Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011

Γιατί δεν είναι εφικτή η συναίνεση

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΠΡΑΤΣΟΣ
Η παγκόσμια οικονομική κρίση έχει φέρει στην επιφάνεια τα εσωτερικά προβλήματα της Ευρωζώνης κι έχει οδηγήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση σε κομβικό σημείο: ή προχωράει η Ένωση ή προοδευτικά αποσυντίθεται. Η Ευρώπη χρειάζεται χρόνο για να λύσει το «ελληνικό πρόβλημα» ώστε να προετοιμασθούν η Ιρλανδία, η Πορτογαλία κι η Ισπανία για να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της ελληνικής αναδιάρθρωσης.
Τις τελευταίες εβδομάδες, η κυριαρχούσα αντίθεση στην Ευρώπη για το ελληνικό πρόβλημα είναι αυτή μεταξύ της ΕΚΤ και της Γερμανίας. Το κεντρικό στοιχείο της αντίθεσης είναι η αποδοχή εκ μέρους των κατεχόντων ελληνικών ομολόγών επιμήκυνσης, δηλαδή να δεχθούν τώρα ή αργότερα στη λήξη τους ομόλογα επιμήκυνσης με μετατεθημένη χρονικά ημερομηνία ωρίμανσης.
Μέσα από τις ευρωπαϊκές αντιθέσεις αρχίζει προοδευτικά να διαμορφώνεται ένα μεσοπρόθεσμο πλαίσιο για την προστασία της Ευρωζώνης μέσω μιας προστατευμένης και διατεταγμένης αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους. Για να μπορέσει να λειτουργήσει η προστασία που θα προσφέρει το υπό διαμόρφωση πλαίσιο, οι Ευρωπαίοι ηγέτες πιστεύουν ότι πρέπει να υπάρχει πολιτική συναίνεση στην Ελλάδα σχετικά με το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες πιέζουν διότι πιστεύουν ότι η πολιτική συναίνεση θα επιφέρει μεγαλύτερο βαθμό κοινωνικής συναίνεσης και αύξηση αξιοπιστίας στις αγορές. Γι’ αυτό πιέζουν έντονα τον Κο Α. Σαμαρά.
Σε αυτό το σημείο και με τη μορφή παρένθεσης θέλουμε να υπογραμμίσουμε ότι η «ελληνική συμπεριφορά», η συμπεριφορά του μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας και του πολιτικού κόσμου είναι συνάρτηση του βαθμού ομοιογένειας και συνοχής της Ε.Ε. Η σχέση είναι αμφίδρομη. Ή αναφερόμαστε σε Ευρωπαϊκή Ένωση με προοπτική συνεχούς και προοδευτικής εμβάθυνσης στην οποία υπάρχει οικονομική ιεραρχημένη (αλληλο)εξάρτηση αλλά και αλληλεγγύη ώστε να λειτουργεί αποτελεσματικά ο χώρος ή αναφερόμαστε σε μια Ευρώπη συνασπισμού εθνών όπου η αλληλεγγύη ονομάζεται βοήθεια και είναι αποτέλεσμα της ιεραρχημένης οικονομικής (αλληλο)εξάρτησης. Είναι προφανές ότι το πνεύμα διαπραγμάτευσης είναι διαφορετικό στην καθεμιά από τις δύο περιπτώσεις.
Είναι αυτονόητο ότι ένας μεγαλύτερος βαθμός σύγκλισης μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών για το σχέδιο μιας ολοκληρωμένης Ευρώπης με θεσμούς και μηχανισμούς στήριξης και πρόωθησης του οικοδομήματος θα είχε ως αποτέλεσμα έναν σαφώς μεγαλύτερο βαθμό συναίνεσης στον πολιτικό κόσμο και στην ελληνική κοινωνία διότι θα παρείχε καλύτερη δυνατότητα προσαρμογής και μηχανισμούς για την υποβοήθηση της ανάπτυξης. Οι παραπάνω παρατηρήσεις βέβαια, δεν μειώνουν την υποχρέωση της Ελλάδας για σοβαρή προσπάθεια δημοσιονομικής προσαρμογής και βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας.
Απ’ ότι φαίνεται δεν είναι δυνατόν να δοθεί ουσιαστική συναίνεση εκ μέρους της ΝΔ σε αυτό το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα. Μόνο υπερψήφιση συγκεκριμένων νομοσχεδίων τα οποία θα αφορούν συγκεκριμένα μέτρα. Εάν λοιπόν ο Κος Πρωθυπουργός θέλει να προβάλει την αξιοπιστία της χώρας στο εξωτερικό αντί της προβολής του προσωπικού του και κομματικού του εγώ στο εσωτερικό, ξέρει πολύ καλά ποιο δρόμο πρέπει να ακολουθήσει.
