Η 40ετής ιστορική διαδρομή του δεν είναι μεγάλη, αν αναλογιστεί κανείς ότι σε δύο χρόνια το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης συμπληρώνει 90 χρόνια ζωής.
Ωστόσο το επιστημονικό αποτύπωμα του τμήματος Γεωλογίας του ΑΠΘ είναι ευκρινές, η ανάπτυξή του ραγδαία, η δράση του πολυσχιδής και η αναγνώριση και καταξίωσή του υπερέβησαν τα εθνικά όρια. Άλλωστε αρκετά από τα κύτταρα τα οποία συνενώθηκαν το 1973, προκειμένου να συγκροτήσουν το τμήμα Γεωλογίας, υπήρχαν στο σώμα του ΑΠΘ σχεδόν από ιδρύσεώς του. Η ιστορική διαδρομή του τμήματος παρουσιάζεται συνοπτικά στην έκθεση φωτογραφίας με τίτλο «40 χρόνια Τμήμα Γεωλογίας», η οποία φιλοξενείται έως το τέλος Ιανουαρίου στους χώρους του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης. Τα εγκαίνια της έκθεσης έγιναν την περασμένη Τετάρτη. Στη διάρκειά τους ο πρόεδρος του τμήματος, καθηγητής Γρηγόρης Τσόκας, παρουσίασε την ιστορική εξέλιξη του Γεωλογικού από το 1973, όταν απέκτησε την αυτοτέλειά του, ώς και σήμερα. Ο κ. Τσόκας αναφέρθηκε στην εξελικτική πορεία του τμήματος, στο σύνολο των επιστημονικών δραστηριοτήτων του, σε στοιχεία για το επιστημονικό και ερευνητικό έργο του, στη σημαντική συνεισφορά του στην αρχαιολογική έρευνα και στα αποτελέσματα της διεθνούς αξιολόγησης του τμήματος.
Από το 1928
Πρώτο κύτταρο του τμήματος Γεωλογίας θεωρείται το εργαστήριο Γεωλογίας, Πετρολογίας και Ορυκτολογίας, το οποίο ιδρύθηκε το 1929 και το 1938 μετονομάστηκε σε εργαστήριο Γεωλογίας και Παλαιοντολογίας. Το τμήμα της Γεωλογίας, «της επιστήμης η οποία μελετά τη λογική της γης», περιλαμβάνει σήμερα πέντε τομείς:
• Ο τομέας Γεωλογίας. Έχει στους κόλπους του το εργαστήρι Γεωλογίας και Παλαιοντολογίας, ιδρυθέν το 1929, το εργαστήρι Τεχνικής Γεωλογίας και Υδρογεωλογίας, το οποίο ιδρύθηκε σχετικά πρόσφατα, το 1990, και το Μουσείο Παλαιοντολογίας, που λειτουργεί από το 1940, αλλά επισήμως ιδρύθηκε κι αυτό το 1990. Στο μουσείο φιλοξενούνται σήμερα επτά ολότυποι γενών θηλαστικών, 27 ειδών θηλαστικών και έξι υποειδών θηλαστικών.
• Ο τομέας Ορυκτολογίας, Πετρολογίας, Κοιτασματολογίας. Περιλαμβάνει το εργαστήρι Ορυκτολογίας και Πετρολογίας, που χρονολογείται από το 1929, το εργαστήρι Γεωχημείας, το οποίο λειτουργεί υπό αυτό το όνομα από το 1994, αλλά προϋπήρχε από το 1976 ως εργαστήρι Συστηματικής Ορυκτολογίας, το εργαστήρι Κοιτασματολογίας, το οποίο λειτουργεί από το 1990, και το Μουσείο Ορυκτολογίας-Πετρολογίας, που λειτουργεί από το 1940 και φιλοξενεί περίπου 4.000 δείγματα ορυκτών πετρωμάτων, από τα οποία περίπου τα 1.000 έχουν ταξινομηθεί.
• Ο τομέας Γεωφυσικής. Συναποτελείται από το εργαστήρι Γεωφυσικής, το οποίο λειτουργεί από το 1976, το εργαστήρι Εφαρμοσμένης Γεωφυσικής, που ιδρύθηκε το 2002, και το Σεισμολογικό σταθμό, ο οποίος τέθηκε σε λειτουργία το 1978, μετά τον τελευταίο μεγάλο σεισμό που έπληξε τη Θεσσαλονίκη.
• Ο τομέας Μετεωρολογίας-Κλιματολογίας. Περιλαμβάνει το ομώνυμο εργαστήρι, που ιδρύθηκε το 1929, καθώς και το επιστημονικό κέντρο Ολύμπου, το οποίο ιδρύθηκε το 1963.
