ΜΑΝΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ
Ένα προχωρημένο σύμπτωμα παθογένειας που συνοδεύει την εθνική διαδρομή μετά την προσφυγή της Ελλάδας στο Μνημόνιο, και τη σταδιακή απαξίωση του πολιτικού κόσμου, είναι φυσικά η ενίσχυση των δυνάμεων και της απήχησης της Χρυσής Αυγής. Η Οργάνωση του Νίκου Μιχαλολιάκου πέτυχε στις εκλογές του Ιουνίου να αναδειχτεί τρίτη δύναμη σε πολλές περιοχές της χώρας. Οι δε κυλιόμενες δημοσκοπήσεις την εμφανίζουν σήμερα να εδραιώνεται πίσω από τη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή μπροστά από το ΠΑΣΟΚ.
Για την εκτόξευση της Χρυσής Αυγής, μπορεί κανείς να διαγνώσει και να απαριθμήσει πληθυντικούς λόγους και αιτίες. Μεταξύ των οποίων την αυτοκαταστροφική στρατηγική των υπόλοιπων πολιτικών δυνάμεων, που δίνουν χώρο στη ρητορική της Χρυσής Αυγής, η οποία εσχάτως εκλαϊκεύεται και επικαιροποιείται, στη βάση “πραγματικών αναγκών” της κοινωνίας. Γι’ αυτό και ακούγεται περισσότερο εύκολα και ευχάριστα, άκριτα και χωρίς τη δέουσα αξιολόγηση της βαρύτητας που συνεπέγεται το θεώρημα ότι “το μέσο είναι το μήνυμα”. Δηλαδή, ότι σημασία έχει ποιος είναι αυτός που λέει κάτι, και δευτερευόντως το τι είναι αυτό που λέει.
Χθες, μιλώντας σε εκδήλωση της νεολαίας της Χρυσής Αυγής, ο Νίκος Μιχαλολιάκος έθεσε ένα επικίνδυνο δίλημμα. Περίπου προσδιόρισε ως “αντίπαλο δέος” της διαφθοράς του πολιτικού συστήματος, τον ναζισμό. “Μας είπαν ναζί, αλλά δεν μας είπαν κλέφτες. Μπορεί να χαιρετάμε ναζιστικά, αλλά δεν είμαστε κλέφτες, τα χέρια μας είναι καθαρά”, ήταν η γεμάτη γωνίες αποστροφή του, που στόχευε να κεντρίσει το ενδιαφέρον. Να στείλει ένα ξεκάθαρο μήνυμα. Να κλείσει πονηρά το μάτι στις μάζες.
Σε μια εποχή απόλυτης απαξίωσης του πολιτικού συστήματος, με την κοινωνία να δηλώνει αποστροφή και απέχθεια, και τις υποθέσεις διαφθοράς να… χορεύουν γύρω μας, είναι εξαιρετικά εύκολο να ακουστεί το ο, τιδήποτε ως αντίβαρο. Όχι όμως και να λειτουργήσει ως δικαιολογία για ναζιστικούς χαιρετισμούς. Αυτό, πάει πολύ.
Ένα προχωρημένο σύμπτωμα παθογένειας που συνοδεύει την εθνική διαδρομή μετά την προσφυγή της Ελλάδας στο Μνημόνιο, και τη σταδιακή απαξίωση του πολιτικού κόσμου, είναι φυσικά η ενίσχυση των δυνάμεων και της απήχησης της Χρυσής Αυγής. Η Οργάνωση του Νίκου Μιχαλολιάκου πέτυχε στις εκλογές του Ιουνίου να αναδειχτεί τρίτη δύναμη σε πολλές περιοχές της χώρας. Οι δε κυλιόμενες δημοσκοπήσεις την εμφανίζουν σήμερα να εδραιώνεται πίσω από τη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή μπροστά από το ΠΑΣΟΚ.
Για την εκτόξευση της Χρυσής Αυγής, μπορεί κανείς να διαγνώσει και να απαριθμήσει πληθυντικούς λόγους και αιτίες. Μεταξύ των οποίων την αυτοκαταστροφική στρατηγική των υπόλοιπων πολιτικών δυνάμεων, που δίνουν χώρο στη ρητορική της Χρυσής Αυγής, η οποία εσχάτως εκλαϊκεύεται και επικαιροποιείται, στη βάση “πραγματικών αναγκών” της κοινωνίας. Γι’ αυτό και ακούγεται περισσότερο εύκολα και ευχάριστα, άκριτα και χωρίς τη δέουσα αξιολόγηση της βαρύτητας που συνεπέγεται το θεώρημα ότι “το μέσο είναι το μήνυμα”. Δηλαδή, ότι σημασία έχει ποιος είναι αυτός που λέει κάτι, και δευτερευόντως το τι είναι αυτό που λέει.
Χθες, μιλώντας σε εκδήλωση της νεολαίας της Χρυσής Αυγής, ο Νίκος Μιχαλολιάκος έθεσε ένα επικίνδυνο δίλημμα. Περίπου προσδιόρισε ως “αντίπαλο δέος” της διαφθοράς του πολιτικού συστήματος, τον ναζισμό. “Μας είπαν ναζί, αλλά δεν μας είπαν κλέφτες. Μπορεί να χαιρετάμε ναζιστικά, αλλά δεν είμαστε κλέφτες, τα χέρια μας είναι καθαρά”, ήταν η γεμάτη γωνίες αποστροφή του, που στόχευε να κεντρίσει το ενδιαφέρον. Να στείλει ένα ξεκάθαρο μήνυμα. Να κλείσει πονηρά το μάτι στις μάζες.
Σε μια εποχή απόλυτης απαξίωσης του πολιτικού συστήματος, με την κοινωνία να δηλώνει αποστροφή και απέχθεια, και τις υποθέσεις διαφθοράς να… χορεύουν γύρω μας, είναι εξαιρετικά εύκολο να ακουστεί το ο, τιδήποτε ως αντίβαρο. Όχι όμως και να λειτουργήσει ως δικαιολογία για ναζιστικούς χαιρετισμούς. Αυτό, πάει πολύ.