος για αλιεύματα υψηλότερης αξίας) και ελήφθησαν μέτρα για τη βελτίωση της επιλεκτικότητας των αλιευτικών εργαλείων», ανέφερε η Επίτροπος Δαμανάκη, αρμόδια για θέματα Θαλάσσιας Πολιτικής και Αλιείας, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του ευρωβουλευτή της ΝΔ, Καθηγητή Ιωάννη Α. Τσουκαλά, μέλους της Επιτροπής Αλιείας του Ευρ. Κοινοβουλίου.
Οι απορρίψεις αλιευμάτων αποτελούν μία από τις σημαντικότερες αρνητικές παρενέργειες της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής (Κ.Αλ.Π.) και ένα από τα σημεία που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά στην επικείμενη αναθεώρησή της. Συγκεκριμένα, ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών εκτιμά ότι, σε παγκόσμια κλίμακα, το μέγεθος των απορρίψεων φτάνει τα 9 εκ. τόνους, ενώ ΜΚΟ εκτιμούν ότι οι απορρίψεις μπορεί να φτάνουν και τα 30 εκ. τόνους. Η Ευρ. Επιτροπή αναφέρει χαρακτηριστικά ότι στην Βόρεια Θάλασσα έχουν παρατηρηθεί απορρίψεις συγκεκριμένων ειδών σε ποσοστά έως και 70% των συνολικών αλιευμάτων.
Με την ερώτησή του, ο Έλληνας ευρωβουλευτής θέλησε να πληροφορηθεί για τα μέτρα που η ΕΕ είναι διατεθειμένη να λάβει για την εξάλειψη αυτού του φαινομένου καθώς και για τις συνέπειες μιας ενδεχομένης απαγόρευσης αυτής της πρακτικής.
Στην απάντησή της, η Ευρ. Επιτροπή αναφέρει ότι η αποτελεσματικότητα των υπαρχόντων μέτρων δεν έχει μέχρι σήμερα αξιολογηθεί πλήρως και ότι εκπονείται σχετική μελέτη με σκοπό να εκτιμηθούν οι περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της εφαρμογής μέτρων μείωσης των απορρίψεων. Ταυτόχρονα, εξετάζεται σειρά κινήτρων στο πλαίσιο της αγοράς και των διαρθρωτικών πολιτικών, καθώς και αντικίνητρα που σχετίζονται πρωτίστως με τη λήψη μέτρων για περισσότερους ελέγχους και επιθεωρήσεις. Ακόμη, η νομοθεσία για την Κ.Αλ.Π. υποχρεώνει κατά κανόνα και τα πλοία τρίτων χωρών που δραστηριοποιούνται στα ύδατα της ΕΕ, να συμμορφώνονται με τους ίδιους κανόνες που ισχύουν και για τα κοινοτικά σκάφη, εκτός εάν έχουν συμφωνηθεί με την εν λόγω τρίτη χώρα ειδικές ρυθμίσεις.
Σε ερώτηση του κου Τσουκαλά σχετικά με την επιτήρηση της επιβολής απαγόρευσης των απορρίψεων, η κα Δαμανάκη ανέφερε ότι η Επιτροπή στήριξε διάφορες πιλοτικές μελέτες με «πλήρη τεκμηρίωση» της αλιείας, με χρήση τηλεόρασης κλειστού κυκλώματος επί του σκάφους για την παρακολούθηση των αλιευμάτων. Βάσει αυτού του συστήματος, τα σκάφη υποχρεούνται να καταγράφουν τα συνολικά τους αλιεύματα (εκφορτωνόμενα και απορριπτόμενα ψάρια) και σε αντάλλαγμα τους δίνονται άλλα κίνητρα υπό τη μορφή αυξημένων αλιευτικών δυνατοτήτων. Η Επιτροπή προσβλέπει στο αποτέλεσμα της επιστημονικής και τεχνικής αξιολόγησης όσον αφορά τις πιθανές επενέργειες της κανονιστικής ρύθμισης των επιτρεπόμενων εκφορτώσεων με τη χρήση του εν λόγω συστήματος, ώστε να διαπιστώσει κατά πόσον θα πρέπει να εξεταστούν ανάλογα μέτρα στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης της Κ.Αλ.Π.
Με αφορμή την απάντηση της Ελληνίδας Επιτρόπου, ο κος Τσουκαλάς δήλωσε: «Η πρακτική της απόρριψης αλιευμάτων έχει δυστυχώς εξαπλωθεί με σημαντικές επιπτώσεις τόσο στη βιωσιμότητα του θαλάσσιου πλούτου όσο και στην ευημερία των ευρωπαίων αλιέων. Τέτοιες πρακτικές συντείνουν στη μείωση των αλιευτικών δυνατοτήτων και στη σπατάλη χρόνου και χρήματος για τους αλιείς μας. Μα πάνω από όλα, η απόρριψη πολύτιμης τροφής για γραφειοκρατικούς και οικονομικούς λόγους αποτελεί ύβρι, όταν πάνω από 900 εκατομμύρια άνθρωποι στο πλανήτη, δηλαδή ο ένας στους επτά ανθρώπους, αντιμετωπίζει το φάσμα της πείνας. Η ποσότητα αλιευμένων ψαριών που πετιούνται ξανά στη θάλασσα είναι τεράστια. Περίπου το 13% των συνολικών αλιευμάτων στην περιοχή του Βορειοανατολικού Ατλαντικού και το 5% στην περιοχή της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας απορρίπτονται. Η καταπολέμηση τέτοιων φαινομένων φαίνεται, ευτυχώς, να αποτελεί προτεραιότητα στις τρέχουσες συζητήσεις για την αναθεώρηση της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής. Ελπίζουμε η Επιτροπή να δείξει την απαραίτητη αποφασιστικότητα για την έγκυρη και αποτελεσματική αντιμέτωπιση αυτού του προβλήματος».