Με σημαντική «προίκα», την επιλογή του αγωγού TAP, ο οποίος θα μεταφέρει φυσικό αέριο από το πεδίο Σαχ Ντενίζ ΙΙ του Αζερμπαϊτζάν στις πιο ελκυστικές αγορές της Ευρώπης, αρχίζει τη θητεία της η κατά το 1/3 ανασχηματισμένη πολιτική ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Ωστόσο το μεγάλο στοίχημα για το νέο υπουργό Γιάννη Μανιάτη είναι η ταχεία προώθηση όλων των αναγκαίων πρωτοβουλιών για τη διερεύνηση και την αξιοποίηση των πιθανών υδρογονανθράκων. Η επιλογή του κ. Μανιάτη για το συγκεκριμένο υπουργείο είναι ενδεικτική των επιδιώξεων της κυβέρνησης, καθώς ο νέος υπουργός είχε ασχοληθεί σε βάθος με το συγκεκριμένο αντικείμενο και επί των κυβερνήσεων του Γιώργου Παπανδρέου.
Ιόνιο, Κρήτη
Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον εστιάζεται στη θαλάσσια περιοχή του Ιονίου ως και νοτίως της Κρήτης. Την περιοχή αυτή, συνολικής έκτασης 225.000 τ.χλμ., διέτρεξε κατά τους προηγούμενους μήνες το ερευνητικό σκάφος «Nordic Explorer» της εταιρείας PGS, διενεργώντας εκτεταμένες συστηματικές σεισμικές έρευνες. Σύμφωνα με πηγή του υπουργείου Περιβάλλοντος από τις έρευνες της PGS προκύπτουν «ευκρινείς και ενδιαφέρουσες γεωλογικές δομές για τον εντοπισμό πιθανών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων». Σύμφωνα με την ίδια πηγή «οι ερευνητές βρήκαν υδρογονάνθρακες στο 30% των δειγμάτων», γεγονός που επιτρέπει την εκτίμηση ότι στις περιοχές αυτές ενδέχεται να υπάρχουν αξιόλογα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Τα πρώτα αποτελέσματα των ερευνών παρουσιάστηκαν στις αρχές Απριλίου στην πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΚΑ, ενώ ακολουθεί την περίοδο αυτή η περαιτέρω λεπτομερής επεξεργασία και ερμηνεία των γεωφυσικών δεδομένων που συνέλεξε το ερευνητικό σκάφος, η οποία αναμένεται να ολοκληρωθεί στις αρχές του φθινοπώρου. Σύμφωνα με πληροφορίες οι πρώτες ενδείξεις για την ύπαρξη ελληνικών κοιτασμάτων έχουν προκαλέσει το ενδιαφέρον μεγάλων πετρελαϊκών εταιρειών, οι οποίες βρίσκονται ήδη σε συζητήσεις με τους Νορβηγούς, προκειμένου να αγοράσουν τα ευρήματα των σεισμικών ερευνών. Ωστόσο αυτές οι πρώτες ενδείξεις αποτέλεσαν την αφορμή για υπερφίαλες εκτιμήσεις σχετικά με τα πιθανά κοιτάσματα, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο κάποιοι να προεξοφλούν ότι η Ελλάδα λύνει οριστικά το οικονομικό πρόβλημά της. «Με αυτά που ακούγονται και δημοσιεύονται κατά καιρούς δίνεται η εντύπωση ότι η χώρα μας ‘κολυμπά’ στο πετρέλαιο. Απαιτούνται ψυχραιμότερες και ακριβέστερες εκτιμήσεις, βασισμένες αποκλειστικά και μόνο στα ερευνητικά δεδομένα», τονίζει στη «Θ» ο Γρηγόρης Τσόκας, πρόεδρος του τμήματος Γεωλογίας ΑΠΘ και μέλος της εθνικής επιτροπής διαχείρισης του αρχείου των ερευνών για υδρογονάνθρακες.
