Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΡΕΟΥΣ
Η προχθεσινή πιστοποίηση από την Eurostat του πρωτογενούς πλεονάσματος που σημείωσε η Ελλάδα το 2013 ανοίγει την συζήτηση για την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους.
του Κώστα Χριστίδη
Η ύπαρξη του υφισταμένου σήμερα υπέρογκου χρέους σημαίνει όχι μόνο την αποστέρηση, επί δεκαετίες, πόρων (οι οποίοι θα μπορούσαν να κατευθυνθούν σε αναπτυξιακές προσπάθειες ή και στην χρηματοδότηση κοινωνικών υπηρεσιών) αλλά ταυτόχρονα εντείνει την αβεβαιότητα για την ελληνική οικονομία, αποθαρρύνει την πραγματοποίηση επενδύσεων και, παράλληλα, δυσχεραίνει τον δανεισμό ακόμη και των υγιών ιδιωτικών επιχειρήσεων. Ευλόγως, επομένως, η αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους τίθεται στην πρώτη σειρά προτεραιοτήτων της οικονομικής πολιτικής.
Εκείνο, όμως, που είναι λίαν δυσάρεστο είναι το γεγονός ότι, όπως συχνότατα συμβαίνει στον τόπο μας, το θέμα αυτό έχει αναχθεί σε αντικείμενο οξείας πολιτικής διαμάχης. Η αξιωματική αντιπολίτευση θεωρεί ότι, μόνη αυτή, έχει την διάθεση αλλά και την ικανότητα να διαπραγματευθεί επιτυχώς το θέμα της μείωσης (‘’κουρέματος’’) του χρέους, πράγμα που αδυνατεί να πράξει η σημερινή κυβέρνηση αποτελούσα -κατά την αντιπολίτευση- ‘’αντιπρόσωπο’’ των ξένων δανειστών. Αλλά και διάφοροι τρίτοι, καλόπιστοι ή μη, προβληματίζονται ως προς τον χρόνο επανόδου της χώρας στις διεθνείς χρηματαγορές και ως προς τον τρόπο ρύθμισης του χρέους.
Σχετικώς θα ήθελα να καταθέσω ορισμένες σκέψεις. Κατ’ αρχάς, υπάρχουν περιπτώσεις όπου κάποιος δεν χρειάζεται να επιλύσει, αρκεί να μπορεί να διαχειρισθεί ένα πρόβλημα. Η Ιαπωνία π.χ. έχει δημόσιο χρέος της τάξεως του 235% επί του ΑΕΠ, δεν αντιμετωπίζει ωστόσο πρόβλημα ανα-χρηματοδότησής του καθόσον οι διεθνείς αγορές εκτιμούν ότι η παραγωγική βάση και όλη η δομή της ιαπωνικής οικονομίας επιτρέπουν την διαχείρισή του.
Ένα δεύτερο στοιχείο που δεν πρέπει να παραβλέπεται είναι το γεγονός ότι οι πολιτικές και οι οικονομικές εξελίξεις είναι αλληλένδετες. Παραδοσιακά, η οικονομική επιστήμη δεν αποδίδει την δέουσα σημασία σε βασικά πολιτικά προβλήματα, τα οποία υπολαμβάνει ως λυμένα ή θεωρεί ως ‘’εξωγενείς’’ παράγοντες. Ο Άμπα Λέρνερ είχε επισημάνει ότι ‘’η οικονομική επιστήμη κέρδισε τον τίτλο της Βασίλισσας των Κοινωνικών Επιστημών επιλέγοντας ως αντικείμενό της επιλυμένα πολιτικά προβλήματα’’. Όμως για να εφαρμοσθούν τα όποια σωστά οικονομικά μέτρα πρέπει προηγουμένως να ψηφισθούν σύμφωνα με τις υπάρχουσες πολιτικές διαδικασίες. Οι πολιτικοί είναι αυτοί που κρίνουν, ορθά ή εσφαλμένα, τί είναι σήμερα πολιτικά εφικτό ενώ είναι έργο των οικονομολόγων και εν γένει των πολιτικών διανοητών ‘’να καταστήσουν εφικτό το επιθυμητό και σήμερα φαινομενικά ανέφικτο’’ (κατά την θαυμάσια έκφραση του Χάγιεκ).
