ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΦΑΣΟΥΛΑΚΗ
Οι ελπίδες για την εξεύρεση της αλήθειας στην υπόθεση των «μαύρων ταμείων» της Siemens, αλλά και για τη ροή «μαύρου χρήματος» σε πολιτικά χέρια μεταφέρονται τώρα πλέον στην πιθανή σύσταση μίας Προανακριτικής Επιτροπής και στις έρευνες της Δικαιοσύνης.
Μετά από 10 μήνες συνεδριάσεων τα μέλη της Εξεταστικής Επιτροπής δεν έφτασαν στο επιθυμητό αποτέλεσμα για πολλούς και διάφορους λόγους. Αυτή η αρνητική κατάληξη, σε συνδυασμό με τις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί στην κοινή γνώμη για ονόματα και αποκαλύψεις, έδωσε μία εικόνα ανικανότητας της επιτροπής της Βουλής, ενώ οι δηλώσεις έντονης δυσαρέσκειας των προτεινόμενων για περαιτέρω έρευνα υπουργών από την πλειοψηφία «βάρυνε» περισσότερο την υπόθεση.
Ας δούμε όμως τι έκανε και τι δεν έκανε η Εξεταστική Επιτροπή από τον περασμένο Φεβρουάριο, προκειμένου να ξετυλίξει το επί χρόνια καλά πλεγμένο κουβάρι των «μαύρων πληρωμών» του γερμανικού κολοσσού. Η διερεύνηση του σκανδάλου της Siemens ξεκίνησε από το δεδομένο ότι το 2% του τζίρου της Siemens Ελλάδος δινόταν στα δύο μεγάλα κόμματα, προκειμένου η γερμανική εταιρία να χαίρει «καλής» μεταχείρισης από τα κόμματα εξουσίας. Αυτή ήταν η θέση των Γερμανών κατηγορουμένων, αυτή ήταν η απόφαση και του Ειρηνοδικείου του Μονάχου, το οποίο υιοθέτησε τις απόψεις των Γερμανών.
Η Εξεταστική Επιτροπή, όμως, δεν πήρε τη γενναία απόφαση να ανοίξει τους λογαριασμούς των ταμείων του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας και να ζητήσει έρευνα σε βάθος για τα χρήματα που έμπαιναν σε αυτά. Αντ' αυτού κάλεσε τον Κ. Γείτονα και τον Κ. Σημαιοφορίδη για καταθέσεις, κατά τη διάρκεια των οποίων οι δύο άνδρες αμφισβήτησαν τα λεγόμενα των Γερμανών και εκεί έκλεισε ο κύκλος του κεφαλαίου με τίτλο «κομματικά ταμεία».
Γερμανική... αμνησία
Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να αναφερθεί ότι τα μέλη της επιτροπής δεν βρήκαν καμία ανταπόκριση από τη Γερμανία, η οποία έχοντας κλείσει την υπόθεση των «μαύρων ταμείων» και επιθυμώντας να μην την ανοίξει ποτέ πια, αφού είχε πληρώσει ένα γενναίο πρόστιμο στην αμερικανική επιτροπή κεφαλαιαγοράς, σφράγισε το στόμα των μαρτύρων, οι οποίοι κρυπτόμενοι είτε πίσω από την... αμνησία (Ρ. Σίκατσεκ) είτε πίσω από το γεγονός ότι είναι κατηγορούμενοι (Μ. Χριστοφοράκος) δε μίλησαν. Την ίδια στάση κράτησε και η Siemens Ελλάδος, η οποία μέσω του νυν προέδρου της διεμήνυε σε όλους τους τόνους ότι όσο και εάν έψαξε δεν κατάφερε να εντοπίσει άλλα στοιχεία ώστε να βοηθήσει το έργο της επιτροπής.
