ΤΟΥ ΜΑΝΟΛΗ Γ. ΔΡΕΤΤΑΚΗ* «στην Αυγή»
Η πολυδιαφημισμένη «ισχυρή οικονομία», για την οποία υπερηφανεύονταν οι κυβερνήσεις των κομμάτων εξουσίας τα τελευταία 35 χρόνια, στηριζόταν, τελικά, στα πήλινα πόδια του ολοένα και διογκούμενου δανεισμού του Δημοσίου, των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Τα πόδια αυτά δεν μπόρεσαν να τη στηρίξουν, με αποτέλεσμα να μη βρίσκεται απλώς σε φαύλο κύκλο, όπως αναφέρεται στην ενδιάμεση έκθεση, κατέθεσε στη Βουλή ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, αλλά να έχει μπει σε μια περιδίνιση προς τα κάτω, η οποία είναι άγνωστο σε ποιο βάθος θα καταλήξει. Τα αποτελέσματα της πολιτικής που ακολουθήθηκε τα 35 τελευταία χρόνια από όλες τις κυβερνήσεις, καθώς και από τις επιλογές των ελληνικών νοικοκυριών και επιχειρήσεων, όπως έχει επισημανθεί από πολλούς Έλληνες και ξένους οικονομολόγους και από τον γράφοντα, συνοψίζονται από τη μια μεριά τα δημόσια ελλείμματα και το υπέρογκο δημόσιο χρέος και από την άλλη το μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών και ιδιαίτερα στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας εξαιτίας της χαμηλής ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Οι βασικές αιτίες των δημόσιων ελλειμμάτων και του διογκούμενου δημόσιου χρέους είναι από τη μια μεριά το βόλεμα των κομματικών στελεχών σε θέσεις του Δημοσίου, των δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών, σε συνδυασμό με τη σπατάλη και τη διασπάθιση του δημόσιου χρήματος, και από την άλλη η έλλειψη πολιτικής βούλησης για τον περιορισμό της παραοικονομίας και την πάταξη της φοροδιαφυγής, ιδιαίτερα των μεγάλων φοροφυγάδων. Οι αιτίες του υψηλού ελλείμματος στο ισοζύγιο πληρωμών είναι η υπερκατανάλωση, οι μη παραγωγικές και ανταγωνιστικές επενδύσεις, η συρρίκνωση της γεωργίας και της μεταποίησης καθώς και το υψηλό κόστος και η χαμηλή ποιότητα πολλών από τα παραγόμενα προϊόντα και υπηρεσίες, και ιδιαίτερα του τουρισμού, σε συνδυασμό με μια υποβαθμισμένη εκπαίδευση και μια αναποτελεσματική και κομματικοποιημένη δημόσια διοίκηση και την εκτεταμένη διαφθορά που κατατρώγει τις σάρκες της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.
Αυτή είναι σήμερα η πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας, με άμεσο πρόβλημα τη μείωση του δημόσιου ελλείμματος προκειμένου να μπορέσει να συνεχίσει η χώρα να δανείζεται για να εξυπηρετήσει το δημόσιο χρέος και να καλύψει τις ανάγκες της. Τα μέτρα που εφαρμόζονται ή θα εφαρμοστούν από τη μια μεριά μειώνουν τα εισοδήματα χωρίς καμιά κοινωνική ευαισθησία για τους μη προνομιούχους (χαμηλόμισθους, χαμηλοσυνταξιούχους, πολύτεκνες οικογένειες κ.λπ.) και από την άλλη αυξάνουν τους έμμεσους φόρους, οι οποίοι επιβαρύνουν κυρίως αυτούς. Αυξάνεται, επίσης, και η άμεση φορολογία και γίνονται ορισμένα βήματα για την πάταξη της φοροδιαφυγής, αλλά είναι πολύ αμφίβολο αν τα μέτρα αυτά θα πιάσουν και θα φορολογήσουν τα πραγματικά εισοδήματα των μεγάλων φοροφυγάδων. Το μέγα ερώτημα είναι αν στην (με ασυγχώρητα μεγάλη καθυστέρηση) εφαρμογή τους και με την υπάρχουσα δημόσια διοίκηση όλα τα μέτρα που ανακοινώθηκαν θα έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Δυστυχώς η πείρα του παρελθόντος κάθε άλλο από αισιοδοξία