Το 1999 ήταν μια περίεργη χρονιά για τον μπασκετικό Ολυμπιακό του Ντούσαν Ίβκοβιτς. Χωρίς δυο untouchable μεγέθη, όπως ήταν ο Ντίνο Ράτζα και ο Ντέγιαν Μποντίρογκα για τον Παναθηναϊκό του Λευτέρη Σούμποτιτς, ο «σοφός» είχε καταφέρει να φτιάξει και πάλι μια ομάδα… οδοστρωτήρα.
Σαν και εκείνη που το 1997 σάρωσε τα πάντα στο πέρασμά της, πετυχαίνοντας ένα ανεπανάληπτο triple crown. Και, μεταξύ άλλων, αποδεικνύοντας στο final four της Ρώμης ότι ένας προπονητής, εφόσον είναι τόσο μεγάλος, μπορεί να προετοιμάσει μέσα σε 48ώρες την ομάδα του κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να μετατρέψει «παιδάκια» σε «άνδρες».
Σαν και εκείνη που το 1998, πληγωμένη από τραυματισμούς, ατυχίες και διαιτητικές βαρβαρότητες, έπεσε στο καναβάτσο στον ημιτελικό του πρωταθλήματος από το τρίποντο-μαχαιριά του Πρέντραγκ Στογιάκοβιτς. Με αποτέλεσμα, να αφήσει τον «αιώνιο αντίπαλο» να παίξει μόνος του για τον τίτλο, απέναντι σε έναν ΠΑΟΚ που, πολύ απλά, δεν μπορούσε.
Το 1999, ο Ολυμπιακός έφτασε και πάλι στο final four. Για να ηττηθεί απρόσμενα και οδυνηρά στον ημιτελικό, από το φαινόμενο της εποχής, τη Ζαλγκίρις Κάουνας. Μια ήττα που δεν ξεπέρασε ποτέ. Και τον οδήγησε σε ψυχολογικό εξαναγκασμό, ο οποίος κατέληξε στην εντός έδρας ήττα στο ΣΕΦ από τον Παναθηναϊκό. Σε εκείνον τον αξέχαστο πέμπτο τελικό. Όπου όλοι, και κυρίως εκείνοι που κρατούσαν… σφυρίχτρες και φορούσαν γκρι, συνωμότησαν ώστε τον τίτλο να τον πάρει ο Παναθηναϊκός.
Μετά από την απώλεια των σκήπτρων, ο Ολυμπιακός προχώρησε σε μια επιλογή που έμελλε να αποδειχτεί μοιραία. Κάτω από την αφόρητη πίεση του κόσμου των «ερυθρολεύκων» αλλά και του φιλικά προσκείμενου Τύπου, ο Σωκράτης Κόκκαλης αποφάσισε να μην ανανεώσει τη συνεργασία του με τον Ντούσαν Ίβκοβιτς. Αλλά να τον αντικαταστήσει με τον Γιάννη Ιωαννίδη. Λάθος, και μάλιστα διπλό. Που, όπως αποδείχτηκε, επρόκειτο να καθορίσει το μέλλον του ελληνικού, εν πολλοίς και του ευρωπαϊκού μπάσκετ, για μια ολόκληρη δεκαετία.
Ήταν τα χρόνια όπου ο Παναθηναϊκός εγκαθίδρυσε την αυτοκρατορία του, εντός και εκτός συνόρων. Ο Ολυμπιακός του Ιωαννίδη και όσων ακολούθησαν, δεν μπορούσε να τον σταματήσει. Μονάχα από τις ομάδες του Ίβκοβιτς, όποιες κι αν ήταν αυτές κάθε φορά, συναντούσε εμπόδια ο «πολύς» Ζέλικο Ομπράντοβιτς. Και κάπως έτσι, ο «Ζοτς» έχτισε τον δικό του, προσωπικό μύθο. Που εν πολλοίς υπερβαίνει εκείνον των «πρασίνων».
Ανεξαρτήτως του αν ο Ολυμπιακός θα επιστρέψει από την Πόλη με το τρόπαιο, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο, η χθεσινή θρυλική επικράτηση επί της Μπαρτσελόνα, αποκατέστησε την τάξη. Και έδωσε στον Ντούσαν Ίβκοβιτς τη θέση που του αρμόζει στην Ιστορία. Πάνω από τον Ομπράντοβιτς.
Γιατί ο προπονητής του Παναθηναϊκού, δεν θα μπορούσε ποτέ, όπως και δεν το έκανε άλλωστε, να πετύχει αυτό που κατάφερε ο κουμπάρος και επιστήθιος φίλος του. Να φτιάξει, με μηδαμινό μπάτζετ, μια ομάδα από… νιάνιαρα, που εξελίχτηκε σε αθόρυβο εκτελεστή. Απέναντι στη Μπαρτσελόνα, ο Ολυμπιακός δεν έχασε σε κανένα σημείο του αγώνα την αυτοκυριαρχία του. Διαπίστωση μη αναμενόμενη, για ένα σύνολο ποιοτικά κατώτερο και ηλικιακά ανώριμο, σε σχέση με τους «μπλαουγκράνα». Ήταν θέμα Ίβκοβιτς.
Κάπως έτσι, η νίκη-θρίαμβος ήρθε με πειστικό και εμφαντικό τρόπο. Όπως δεν θα είχε γίνει ποτέ, αν στη θέση του βρισκόταν ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς. Ο οποίος δεν κατάφερε να γίνει «δάσκαλος». Παρέμεινε «μαθητής». Έστω και ο καλύτερος. Έστω και ο μόνος που, πολλές φορές ξεπέρασε στιγμιαία τον δάσκαλό του.
Θυμηθείτε μονάχα πόσες φορές μια ομάδα του Ομπράντοβιτς κέρδισε έναν τελικό, όχι επειδή το άξιζε, αλλά χάρη στο τελευταίο σουτ. Που μπήκε, όπως με την Παρτιζάν και τον Τζόρτζεβιτς, ή που δεν μπήκε, όπως με τον Ολυμπιακό του Ιωαννίδη στο Τελ Αβίβ.
Η τύχη φυσικά βοηθά τους τολμηρούς. Και τους ικανούς. Στο τέλος ωστόσο, τα… βιβλία τα υπογράφουν οι «σοφοί». Σε ευχαριστούμε Ντούντα. Και μια μεγάλη συγγνώμη. Που τότε, το 1999, σε αφήσαμε να φύγεις. Χωρίς να δώσουμε μέχρι τέλους τη μάχη που άξιζες. Συγγνώμη…