Ενα ακόμη πρόβλημα που παρατηρήθηκε -και ίσως αποτέλεσε την αιτία για να μην φτάσει η επιτροπή στην αλήθεια- ήταν ότι τα μέλη της άνοιξαν πολύ τη... βεντάλια των ερευνών. Από τον ΟΤΕ, τον ΟΣΕ και το C4I, μέχρι την υγεία, τα εξοπλιστικά προγράμματα και τις ευθύνες που τυχόν είχαν οι δικαστικοί λειτουργοί που ερεύνησαν την υπόθεση μέχρι σήμερα.
Και όλο αυτό το άπλωμα έγινε, ενώ ήταν ανεπαρκής ο μηχανισμός για να στηρίξει όλη αυτή την προσπάθεια. Οι βουλευτές είχαν και άλλες υποχρεώσεις, η Δικαιοσύνη κινούνταν με αργούς ρυθμούς, και οι υπόλοιπες Αρχές που θα μπορούσαν να στηρίξουν αυτήν τη προσπάθεια δεν είχαν τα μέσα να το κάνουν. Η ροή του χρήματος έφτασε μέχρι ένα σημείο, και συγκεκριμένα έως τις εταιρίες - «μαϊμού» που είχαν συσταθεί για να εξυπηρετήσουν στην εξαφάνιση των «μαύρων πληρωμών» και από εκείνο το σημείο τα ίχνη τους χάθηκαν. Χρήματα βρέθηκαν, όχι σε πολιτικά πρόσωπα (πλην του Τάσου Μαντέλη), παρά μόνο σε στελέχη του ΟΤΕ και σε δύο επιχειρηματίες, οι οποίοι έδωσαν τους λογαριασμούς τους για να εισρεύσουν χρήματα, τα οποία στη συνέχεια κατατέθηκαν σε λογαριασμούς φίλων του Θ. Τσουκάτου και από εκεί στα ταμεία του κόμματος, σύμφωνα με τον πρώην «στρατηγό».
Το «πόθεν έσχες»
Οσοι γνωρίζουν την υπόθεση θεωρούν πως η βούληση για πολιτικό ξεκαθάρισμα θα φαινόταν εάν η επιτροπή ελάμβανε την απόφαση να μελετήσει τα «πόθεν έσχες» όλων όσοι ενεπλάκησαν με τις υπογραφές τους στις συμβάσεις και να ερευνήσει με ψυχραιμία εάν ό,τι αποκτήθηκε μετά την υπουργική θέση δικαιολογείται από τα εισοδήματα του πολιτικού. Μία βαθιά έρευνα σε αυτόν τον τομέα, σε συνδυασμό με το «ξεψάχνισμα» των κομματικών ταμείων, θα έδιναν -ακόμη και εάν δεν υπήρχε αποτέλεσμα- την αίσθηση ότι τα δύο κόμματα εξουσίας έχουν τη διάθεση αλλά και την επιθυμία να αλλάξουν σελίδα. Αυτό δυστυχώς όμως δεν έγινε.
Γνώστες της ογκωδέστατης δικογραφίας της Siemens διατύπωναν στον «ΑτΚ» μία άλλη, εντελώς διαφορετική άποψη: ότι τα χρήματα που βρέθηκαν στους λογαριασμούς του κατηγορουμένου Π. Μαυρίδη και δεσμεύτηκαν, ύψους 41 εκατομμυρίων ευρώ, τα χρήματα του φυγόδικου Χ. Kαράβελα που ξεπερνούν σε καταθέσεις τα 100 εκατ. ευρώ, αλλά και η περιουσία που έχουν αποκτήσει τα πρώην στελέχη της Siemens, αποδεικνύουν ότι τα χρήματα που έφταναν στους λογαριασμούς τους από τη γερμανική εταιρία με σκοπό να δοθούν σε πρόσωπα και κόμματα, κατέληγαν στις δικές τους τσέπες. Μόνο ένα μικρό μέρος δινόταν στους προαναφερόμενους, ίσως και σε κάποια επιτελικά στελέχη οργανισμών για να «κλείσουν» τα στόματα και να μην προκαλούνται αντιδράσεις για τις συνεργασίες με τη Siemens.
Μπορεί κανείς να το αποκλείσει;