Γιατί όμως δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ουσιαστική συναίνεση; Διότι η φιλοσοφία, οι επιλογές της οικονομικής πολιτικής της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ βρίσκονται σε διαφορετική κατεύθυνση. Διότι οι ιεραρχήσεις στις επιλογές της οικονομικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ είναι αντιαναπτυξιακές. Φορολογία πάνω στη φορολογία, αναποτελεσματικότητα, κυνήγι μαγισσών και λαϊκισμός. Ο Πρωθυπουργός, απευθυνόμενος στο εσωτερικό ακροατήριο, έχει κατ’ επανάληψη αναφέρει ότι στόχος της κυβέρνησής του είναι η δικαιότερη κατανομή θυσιών. Είναι εγκλωβισμένος σε αυτό το στόχο του και χτίζει την πολιτική του γύρω από τις απαιτούμενες θυσίες, και όχι γύρω από την προοπτική της ανάπτυξης. Η πολιτική του διώκει την ιδιωτική οικονομία (καταθέτες, επενδυτές, καταναλωτές, μικρομεσαίους) και «σκοτώνει» τη δυναμικότητα της οικονομίας μέσω της υπερφορολόγησης. Το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα με αναλογία 52%-48% μείωση δαπανών-αύξηση φόρων βάζει θηλιά στο λαιμό της ελληνικής οικονομίας. Η «κατά γράμμα» υλοποίηση του , κυρίως από την πλευρά των εσόδων θα σημαίνει και αφαίρεση του υποστηρίγματος κάτω από τα πόδια του κρεμασμένου.
Για να είναι δυνατή η αποτελεσματικότερη κατανομή των θυσιών θα πρέπει η χώρα να βγεί το ταχύτερο από τη βαθιά ύφεση και να προσπαθήσει να πετύχει υψηλά ποσοστά ανάπτυξης. Θα πρέπει να υπάρξει πίτα για να μπορέσει να την μοιράσει. Αλλιώς κατανέμεις με πιο «δίκαιο τρόπο» τη φτώχεια , με συνέπεια η ψαλίδα της οικονομικής ανισότητας να διευρυνθεί. Ένα 15%-20% του πληθυσμού θα παραμείνει οικονομικά εύρωστο και το υπόλοιπο μέρος θα μοιράζεται με πιο δίκαιο τρόπο τη μιζέρια. Η πολιτική αυτή , δεν αντέχεται ούτε οικονομικά ούτε κοινωνικά.
Η πολιτική της κυβέρνησης του Κου Γ. Παπανδρέου έχει οδηγήσει στην απώλεια της εμπιστοσύνης των πολιτών αλλά και των κατόχων κεφαλαίων. Η συνεχής μείωση των καταθέσεων κι η διαρροή κεφαλαίων στο εξωτερικό είναι η πιο σαφής αλλά και ουσιαστική μέτρηση της έλλειψης εμπιστοσύνης. Η ανάπτυξη πρώτα απ’ όλα χρειάζεται κεφάλαια και επενδυτές, και αυτά για να προσελκυθούν χρειάζονται απλά μέτρα προσέλκυσης κι όχι μέτρα δίωξης. Κι αυτό το οποίο παρατηρούμε είναι ότι τα χρήματα «φεύγουν» κι ότι οι προοπτικές ανάπτυξης απομακρύνονται. Η διαφυγή των κεφαλαίων δεν οφείλεται στο μειωμένο πατριωτισμό αλλά στον αυξημένο λαϊκισμό και στην απροσάρμοστη πολιτική.
Οι διαφορές φιλοσοφίας και προσέγγισης της οικονομικής πολιτικής ΝΔ και ΠΑΣΟΚ μπορούν να αποτυπωθούν σε πολλά επίπεδα. Τα κυριότερα όμως είναι τα εξής:
•Η μονοδιάστατη εισπρακτική λογική της φορολογικής πολιτικής της κυβέρνησης.
•Η σχέση επίπεδο φορολογίας-επίπεδο παροχής των Δημόσιων υπηρεσιών.
•Η εμπιστοσύνη στη δυναμικότητα της επιχειρηματικότητας και των δυνατοτήτων της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
•Ο ρόλος του επαναπατρισμού των κεφαλαίων.
•Η θέση του ελληνικού κεφαλαίου και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων για την ανάπτυξη.
•Η προσέγγιση του εφοπλιστικού κόσμου ο οποίος κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες θα μπορούσε να φανεί χρήσιμος για την έξοδο από την κρίση και τη μείωση του χρέους.
•Ο αναπτυξιακός χαρακτήρας των ιδιωτικοποιήσεων.
Εάν βέβαια , η αποδεδειγμένα αποτυχημένη οικονομική πολιτική της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ ωθήσει την επόμενη κυβέρνηση η οποία απομακρυνόμενη από λανθασμένες ιδεοληψίες του παρελθόντος, αποφασίσει με πραγματιστικό τρόπο να δείξει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της ιδιωτικής πρωτοβουλίας ενσωματώνοντας το ουσιαστικό μέρος των προτάσεων της ΝΔ, τότε εκ των πραγμάτων είναι δυνατόν να επιτευχθεί υψηλός βαθμός συναίνεσης.
