Η τακτική Πούτιν στην Κριμαία, όπως και η τουρκική πολιτική στην Κύπρο, επαναφέρουν στο προσκήνιο τους λόγους για τους οποίους ο Χίτλερ εισέβαλε στην Τσεχοσλοβακία και στην Ρουμανία
Οι δηλώσεις του προέδρου Πούτιν ότι η αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων στην περιοχή έχει ως στόχο την προστασία του ρωσόφωνου πληθυσμού της Κριμαίας και έγινε μετά από δικό τους αίτημα, δυστυχώς υπενθυμίζουν δυσάρεστα γεγονότα της παγκόσμιας και της ευρωπαϊκής Ιστορίας.
Την βασική αυτή ιστορική αναδρομή έκανε με τις δηλώσεις της η τέως υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χίλαρι Κλίντον, όταν, σε εκδήλωση προς τιμήν της, ανέφερε πως οι ενέργειες του κ. Πούτιν στην Κριμαία θυμίζουν τον Χίτλερ και την πολιτική του για την προστασία των γερμανόφωνων που ζούσαν σε γειτονικές χώρες, όπως η Ρουμανία και η Τσεχοσλοβακία. Η κυρία Κλίντον ξανάφερε στην μνήμη όλων την πολιτική των Ναζί, γνωστή ως Volksdeutsche, σύμφωνα με την οποία οι πολίτες προσδιορίζονταν με βάση την εθνότητα και όχι με βάση την υπηκοότητά τους. Έτσι δικαιολογούσε ο Χίτλερ το ενδιαφέρον και την προσπάθειά του για την ένωση όλων των Γερμανών που ζούσαν εκτός των συνόρων του Ράϊχ και έτσι δικαιολόγησε την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία.
Αν και η κυρία Κλίντον προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις με τις δηλώσεις αυτές, πρέπει να τής αναγνωριστεί ότι τουλάχιστον έθεσε το ζήτημα του παραλληλισμού των σκεπτικών στα οποία βασίζονται συγκεκριμένες αποφάσεις και ενέργειες στο διεθνές σύστημα.
Σε αντίθετο μήκος κύματος, ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας κ. Νταβούτογλου, αναφερόμενος στο ταξίδι του στην Κριμαία, μίλησε για κίνηση που είχε ως στόχο την προστασία των τουρκόφωνων Τατάρων. Η άποψη του κ. Νταβούτογλου δεν εξέπληξε, βέβαια, αν ληφθεί υπ’ όψη ότι τα τελευταία χρόνια η Τουρκία έχει αναδειχθεί, μάλλον αυτόκλητη, ως ο προστάτης των μουσουλμανικών πληθυσμών, ιδιαίτερα των Σουνιτών, ανά τον κόσμο. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται και οι αλλεπάλληλες επισκέψεις τόσο του κ. Νταβούτογλου όσο και άλλων Τούρκων αξιωματούχων στην Θράκη. Βέβαια, η Τουρκία δεν έστειλε στην Κριμαία και στην Θράκη –τουλάχιστον προς το παρόν– τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις, κρατώντας τις προκλήσεις της σε πολιτικό επίπεδο.
Στην Κύπρο, όμως, παραμένουν οι τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις κατοχής σημαντικού τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας –ανεξάρτητου κράτους, μέλους του ΟΗΕ και της ΕΕ. Όλοι γνωρίζουν, και προπάντων ο πραγματικός «αρχιτέκτων» της εισβολής, τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσσινγκερ –που πρόσφατα έγραψε και άρθρο για την κρίση στην Κριμαία– ότι η Τουρκία αιτιολόγησε την εισβολή στην Κύπρο αναφέροντας το θέμα της προστασίας των Τουρκοκυπρίων, η ασφάλεια των οποίων κινδύνευε από το τότε πραξικόπημα Ιωαννίδη εναντίον του προέδρου Μακαρίου. Οι τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις παραμένουν στο νησί ακόμα και σήμερα. Δεν αποχώρησαν ούτε όταν αποκαταστάθηκε η δημοκρατική ομαλότητα, αρχικά με τον Κληρίδη και στην συνέχεια με τον Μακάριο, αλλά και όλους τους μετέπειτα δημοκρατικά εκλεγμένους προέδρους που τον διαδέχθηκαν. Και, βέβαια, παρά το γεγονός ότι η πραγματικότητα είναι πως οι στρατιωτικές δυνάμεις μιας υποψήφιας για ένταξη στην ΕΕ χώρας (Τουρκία) κατέχουν τμήμα του εδάφους χώρας-μέλους της ΕΕ και του ΟΗΕ (Κύπρος). Όμως, αντί να απαιτείται από την ΕΕ και τον ΟΗΕ κατά τρόπο κατηγορηματικό η αποχώρησή τους, αναζητείται η νομιμοποίηση της παραμονής τους πρώτα μέσα από το απαράδεκτο σχέδιο Άναν και σήμερα μέσα από την νέα, εξίσου απαράδεκτη διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού.