Σε δέκα χρόνια
Επόμενος στόχος του υπουργείου είναι η ταχεία προκήρυξη των διαγωνισμών για την παραχώρηση θαλάσσιων «οικοπέδων» σε εταιρείες για περαιτέρω έρευνα με ανάπτυξη γεωτρήσεων. Οι διαγωνισμοί σχεδιάζονταν για το πρώτο εξάμηνο του 2014, ωστόσο θα καταβληθεί προσπάθεια, ώστε να γίνουν νωρίτερα, ακόμη και εντός του τρέχοντος έτους. Ο νέος κύκλος ερευνών μέσω γεωτρήσεων αναμένεται να διαρκέσει περίπου μία επταετία. Σε περίπτωση που από τις νέες έρευνες προκύψουν εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα πετρελαίου ή φυσικού αερίου, θα γίνουν οι τελικοί διαγωνισμοί για τη συνεκμετάλλευσή τους ανάμεσα στο ελληνικό δημόσιο και ιδιωτικούς κολοσσούς. Θα χρειαστούν άλλα δύο με τρία χρόνια προετοιμασίας, όπερ συνεπάγεται ότι η όποια αξιοποίηση των πιθανών κοιτασμάτων θα μπορεί να αρχίσει μετά περίπου δέκα χρόνια.
Ο Πρίνος και η Επανομή
Το εκμεταλλεύσιμο κοίτασμα στον Πρίνο βαίνει διαρκώς μειούμενο, με το ενδιαφέρον να στρέφεται πλέον σε γειτονικά δορυφορικά κοιτάσματα, τα οποία θα αξιολογηθούν, αφού γίνουν οι αναγκαίες έρευνες. Η αρχική εκτίμηση για το κοίτασμα του Πρίνου ήταν ότι η απολήψιμη ποσότητα πετρελαίου ήταν γύρω στα 60 εκατ. βαρέλια. Ωστόσο έως σήμερα έχουν αντληθεί περί τα 130 εκατ. βαρέλια. Το κοίτασμα δείχνει πάντως να εξαντλείται, καθώς από τα περίπου 28.000 βαρέλια που αντλούνταν ημερησίως η ποσότητα έχει περιοριστεί πλέον στα 1.700 βαρέλια.
Σεισμικές έρευνες πρόκειται να διενεργηθούν εκ νέου και στο Θερμαϊκό, ο οποίος είχε χαρακτηριστεί παλαιότερα ως «πετρελαιοπιθανή» περιοχή. Οι σχετικές διακηρύξεις έχουν ετοιμαστεί εδώ και καιρό, ωστόσο παραμένει άγνωστο πότε θα προχωρήσουν οι διαγωνισμοί. Σύμφωνα με πληροφορίες εταιρεία ισραηλινών συμφερόντων έχει προτείνει στην ελληνική κυβέρνηση τον περασμένο Οκτώβριο να προχωρήσει σε έρευνες ανοιχτά της Θεσσαλονίκης για τον εντοπισμό κοιτάσματος φυσικού αερίου.
Κοίτασμα φυσικού αερίου έχει εντοπιστεί στην Επανομή έπειτα από δύο γεωτρήσεις, οι οποίες είχαν γίνει το 1985. Σύμφωνα με τον κ. Τσόκα «το κοίτασμα είναι υπαρκτό και μικρό. Έχει χαρτογραφηθεί. Με τις τιμές του φυσικού αερίου σήμερα η ποσότητα είναι εκμεταλλεύσιμη, όμως η ποιότητα δεν είναι καλή. Θα μπορούσε ωστόσο να αξιοποιηθεί και αργότερα να χρησιμεύσει ως φυσική αποθήκη».
Παραχωρήσεις για Κατάκολο, Πατραϊκό, Γιάννινα
Περισσότερο ώριμες θεωρούνται οι περιπτώσεις αξιοποίησης υδρογονανθράκων στις περιοχές Κατάκολο, Πατραϊκός κόλπος και Γιάννινα. Η σχετική προκήρυξη έγινε το 2011 και το επόμενο διάστημα αναμένεται να υπογραφούν οι συμβάσεις παραχώρησης με τις εταιρείες που έχουν επιλεγεί και ενδιαφέρονται να εγκαταστήσουν γεωτρύπανο στις εν λόγω περιοχές.
Σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, οι οποίες όμως θεωρούνται αρκετά επισφαλείς, στα προαναφερόμενα τρία «οικόπεδα» υπολογίζεται ότι τα κοιτάσματα πετρελαίου ανέρχονται κοντά στα 300 εκατ. βαρέλια.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο κ. Τσόκας, «βεβαιωμένο κοίτασμα υπάρχει στο Κατάκολο, το οποίο υπολογίζεται σε περίπου πέντε με δέκα εκατομμύρια βαρέλια. Για τις άλλες δύο περιοχές υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ύπαρξης υδρογονανθράκων, αλλά δεν ισοδυναμούν με βεβαιότητα ύπαρξης εκμεταλλεύσιμου κοιτάσματος».
Σημειώνεται ότι στο Κατάκολο έχει ανακαλυφθεί το 1981 κοίτασμα πετρελαίου-φυσικού αερίου. Αντιθέτως στην περιοχή των Ιωαννίνων η γεώτρηση δεν ολοκληρώθηκε, καθώς, ενώ έφτασε στα 4.000 μέτρα, διακόπηκε για τεχνικούς λόγους.
ΑΡΘΡΟ Μύθοι και πραγματικότητα
Γράφει ο Γρηγόρης Ν. Τσόκας, πρόεδρος του τμήματος Γεωλογίας ΑΠΘ
Θα μου επιτρέψετε να εκφράσω κάποιες σκέψεις στα πολλά που ακούγονται σχετικά με τα αποθέματα υδρογονανθράκων της χώρας, καθώς και την εν γένει τοποθέτησή της στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα. Οι θέσεις μου αυτές απορρέουν από την επαγγελματική ενασχόληση με τον τομέα της έρευνας για τον εντοπισμό κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, αλλά και από το γεγονός ότι στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο διδάσκω τις βασικές μεθόδους με τις οποίες αυτό επιτυγχάνεται.
Θα μου επιτρέψετε επίσης να εξηγήσω ότι ο όρος «αποθέματα πετρελαίου» καλύπτει μία πολύπλοκη, μεταβλητή τεχνοοικονομική έννοια. Υπάρχουν τρεις κατηγορίες εκτίμησης αποθεμάτων: τα βεβαιωμένα (proven reserves), τα πιθανά (probable) και τα δυνητικά (possible) αποθεμάτων.
- Τα «βεβαιωμένα αποθέματα - proven reserves» αντιπροσωπεύουν τις ποσότητες πετρελαίου που έχουν εξορυχτεί ή θα εξορυχτούν από τα γνωστά μέχρι σήμερα κοιτάσματα και κάτω από τα σημερινά οικονομικά και τεχνολογικά δεδομένα, με βεβαιότητα ανάκτησης ίση με 90%.
- Τα «πιθανά αποθέματα - probable reserves» αντιπροσωπεύουν τις ποσότητες πετρελαίου που έχουν πιθανότητα ανάκτησης ίση με 50%. Αυτά είναι γνωστά και ως P50.
- Τα λεγόμενα «δυνητικά - Possible» είναι αυτά με πιθανότητα ανάκτησης 10%, γνωστά και ως P10. Η εκτίμηση αυτή προέρχεται από τη μελέτη του γεωλογικού περιβάλλοντος και δεν υποστηρίζεται από γεωφυσικές και γεωτρητικές έρευνες.
Επομένως κάνουμε σαφή υπερεκτίμηση, αν μιλάμε για δυνητικά αποθέματα, πράγμα που αποκλειστικά συμβαίνει σε μερικά δημοσιεύματα. Το κακό είναι ότι αυτή η ασύμμετρη μεγέθυνση του δυναμικού της χώρας οδηγεί σε υπερφίαλες αλλά και επιπόλαιες δηλώσεις. Σαν να μην έφτανε αυτό, οι δηλώσεις αναπαράγονται ασυλλόγιστα στον ηλεκτρονικό Τύπο και τελικά δημιουργείται μία εντελώς εξωπραγματική εντύπωση για το δυναμικό της χώρας, η οποία πολύ δύσκολα αναστρέφεται.
Από την άλλη μεριά -αν δεν υπερτονίζεται- η εκτίμηση των «δυνητικών» αποθεμάτων, για τα οποία είπαμε ότι υπάρχει πολύ μικρή πιθανότητα ανάκτησης ίση με 10%, είναι χρήσιμη στη χάραξη της εθνικής πολιτικής. Βάσει αυτών τοποθετείται η οροφή των πιθανών διεκδικήσεων ή τα περιθώρια των υποχωρήσεων. Αποτελεί μία επιστημονική παράμετρο, η οποία ως εκτίμηση είναι σαφώς εξωπραγματική και δεν επιτεύχθηκε πουθενά στον κόσμο. Αν στην εκτίμηση αυτή δώσουμε βάση, που εκ των πραγμάτων δεν έχει, τότε πρέπει να πιστέψουμε ότι το δυναμικό της χώρας μας σε υδρογονάνθρακες είναι περίπου ίσο με αυτό της Σαουδικής Αραβίας και του Τέξας μαζί.