Σε δύο όμως τομείς, είναι άμεσα δυνατή κάποια μορφή συναίνεσης με δεδομένο ότι τα δύο κόμματα εξουσίας συμφωνούν στο στόχο μείωσης του ελλείμματος και σε αυτόν της μείωσης του χρέους: μείωση του κράτους και ιδιωτικοποιήσεις.
Το μέγεθος της μείωσης του Κράτους και του Δημοσίου τομέα είναι στόχος ο οποίος είναι δυνατόν να προσδιορισθεί ποσοτικά. Οι συγχωνεύσεις ή καταργήσεις οργανισμών και υπηρεσιών, η μείωση του λειτουργικού κόστους, ο προσδιορισμός του απαραίτητου προσωπικού για την εύρυθμη λειτουργία του είναι στόχοι σχετικά εύκολα προσδιορίσιμοι. Με ορίζοντα το 2020 είναι δυνατόν να εκπονηθεί καινούριο οργανόγραμμα για το Δημόσιο Τομέα, να προσδιορισθεί ο απαιτούμενος αριθμός δημοσίων υπαλλήλων, το κόστος της μισθοδοσίας και η κατανομή του προσωπικού ανά Υπουργείο και Υπηρεσία. Η μείωση του κράτους είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη μείωση των ελλειμμάτων από την πλευρά των δαπανών και είναι το μέρος του μεσοπρόθεσμου προγράμματος το οποίο θα πρέπει να υλοποιηθεί ώστε να επιτευχθεί ο στόχος των πρωτογενών πλεονασμάτων .
Ο όρος ιδιωτικοποίηση περιέχει το ποιοτικό στοιχείο του δυναμισμού της ανάπτυξης και συνεπώς είναι προτιμότερος από τον όρο αποκρατικοποίηση, όρος ο οποίος υποδηλώνει απλώς απεμπλοκή του κράτους αλλά με εισπρακτική πρόθεση. Οι ιδιωτικοποιήσεις δεν μπορεί να θεωρηθούν μόνο μέσο μείωσης του χρέους αλλά το πρώτο βήμα στο δρόμο για την επανασύνδεση της Ελλάδας με την αξιοπιστία και το βασικό κανάλι ροής (ξένων) κεφαλαίων προς την Ελλάδα.
Οι ιδιωτικοποιήσεις θα πρέπει να θεωρηθούν ως ο μοχλός ανάπτυξης, αναβάθμισης των υπηρεσιών , ορθολογικότερης αξιοποίησης των οικονομικών πόρων και αποτελεσματικότερης λειτουργίας της οικονομίας.
Ο Κος Α. Σαμαράς έχει δίκιο στο να μη συναινεί σε μια οικονομική πολιτική «κουρελού», χωρίς κατεύθυνση, με αντιφατικά μέτρα και με αντιαναπτυξιακή φιλοσοφία. Η μη συναίνεση δεν αποτελεί φυγή από τις ευθύνες. Είναι στάση προσδιορισμένη από τις εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες και υπενθυμίζει τη δυνατότητα αλλά και την ανάγκη συνεχούς (ανα)διαπραγμάτευσης του μεσοπρόθεσμου προγράμματος.
Ο Κος Γ. Παπανδρέου δεν καταφέρνει να μετατρέψει την κρίση σε ευκαιρίες. Οι ευκαιρίες για τους Έλληνες είναι μικρές σε σχέση με τις ευκαιρίες για τους ξένους. Παραποιώντας την πραγματικότητα, υπέσκαψε τις πραγματικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας, την εξέθεσε δυσανάλογα σε κινδύνους συνεχίζοντας τη λαϊκίστικη πολιτική της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Εμφανίστηκε ως ο πατριώτης ο οποίος αναλαμβάνει τις ευθύνες του. Ας τις αναλάβει λοιπόν με έργα, κι ας φανεί περισσότερο πατριώτης από κομματικός υπηρέτης. Διότι εάν θέλει να φανεί πραγματικά πατριώτης, θα πρέπει υποχρεωτικά να θυσιάσει ένα κομμάτι του κόμματος για το καλό της πατρίδας και για τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Τουλάχιστον οι μεγάλοι κίνδυνοι στους οποίους εξέθεσε τη χώρα, να αποφέρουν ένα μικρό αλλά ουσιαστικό όφελος. Και ότι συνεισέφερε με τις αποφάσεις του στην απεμπλοκή της χώρας από τον κρατικισμό και τον κομματισμό τους οποίους διόγκωσε με έντονο τρόπο το κόμμα στο οποίο προεδρεύει.