Η πρόσφατη έξοδος της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές έχει τεράστιο θετικό πολιτικό αντίκτυπο ενώ βασίμως προσδοκάται ότι θα οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση των επιτοκίων δανεισμού δημόσιων και ιδιωτικών φορέων. Παραμένει, βεβαίως, η ανάγκη ελάφρυνσης του χρέους και ενίσχυσης περαιτέρω της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Προς την κατεύθυνση αυτή, ο καθηγητής οικονομικών Γιώργος Μπήτρος και ο υποφαινόμενος διατυπώσαμε δημοσίως (Καθημερινή, 01.03.14) την εξής πρόταση: πέραν της ουσιώδους μείωσης του επιτοκίου με ταυτόχρονη επέκταση της μέσης διάρκειας του χρέους, να διεκδικήσουμε μία περίοδο χάριτος αρχικά ορισμένης διάρκειας, π.χ. εξαετούς, με βήματα μετακύλισης εξαρτωμένης από την πρόοδο της χώρας μας στην υλοποίηση συμφωνημένων διαρθρωτικών αλλαγών, που θα επιβεβαιώνεται επί τη βάσει συγκεκριμένων δεικτών, σύμφωνα με τα κριτήρια διεθνών οργανισμών. Εάν π.χ. στο τέλος της πρώτης διετίας επιβεβαιωθεί η πρόοδος στις αναμενόμενες διαρθρωτικές αλλαγές, η περίοδος χάριτος να επεκταθεί για δύο επιπλέον χρόνια και η ρύθμιση αυτή να επαναλαμβάνεται ανά διετία, η δε περίοδος χάριτος να λήγει οριστικά όταν η εξυπηρέτηση του υπάρχοντος χρέους ως ποσοστού επί του ΑΕΠ μειωθεί π.χ. στο ένα τέταρτο του πραγματοποιούμενου ρυθμού ανάπτυξης.
Είναι σημαντικό η οποιαδήποτε ελάφρυνση του χρέους να συνδυάζεται με μία υγιή, διατηρήσιμη ανάπτυξη. Η ανάπτυξη αυτή θα οδηγεί αυτομάτως σε περαιτέρω μείωση του χρέους ως ποσοστού επί του ΑΕΠ και, βεβαίως, σε βελτίωση του γενικού επιπέδου ευημερίας. Αντιθέτως, η αντίληψη ότι αρκεί ένα γενναίο ‘’κούρεμα’’ του χρέους χωρίς διαρθρωτικές αλλαγές και χωρίς συνεχείς, επίπονες προσπάθειες αύξησης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας είναι μία μόνιμη ουτοπία (ορθότερα, ‘’δυστοπία’’) της Αριστεράς –και όσων κατ’ ουσίαν ταυτίζονται με αυτήν. Ανάλογης αξίας είναι και η αντίληψη ότι το πρόβλημα θα λυθεί με εξόφληση των προς ημάς υποχρεώσεων υπαρκτών ή ανύπαρκτων οφειλετών μας ή με περαιτέρω αύξηση των φορολογικών συντελεστών (πόση αύξηση και από ποιό ύψος και επάνω;) ή, αορίστως, ‘’με αναδιανομή του πλούτου’’.
Σύμφωνα με τον κανονισμό υπ’ αρ. 472/21.05.13 της Ε.Ε., η Ελλάδα, όπως και κάθε άλλο κράτος-μέλος, ‘’θα παραμένει υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα εφόσον δεν έχει εξοφληθεί τουλάχιστον το 75% της χρηματοδοτικής συνδρομής που έχει ληφθεί από ένα ή περισσότερα κράτη-μέλη ή από τους μηχανισμούς δανειοδότησης της Ε.Ε.’’ Συνεπώς, είναι αυτονόητον ότι θα πρέπει να επιταχυνθούν όχι μόνον η ελάφρυνση του χρέους αλλά και οι αναγκαίες για την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας διαρθρωτικές αλλαγές. Δεν υπάρχει άλλη οδός προς την ευημερία.