Βέβαια, η γνώση της ιστορικής διαδρομής της Τουρκίας καθώς και η στάση της απέναντι στην ναζιστική Γερμανία κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν αποτελεί έκπληξη η επίκληση ενός σκεπτικού ίδιου με αυτό που επικαλέσθηκε ο Χίτλερ. Γνωρίζοντας, όμως, την ιστορική διαδρομή της Ρωσίας και τα όσα υπέστη από τις στρατιωτικές δυνάμεις του ναζιστικού καθεστώτος παρά την τελική της νίκη, αποτελεί δυσάρεστη έκπληξη η επίκληση από τον πρόεδρο Πούτιν ενός αντίστοιχου σκεπτικού με αυτό του Χίτλερ.
Ο πρόεδρος Ομπάμα χαρακτήρισε την όλη κατάσταση και το δημοψήφισμα στην Κριμαία παράνομο. Οι σημαντικές εξελίξεις στις ουκρανο-ρωσικές σχέσεις από την στιγμή της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης, ίσως βοηθούν στην κατανόηση του χαρακτηρισμού αυτού. Βέβαια, οι αντιπαλότητες και το πρώτο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Κριμαίας, οι συζητήσεις και οι συμφωνίες για την ρωσική βάση στην Σεβαστούπολη και οι διαρκείς τοπικές αναμετρήσεις, σκιαγραφούν ένα περιπεπλεγμένο σκηνικό, η ανάλυση και αξιολόγηση του οποίου προϋποθέτει ιδιαίτερη προσοχή.
Μία ημερομηνία, ωστόσο, έχει ιδιαίτερη σημασία. Πρόκειται για την 30η Ιουνίου 1992, όταν η κυβέρνηση του Κιέβου υιοθέτησε τον νόμο σύμφωνα με τον οποίο η Κριμαία αποκτούσε μεγαλύτερη αυτονομία, με δύο όμως προϋποθέσεις: η πρώτη αφορά στην αναθεώρηση του Συντάγματος της Κριμαίας ώστε να εναρμονιστεί περισσότερο με το Σύνταγμα της Ουκρανίας και η δεύτερη την πλήρη ακύρωση του δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία. Σημασία εδώ έχει ότι, από την πλευρά της Κριμαίας, για την δεύτερη προϋπόθεση αποφασίστηκε να τεθεί το αποτέλεσμα σε moratorium. Προφανώς, η εξέλιξη αυτή τότε επηρεάζει και τις πρόσφατες αποφάσεις, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στην διεξαγωγή του δημοψηφίσματος σήμερα.
Πέρα από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην Κριμαία, τα προηγούμενα που δημιουργήθηκαν από την κρίση και οι υποθήκες που αυτά δημιουργούν είναι πολύ σημαντικά. Σε συνδυασμό δε, αφ’ ενός, με άλλα σημαντικά γεγονότα, όπως για παράδειγμα η Αραβική Άνοιξη ή η κρίση στην Συρία, όπου επίσης παρατηρείται διελκυστίνδα Μεγάλων Δυνάμεων και άλλων κρατών, και, αφ’ ετέρου, με την αλλαγή της βάσης του συσχετισμού δυνάμεων λόγω νέων παραγόντων, όπως ο ενεργειακός πλούτος, επιτρέπουν την διατύπωση του ερωτήματος αν το διεθνές σύστημα βρίσκεται προ των πυλών της εγκαθίδρυσης μιας Νέας Τάξης πραγμάτων, ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της οποίας θα είναι μία νέα επαναχάραξη συνόρων.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ως αποτέλεσμα, μετά την Συνδιάσκεψη των Βερσαλλιών, την σχετική Συνθήκη επαναχάραξης των τότε συνόρων σε ορισμένες περιοχές του κόσμου. Το ίδιο συνέβη και με άλλους πολέμους πριν, μικρότερης εμβέλειας (όπως ο Ρωσο-Περσικός πόλεμος, που έληξε με την Συνθήκη του Γκιουλιστάν το 1813 –τότε παραχωρήθηκε η περιοχή του Καραμοάχ στην Ρωσία). Σήμερα δεν έχουμε παγκόσμιο πόλεμο. Έχουμε, όμως, κατ’ αναλογία, πολλές και σημαντικές εστίες κρίσης. Οι επικείμενες εξελίξεις θα δείξουν αν θα συμβεί το ίδιο.
* Πρώην ευρωβουλευτής και αντιπροέδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου