ΗΡΩ ΤΕΝΤΕ
Τόσο κοινή η εικόνα: σε μια μεγάλη πόλη, ένας άγνωστος ξαπλωμένος στο πεζοδρόμιο, ζητώντας βοήθεια. Συνήθως, κρατάει ένα ποτήρι χάρτινο από κάποιο cafe – σπάνια το χέρι απλωμένο με την παλάμη ανεστραμμένη. Είναι κι αυτό ένα μήνυμα στις μέρες μας: «Βοήθησέ με, δε χρειάζεται να με «αγγίξεις». Ένα νόμισμα στο ποτήρι, αρκεί». Η σκέψη μπροστά στο θέαμα αυτό επίσης κοινή:
«Άλλος ένας μπλεγμένος με ναρκωτικά /ανεργία / εκμετάλλευση ζητιανιάς / αρρώστια – άντε, όλοι έχουν πιάσει από ένα πεζοδρόμιο. ». Κάποιοι άλλοι θα αναζητήσουν το νόμισμα: στη τσάντα, στη τσέπη, στο πορτοφόλι, «Κρίμα, ο άνθρωπος… Που έβαλα εκείνα τα ρέστα από τον καφέ;». Οι περισσότεροι, βιαστικοί και με τα ακουστικά τηλεφώνου να φράζουν κάθε εξωτερικό ήχο, θα προχωρήσουν στο δρόμο τους. Σχεδόν όλοι πάντως, ένα κοινό σημείο έχουμε, όπως και αν αντιδράμε σε τέτοιες εικόνες: λίγα δευτερόλεπτα μετά, η «εικόνα» έχει φύγει από το οπτικό μας πεδίο. Και υπάρχουν και κάποιοι λίγοι που διαβάζοντας τις παραπάνω γραμμές ίσως να δυσανασχετήσουν, «Αυτό δεν είναι απόλυτο, π.χ. εγώ δεν πράττω έτσι»: είναι αυτοί, που για τους δικούς τους εσωτερικούς λόγους, θα αγοράσουν ένα μπουκάλι νερό ή και κάτι φαγώσιμο για να προσφέρουν. Μπορεί και να αλλάξουν δυο λόγια μαζί.
Είναι μάλλον σίγουρο ότι καμιά από τις παραπάνω συμπεριφορές δεν μας κάνει καλούς ή κακούς ή ηθικά ουδέτερους. Όπως κανείς μας δεν φταίει αν έχει ανοσία ή αν είναι ευάλωτος σε μια ασθένεια. Ο οργανισμός, ανάλογα με τις άμυνες του, αντιδρά.
Άστεγοι λοιπόν. Άνθρωποι πεσμένοι στους δρόμους να ζητιανεύουν: Κάθε μέρα, όλο και περισσότεροι, μπροστά μας. Αντιδράμε κατά βούληση και προχωράμε παρακάτω. Όλοι μας. Μια εικόνα βαθιά τοξική έως βιτριολική, ίσως γιατί υπογραμμίζει ότι ο δικός μας πολιτισμός δεν επαρκεί για να ζήσουν όλοι πολιτισμένα, με ανθρώπους να ζουν στην απόλυτη «παραμόρφωση ζωής». Δηλητηριώδης η εικόνα : Πονάει. Θυμώνει. Προσπερνιέται. Και κάπως έτσι, όλοι συνηθίζουμε στο θέαμα. Τραγική ειρωνεία, πείτε το, – πάντως έχουμε μια ωραία λέξη στα ελληνικά, για τούτο το φαινόμενο: λέγεται «μιθριδατισμός». Η ανοσία δηλαδή στο δηλητήριο – μέσω «σταδιακά αυξανόμενης και τακτικής χορήγησης». Μεγάλη ιστορία… Κάποια στιγμή, θυμηθείτε να δείτε τι πήγε και σκαρφίστηκε ο Μιθριδάτης ο ΣΤ’ ώστε να δοθεί το δικό του όνομα σε αυτή την πρακτική. (www.el.wikipedia.org)
Συνηθίζουμε στην τοξίνη του πόνου, του θυμού, της απαισιοδοξίας, της αδιαφορίας: για όλους αυτούς που το πεζοδρόμιο είναι η προέκταση του σώματός τους, που τα ρούχα τους δεν έχουν χρώμα, που η μυρωδιά τους είναι αποκρουστική, που το βλέμμα τους έχει μόνιμο υπότιτλο το κενό και την ικεσία. Δεν ξέρω αν υπάρχουν λύσεις. Δεν γνωρίζω τι είδους παρεμβάσεις θα απαιτούνταν για να εκλείψει το φαινόμενο σε μια περίοδο που η «λάμψη» των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 (δεν θυμάμαι πολλούς κοινωνικά αποκλεισμένους – sic! – να κατακλύζουν τότε το οπτικό μας πεδίο) αντικαταστάθηκε από την «Κρίση» του Σήμερα.