εμπνέει. Το πρώτο που πρέπει να επισημανθεί, και αυτό το τονίζουν οι πάντες, είναι ότι η μείωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών και η αύξηση της ανεργίας, σε συνδυασμό με την υποτονική και αμφισβητούμενη ανάκαμψη της διεθνούς οικονομίας, δεν εγγυώνται την προβλεπόμενη αύξηση των εσόδων κύρια από τους έμμεσους αλλά και τους άμεσους φόρους. Ακόμα πιο αμφίβολα είναι τα προσδοκώμενα έσοδα από πάταξη της φοροδιαφυγής, δεδομένου ότι τα μέτρα που πρόκειται να ληφθούν είτε δεν τους πιάνουν είτε θα βρουν τρόπους να τα ακυρώσουν. Για όλους τους παραπάνω λόγους, και παρά την περικοπή των δαπανών που θα εφαρμοστεί, είναι πιθανόν να μην επιτευχθεί ο στόχος της μείωσης του δημόσιου ελλείμματος κατά 4 εκατοστιαίες μονάδες. Και αν όμως επιτευχθεί (κάτι που πρέπει όλοι να το ευχόμαστε), δεν θα συμβάλει στη μείωση του δημόσιου χρέους, το οποίο το 2010 θα αυξηθεί τόσο σε δισ. ευρώ όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ. Μια αύξηση που μπορεί να είναι μεγαλύτερη από την προβλεπόμενη, αν η ύφεση είναι μεγαλύτερη και τα επιτόκια με τα οποία θα δανείζεται η χώρα μας θα εξακολουθήσουν να έχουν μεγάλη διαφορά από εκείνα με τα οποία δανείζεται η Γερμανία. Παράλληλα, όμως, υπάρχει και το θέμα της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Δυστυχώς η προοπτική της αύξησης του πληθωρισμού και της μεγάλης διαφοράς του από τον πληθωρισμό στους κυριότερους εταίρους μας, η προοπτική μεγάλης βελτίωσης του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (πέρα από εκείνη που θα προέλθει από την ύφεση στην ελληνική οικονομία) φαίνεται χλωμή. Οι όποιες διαρθρωτικές αλλαγές που σχεδιάζονται, αν εφαρμοστούν με επιτυχία, δεν θα έχουν άμεση απόδοση. Το επόμενο, και πιο κρίσιμο, ερώτημα είναι τι θα συμβεί το 2011 και το 2012. Με την ελληνική οικονομία να εξέρχεται από το 2010 παραπέρα συρρικνωμένη, με μειωμένη την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και με αδυναμία μεγάλης αύξησης των εσόδων του κράτους σε συνδυασμό και με μια ισχνή ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας (στην καλύτερη περίπτωση), η περιδίνηση προς τα κάτω της ελληνικής οικονομίας μπορεί να συνεχιστεί με αποτέλεσμα την παραπέρα μείωση του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού και την αύξηση της ανεργίας. Μπορεί, άραγε, να σταματήσει αυτή η περιδίνηση της ελληνικής οικονομίας και να μπει η χώρα σε ανοδική πορεία; Βραχυχρόνια η απάντηση είναι αρνητική. Μακροχρόνια μπορεί να είναι θετική υπό δύο βασικές προϋποθέσεις:
* Πρώτον, να υπάρξουν κυβερνήσεις με ικανά και ακέραια στελέχη που θα εφαρμόσουν ένα μακροχρόνιο πρόβλημα πολυμερούς ανάπτυξης με κοινωνική δικαιοσύνη, χωρίς παλινωδίες και χωρίς διαπλοκή με τα μεγάλα συμφέροντα, με τα οποία δεν θα διστάζουν, αν χρειάζεται, να συγκρουστούν.
* Δεύτερον, όποιοι δημόσιοι υπάλληλοι, πολίτες και επιχειρήσεις έχουν εθιστεί σε πρακτικές διαφθοράς, φοροδιαφυγής, εισφοροδιαφυγής και υπερκατανάλωσης να τις εγκαταλείψουν και να συμβάλλουν, ο καθένας ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες και τη θέση του, στην πολύχρονη προσπάθεια που θα απαιτηθεί για να ορθοποδήσει η χώρα.
* Ο Μανόλης Γ. Δρεττάκης είναι πρώην: αντιπρόεδρος της Βουλής, υπουργός και καθηγητής της ΑΣΟΕΕ