• Ο τομέας Φυσικής και Περιβαλλοντικής Γεωγραφίας. Έχει στους κόλπους του το εργαστήρι Φυσικής Γεωγραφίας, το οποίο λειτουργεί από το 1969, και το εργαστήρι Εφαρμογών της Τηλεπισκόπησης και Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών, που ιδρύθηκε το 2003.
Όπως είπε στα εγκαίνια της έκθεσης φωτογραφίας ο κ. Τσόκας, το τμήμα Γεωλογίας μετρά εκατοντάδες αναφορές και δημοσιεύσεις σε εγνωσμένου κύρους παγκόσμια επιστημονικά περιοδικά και sites. Κατέχει επίσης πολύ καλή θέση στις παγκόσμιες κατατάξεις, όπως η 101η θέση στην κατάταξη QS World University Rankings ανάμεσα σε 10.000 αντίστοιχα τμήματα.
Η περιπέτεια της στέγασης
Το τμήμα Γεωλογίας στεγάζεται στο κτίριο της Φυσικομαθηματικής, το οποίο θεμελιώθηκε το 1939 (μαζί με αυτό της Γεωπονικής), αλλά εγκαινιάστηκε μόλις στις 7 Μαΐου 1961 από τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή. Η χωροθέτηση του κτιρίου άρχισε το 1937, όταν με τον αναγκαστικό νόμο 890/37 παραχωρήθηκε στο πανεπιστήμιο έκταση 12,3 στρεμμάτων από τα εβραϊκά νεκροταφεία και εν συνεχεία ανατέθηκε στον αρχιτέκτονα Ν. Μητσάκη η μελέτη των κτιρίων που θα στέγαζαν τα εργαστήρια της Φυσικομαθηματικής σχολής, της Γεωπονικής και της Δασολογικής σχολής. Ο Ν. Μητσάκης το 1938-1939 σχεδίασε μία γενική διάταξη κτιρίων, που θα αποτελούσε το πρώτο τμήμα της σύγχρονης πανεπιστημιούπολης. Σε αυτή περιλαμβάνονταν τα παραπάνω κτίρια, γήπεδα αθλοπαιδιών, καθώς και φοιτητική λέσχη και οικοτροφείο. Στο σχέδιο ενσωματώνονταν το κεντρικό κτίριο του πανεπιστημίου και το γήπεδο ποδοσφαίρου του Ηρακλή για την άθληση των φοιτητών.
Από τη θεμελίωση του κτιρίου όμως μέχρι την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την εμπλοκή της Ελλάδας σε αυτόν από το κτίριο της Φυσικομαθηματικής Σχολής είχε κατασκευαστεί μόνον μέρος του σκελετού μέχρι το ύψος του ισογείου. Στο στάδιο αυτό παρέμειναν για σχεδόν μία δεκαετία, όταν άρχισαν εκ νέου οι εργασίες ολοκλήρωσής τους. Τελικώς τα εγκαίνια του κτιρίου της Φυσικομαθηματικής Σχολής έγιναν με λαμπρότητα το Μάιο του 1961 σε ειδική εκδήλωση στο κεντρικό αμφιθέατρο του κτιρίου παρουσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Ο σεισμός του 1978
Ίσως ο σπουδαιότερος σταθμός στη 40χρονη ιστορία του τμήματος Γεωλογίας ήταν ο μεγάλος σεισμός που έπληξε τη Θεσσαλονίκη τον Ιούνιο του 1978. Το τραγικό αυτό συμβάν στην ιστορία της πόλης στάθηκε η αφορμή να θεμελιωθεί ο σεισμολογικός σταθμός με πρωτεργάτη τον Βασίλη Παπαζάχο. Ο ομότιμος πλέον καθηγητής ΑΠΘ είχε αρχίσει την ακαδημαϊκή σταδιοδρομία του ως βοηθός στο Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Αστεροσκοπείου Αθηνών το 1956. Έναν χρόνο πριν από το σεισμό, το 1977, εξελέγη παμψηφεί τακτικός καθηγητής Γεωφυσικής στο ΑΠΘ. Η επιστημονική κοινότητα της Θεσσαλονίκης αλλά και της Ελλάδας εν γένει θα στερούνταν των σπουδαίων επιτευγμάτων του Βασίλη Παπαζάχου, εάν ο τελευταίος δεν μετάνιωνε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή το 1969 να κάνει το υπερατλαντικό ταξίδι, όταν δέχτηκε πρόσκληση να γίνει καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ των ΗΠΑ. Ο σεισμός του 1978 βρήκε ανοχύρωτη την επιστημονική κοινότητα. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι η ομάδα Παπαζάχου παρακολουθούσε τη μετασεισμική ακολουθία από έναν φορητό σεισμογράφο, τον οποίο είχε εγκαταστήσει στο σπίτι του Γιώργου Λεβεντάκη στις Σαράντα Εκκλησιές. Όπως περιγράφει στην αυτοβιογραφία του ο κ. Παπαζάχος, όταν στις 5 Ιουλίου 1978 έγινε ένας ισχυρός μετασεισμός εντάσεως 5 Ρίχτερ, τον κάλεσε ο τότε πρωθυπουργός, για να τον συμβουλευτεί εάν πρέπει να εκδώσει διαταγή εκκένωσης της πόλης υπό το φόβο νέου μεγαλύτερου σεισμού από αυτόν της 20ής Ιουνίου. Ο Β. Παπαζάχος τον απέτρεψε βεβαιώνοντάς τον ότι από τα δεδομένα της μετασεισμικής ακολουθίας που κατέγραφε με τον υποτυπώδη εξοπλισμό της εποχής δεν προέκυπτε ενδεχόμενο νέου μεγαλύτερου σεισμού. Ο σεισμός του 1978 στάθηκε η αφορμή για την ίδρυση του Σεισμολογικού σταθμού και την εν συνεχεία ανάδειξή του σε έναν από τους πλέον έγκριτους της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας. Διαθέτει πλέον ένα δίκτυο τηλεμετρικών σεισμολογικών σταθμών, το οποίο καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Αποτελεί πηγή ενημέρωσης των διεθνών σεισμολογικών κέντρων σχετικά με τη σεισμική δραστηριότητα όχι μόνον στην περιοχή της Μεσογείου (αποστολή κατά μέσο όρο 800 αναλύσεων σεισμών ανά μήνα στα διεθνή σεισμολογικά κέντρα, άμεση ενημέρωση και διάθεση δεδομένων σε περίπτωση σημαντικών σεισμών) αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η ανακάλυψη στη Μηλιά Γρεβενών
Πριν από ακριβώς έναν μήνα το τμήμα Γεωλογίας γνώρισε μία από τις μεγαλύτερες διεθνείς διακρίσεις του μέσα από το πρόσωπο της παλαιοντολόγου, αναπληρώτριας καθηγήτριας του τμήματος, Ευαγγελίας Τσουκαλά. Στις 16 Νοεμβρίου σε τελετή που έγινε στο Βατικανό στην κυρία Τσουκαλά και στον Ολλανδό Ντικ Μολ απονεμήθηκε το βραβείο Giuseppe Sciacca για την ανακάλυψη-σταθμό το 2007 στη Μηλιά Γρεβενών των παγκοσμίως μεγαλύτερων χαυλιοδόντων από μαστόδοντα (πρόγονο του ελέφαντα), μήκους 5,02 μέτρων (φωτ.). Όπως είχε αναφέρει τότε στη «Θ» η κυρία Τσουκαλά, «οι χαυλιόδοντες εντοπίστηκαν για πρώτη φορά το 1997, το πρώτο ζευγάρι με μήκος 4,39 μ., και το 2007 ανακαλύφθηκε το δεύτερο ζευγάρι, με μήκος 5,02 μ. Και τα δύο καταχωρίστηκαν στο βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες το 2011 και έδωσαν την πρώτη και κύρια διεθνή προβολή για τα σημαντικά ευρήματα της Μηλιάς. Μετά την καταχώρισή τους στο βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες κάναμε το μουσείο στη Μηλιά Γρεβενών, τις πόρτες του οποίου πέρασαν μέχρι σήμερα περισσότεροι από 30.000 επισκέπτες». Αυτή τη στιγμή είναι σε εξέλιξη έξι παλαιοντολογικές έρευνες και ανασκαφές σε Γρεβενά, Αλμωπία, Καλαμωτό (Καλλίνδοια), Θερμοπηγή Σιδηροκάστρου, Κρυοπηγή Κασσάνδρας και Πλατανιά Δράμας. Επίσης ιδρύθηκαν δεκατρείς παλαιοντολογικές εκθέσεις, βασισμένες κυρίως στα ευρήματα των παραπάνω ανασκαφών, έξι από τις οποίες θεσμοθετήθηκαν ως δημοτικά μουσεία Φυσικής Ιστορίας στους αντίστοιχους δήμους υπό την επιστημονική κάλυψη του ΑΠΘ. Με στόχο την επαφή των παιδιών και του κοινού με την επιστήμη της παλαιοντολογίας η κυρία Τσουκαλά οργάνωσε μαζί με τον Ντικ Μολ το μουσείο μαμούθ στο Ωραιόκαστρο.