Ξέρω μόνο ότι όπου και αν αναγνωρίζει κανείς τον εαυτό του στην κλίμακα αυτού του μιθριδατισμού, από το «Να πάει να πνιγεί, δε θα σώσω εγώ τον κόσμο» μέχρι το «Θα του δώσω το μπουφάν μου, έχω πολλά στο σπίτι», υπάρχει και η ΚΛΙΜΑΚΑ (www.klimaka.org.gr). Τους έμαθα σε επίπεδο εθελοντισμού, κάποια στιγμή στο πρόσφατο παρελθόν. Πια, δεν κάνω τίποτα. Μόνο ένα τηλέφωνο αραιά και που στην ανοιχτή τους γραμμή, όταν βλέπω κάποιον που χρειάζεται βοήθεια. Τους πληροφορώ για το σημείο όπου βρίσκεται, λίγα λόγια για το πώς είναι η κατάσταση και το κλείνω για να «πάω παρακάτω». Όπως όλοι μας.
Από εκεί και πέρα ξέρω μόνο ότι οι άνθρωποι της Κλίμακας, θα αναλάβουν να στείλουν εθελοντές και συνεργάτες τους στο σημείο εκείνο, για να αξιολογήσουν, να βοηθήσουν, να στηρίξουν και να καθοδηγήσουν – ανάλογα με την περίπτωση. Ξέρω επίσης ότι σίγουρα θα υπάρχουν και άλλοι τρόποι για να προσφέρει κανείς τη δική του οπτική υποστήριξης σε αυτούς που ακροβατούν στα περιθώρια επιβίωσης.
Εκείνο που δεν ήξερα και έμαθα είναι το πόσο πολύτιμη είναι η εικόνα του να περάσεις λίγες μέρες μετά από το ίδιο σημείο, στο ίδιο πεζοδρόμιο και να είναι άδειο. Να σταθείς και να αναρωτηθείς «άραγε, λείπει για καλό ή για κακό;»; Και ο περιπτεράς απέναντι να σε δει και να σου πει: «Βρέθηκε άκρη, μην ψάχνεις, ευτυχώς ήρθαν κάποιοι άνθρωποι προχθές και…»
Τόσο κοινή η εικόνα: σε μια μεγάλη πόλη, ένας άγνωστος ξαπλωμένος στο πεζοδρόμιο, ζητώντας βοήθεια. Συνήθως, κρατάει ένα ποτήρι χάρτινο από κάποιο cafe – σπάνια το χέρι απλωμένο με την παλάμη ανεστραμμένη. Είναι κι αυτό ένα μήνυμα στις μέρες μας: «Βοήθησέ με, δε χρειάζεται να με «αγγίξεις». Ένα νόμισμα στο ποτήρι, αρκεί». Η σκέψη μπροστά στο θέαμα αυτό επίσης κοινή:
«Άλλος ένας μπλεγμένος με ναρκωτικά /ανεργία / εκμετάλλευση ζητιανιάς / αρρώστια – άντε, όλοι έχουν πιάσει από ένα πεζοδρόμιο. ». Κάποιοι άλλοι θα αναζητήσουν το νόμισμα: στη τσάντα, στη τσέπη, στο πορτοφόλι, «Κρίμα, ο άνθρωπος… Που έβαλα εκείνα τα ρέστα από τον καφέ;». Οι περισσότεροι, βιαστικοί και με τα ακουστικά τηλεφώνου να φράζουν κάθε εξωτερικό ήχο, θα προχωρήσουν στο δρόμο τους. Σχεδόν όλοι πάντως, ένα κοινό σημείο έχουμε, όπως και αν αντιδράμε σε τέτοιες εικόνες: λίγα δευτερόλεπτα μετά, η «εικόνα» έχει φύγει από το οπτικό μας πεδίο. Και υπάρχουν και κάποιοι λίγοι που διαβάζοντας τις παραπάνω γραμμές ίσως να δυσανασχετήσουν, «Αυτό δεν είναι απόλυτο, π.χ. εγώ δεν πράττω έτσι»: είναι αυτοί, που για τους δικούς τους εσωτερικούς λόγους, θα αγοράσουν ένα μπουκάλι νερό ή και κάτι φαγώσιμο για να προσφέρουν. Μπορεί και να αλλάξουν δυο λόγια μαζί.