Οι έρευνες για αναζήτηση υδρογονανθράκων γίνονται σχεδόν αποκλειστικά με μεθόδους εφαρμοσμένης γεωφυσικής και η τελική διαπίστωση της ύπαρξης αλλά και αρχική εκτίμηση της ποσότητας και του απολήψιμου γίνεται μόνο με ανόρυξη γεώτρησης. Είναι μία διαδικασία εξόχως δαπανηρή, που διαρκεί μερικά χρόνια.
Τα παραπάνω δε σημαίνουν ότι δεν πιστεύω πως υπάρχουν κοιτάσματα πετρελαίου και αερίου στην Ελλάδα. Αντίθετα η σχετική ομοιομορφία των γεωλογικών ζωνών με αυτές της Αλβανίας και βορειότερα της πρώην Γιουγκοσλαβίας μάς κάνει να αισιοδοξούμε. Όμως από την προσδοκία μας αυτή ως τη βεβαιότητα για την ύπαρξη και την πιστοποίηση της ποσότητας και της ποιότητας η απόσταση είναι πάρα πολύ μεγάλη. Με την προϋπόθεση ότι οι έρευνες δεν θα σταματήσουν προϊόντος του χρόνου, θα μπορούμε να μιλήσουμε με λιγότερη αβεβαιότητα. Με περισσότερη βεβαιότητα για την ποσότητα θα μιλήσουμε, όταν τα πηγάδια παράξουν, και με σιγουριά, όταν τα κοιτάσματα εξαντληθούν.
Τα προσδοκώμενα οφέλη από την ύπαρξη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων είναι πολλά και ποικίλου χαρακτήρα. Θα συμβάλουν στο να αναβαθμιστεί η γεωστρατηγική θέση της χώρας, να αποκτήσουμε κάποιο διπλωματικό κεφάλαιο και εμπιστοσύνη στις δυνατότητές μας. Ταυτόχρονα το γεγονός αυτό θα συνεργήσει στο να αλλάξει και ο τρόπος με τον οποίο οι Ευρωπαίοι σκέφτονται για τους Έλληνες. Από την άλλη μεριά θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, θα εισρεύσει συνάλλαγμα, θα αναβαθμιστούν οι σχετικές σπουδές και θα δοθούν καινούργιες επαγγελματικές ευκαιρίες σε νέους ανθρώπους. Όλα αυτά βέβαια πρέπει να θεωρούνται μόνο μέσα στο πλαίσιο της γενικότερης προσπάθειας της χώρας για ανάταξη. Η ανακάλυψη και η συνακόλουθη εκμετάλλευση κοιτασμάτων υδρογονανθράκων δεν είναι ικανή από μόνη της να λύσει το πρόβλημα του χρέους της χώρας, μπορεί όμως να το απαλύνει και να συμβάλει στην οριστική διευθέτησή του.
Για να πάρουμε μία γεύση των εμπλεκόμενων μεγεθών, μπορούμε να συγκρίνουμε την ετήσια κατανάλωσή μας σε πετρέλαιο με τη συνολική παραγωγή από τα κοιτάσματα του Πρίνου για περίπου 30 χρόνια λειτουργίας. Η εκτίμηση είναι ότι έχουν παραχθεί μέχρι σήμερα περίπου 115 με 130 εκατομμύρια βαρέλια, ενώ κάθε χρόνο καταναλώνουμε περίπου 125 εκατομμύρια. Δηλαδή καταναλώνουμε κατ’ έτος έναν Πρίνο.
Επομένως δεν πρέπει να επαναπαυόμαστε στα εικαζόμενα κοιτάσματα, αλλά να τα θεωρούμε ως εθνικό πλούτο, που ανήκει τόσο σε εμάς όσο και στις επόμενες γενιές και θα συμβάλει στην ανάπτυξη της χώρας.