Είναι μάλλον σίγουρο ότι καμιά από τις παραπάνω συμπεριφορές δεν μας κάνει καλούς ή κακούς ή ηθικά ουδέτερους. Όπως κανείς μας δεν φταίει αν έχει ανοσία ή αν είναι ευάλωτος σε μια ασθένεια. Ο οργανισμός, ανάλογα με τις άμυνες του, αντιδρά.
Άστεγοι λοιπόν. Άνθρωποι πεσμένοι στους δρόμους να ζητιανεύουν: Κάθε μέρα, όλο και περισσότεροι, μπροστά μας. Αντιδράμε κατά βούληση και προχωράμε παρακάτω. Όλοι μας. Μια εικόνα βαθιά τοξική έως βιτριολική, ίσως γιατί υπογραμμίζει ότι ο δικός μας πολιτισμός δεν επαρκεί για να ζήσουν όλοι πολιτισμένα, με ανθρώπους να ζουν στην απόλυτη «παραμόρφωση ζωής». Δηλητηριώδης η εικόνα : Πονάει. Θυμώνει. Προσπερνιέται. Και κάπως έτσι, όλοι συνηθίζουμε στο θέαμα. Τραγική ειρωνεία, πείτε το, – πάντως έχουμε μια ωραία λέξη στα ελληνικά, για τούτο το φαινόμενο: λέγεται «μιθριδατισμός». Η ανοσία δηλαδή στο δηλητήριο – μέσω «σταδιακά αυξανόμενης και τακτικής χορήγησης». Μεγάλη ιστορία… Κάποια στιγμή, θυμηθείτε να δείτε τι πήγε και σκαρφίστηκε ο Μιθριδάτης ο ΣΤ’ ώστε να δοθεί το δικό του όνομα σε αυτή την πρακτική. (www.el.wikipedia.org)
Συνηθίζουμε στην τοξίνη του πόνου, του θυμού, της απαισιοδοξίας, της αδιαφορίας: για όλους αυτούς που το πεζοδρόμιο είναι η προέκταση του σώματός τους, που τα ρούχα τους δεν έχουν χρώμα, που η μυρωδιά τους είναι αποκρουστική, που το βλέμμα τους έχει μόνιμο υπότιτλο το κενό και την ικεσία. Δεν ξέρω αν υπάρχουν λύσεις. Δεν γνωρίζω τι είδους παρεμβάσεις θα απαιτούνταν για να εκλείψει το φαινόμενο σε μια περίοδο που η «λάμψη» των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 (δεν θυμάμαι πολλούς κοινωνικά αποκλεισμένους – sic! – να κατακλύζουν τότε το οπτικό μας πεδίο) αντικαταστάθηκε από την «Κρίση» του Σήμερα.
Ξέρω μόνο ότι όπου και αν αναγνωρίζει κανείς τον εαυτό του στην κλίμακα αυτού του μιθριδατισμού, από το «Να πάει να πνιγεί, δε θα σώσω εγώ τον κόσμο» μέχρι το «Θα του δώσω το μπουφάν μου, έχω πολλά στο σπίτι», υπάρχει και η ΚΛΙΜΑΚΑ (www.klimaka.org.gr). Τους έμαθα σε επίπεδο εθελοντισμού, κάποια στιγμή στο πρόσφατο παρελθόν. Πια, δεν κάνω τίποτα. Μόνο ένα τηλέφωνο αραιά και που στην ανοιχτή τους γραμμή, όταν βλέπω κάποιον που χρειάζεται βοήθεια. Τους πληροφορώ για το σημείο όπου βρίσκεται, λίγα λόγια για το πώς είναι η κατάσταση και το κλείνω για να «πάω παρακάτω». Όπως όλοι μας.
Από εκεί και πέρα ξέρω μόνο ότι οι άνθρωποι της Κλίμακας, θα αναλάβουν να στείλουν εθελοντές και συνεργάτες τους στο σημείο εκείνο, για να αξιολογήσουν, να βοηθήσουν, να στηρίξουν και να καθοδηγήσουν – ανάλογα με την περίπτωση. Ξέρω επίσης ότι σίγουρα θα υπάρχουν και άλλοι τρόποι για να προσφέρει κανείς τη δική του οπτική υποστήριξης σε αυτούς που ακροβατούν στα περιθώρια επιβίωσης.
Εκείνο που δεν ήξερα και έμαθα είναι το πόσο πολύτιμη είναι η εικόνα του να περάσεις λίγες μέρες μετά από το ίδιο σημείο, στο ίδιο πεζοδρόμιο και να είναι άδειο. Να σταθείς και να αναρωτηθείς «άραγε, λείπει για καλό ή για κακό;»; Και ο περιπτεράς απέναντι να σε δει και να σου πει: «Βρέθηκε άκρη, μην ψάχνεις, ευτυχώς ήρθαν κάποιοι άνθρωποι προχθές και…»